(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Αι περίοδοι του Αγίου Αποστόλου και Ευαγγελιστού, Ηγαπημένου Ιωάννου του Θεολόγου, συγγραφείσαι παρά του μαθητού αυτού Αγίου Προχόρου ενός εκ των επτά Διακόνων.
Συνέχεια από εδώ: https://www.pemptousia.gr/2025/10/i-diasosi-ton-apostolon-ioanni-kai-prochorou-apo-tous-protous-peirasmous/
α’ Άφιξις εν Εφέσω και εν αυτή ανάληψις υπηρεσίας εν λουτρώ
Μετά ταύτα εγερθέντες εκείθεν εισήλθομεν εις την Μαρεώτην, και ζητήσαντες άρτον και ύδωρ εφάγομεν και επίομεν· και βαδίσαντες την οδόν προς την Έφεσον, εφθάσαμεν εις αυτήν και εισήλθομεν εις την πόλιν, καθίσαντες εις την αρχήν αυτής εις ένα τόπον καλούμενον τόπος της Αρτέμιδος. Υπήρχε δε εκεί πλησίον λουτρόν του πρώτου της πόλεως ονόματι Διοσκορίδου.
Έλεγε λοιπόν ο Ιωάννης προς με: «Τέκνον Πρόχορε ας μη γνωρίση κανείς εκ των κατοίκων της πόλεως ταύτης ποίοι είμεθα και διά ποίον σκοπόν ήλθομεν ενταύθα, έως ότου ο Θεός φανερώση ημάς, διά να έχωμεν παρρησίαν». Ταύτα δε του Ιωάννου ομιλούντος προς εμέ, ιδού εφάνη έμπροσθεν ημών διερχομένη μία γυνή μεγαλόσωμος, η οποία είχε την επιστασίαν του λουτρού εκείνου, και διά την παχυσαρκίαν της ήτο στείρα ωσάν ημίονος.
Αυτή η γυνή, έχουσα το θάρρος εις την δύναμίν της, εκακομεταχειρίζετο τους υπηρετούντας εις το λουτρόν ανθρώπους, κτυπώσα αυτούς με τας ιδίας της χείρας· διά τούτο ουδείς εξ αυτών ετόλμα ίνα αμελή την υπηρεσίαν του λουτρού διά τον φόβον αυτής. Ελέγετο δε περί αυτής ότι εξήρχετο και εις τους πολέμους, ρίπτουσα λίθους και ουδέποτε αποτυγχάνουσα· ενομίζετο δε ότι εσωφρόνει κατά το σώμα, αλλ’ αυτή μάλλον ασχημονούσε· διότι βάφουσα και χρωματίζουσα τας οφρύας των οφθαλμών της, περιέφερεν αυτούς πανταχού· και άλλους μεν ανθρώπους έβλεπε με ιλαρόν πρόσωπον, άλλους δε με άγριον, ένεκα του οποίου οί έχοντες νουν άνθρωποι διέκρινον τον ένα οφθαλμόν αυτής αισχρόν, και τον άλλον ελεύθερον ωνομάζετο δε η γυνή αυτή Ρωμάνα.
Αυτή λοιπόν εξερχομένη εκ του λουτρού και ιδούσα ημάς καθημένους εις τον τόπον εκείνον, πλησιάσασα και βλέπουσα το ταπεινόν σχήμα ημών, εσκέφθη καθ’ εαυτήν λέγουσα· «Ούτοι οι άνθρωποι ξένοι υπάρχουσι και έχουσιν ανάγκην τροφής· δύνανται όθεν αυτοί να χρησιμεύσωσιν εις εμέ διά την υπηρεσίαν του λουτρού, χωρίς να έχωσι και πολλάς απαιτήσεις διά μισθόν, μήτε και της υπηρεσίας του λουτρού θα αμελώσι διά τον ιδικόν μου φόβον».
Και ταύτα σκεφθείσα, λέγει προς τον Ιωάννην· «Πόθεν είσαι, άνθρωπε;». Απεκρίθη προς αυτήν ο Ιωάννης· «Από ξένην γην υπάρχω»· και η Ρωμάνα· «Ποίαν;». Λέγει ο Ιωάννης· «Την Ιουδαίαν». Ηρώτησε πάλιν η γυνή· «Ποίας θρησκείας υπάρχεις;». Απήντησεν ο Ιωάννης· «Ιουδαίος μεν την ρίζαν, Χριστιανός δε την χάριν, και ναυαγός την συμφοράν».
Λέγει πάλιν η γυνή· «Θέλεις να μείνης εις την υπηρεσίαν μου και να καίης την κάμινον του λουτρού, εγώ δε να δίδω εις σε την τροφήν και τα λοιπά χρειώδη του σώματος;». Απεκρίθη ο Ιωάννης· «Εγώ ποιώ τούτο».
Στραφείσα και προς εμέ η γυνή, είπε· «Συ δε πόθεν είσαι;». Απήντησεν ο Ιωάννης· «Ιδικός μου αδελφός υπάρχει». Και πάλιν είπεν η Ρωμάνα· «Έχω ανάγκην και αυτού διά το έργον της περιχυτικής εις το λουτρόν».
Εισήγαγε λοιπόν ημάς η Ρωμάνα εις το λουτρόν, και τον μεν Ιωάννην διέταξε να καίη την κάμινον, εμέ δε διέταξεν ίνα χύνω ύδωρ εις τους λουομένους· έδιδε δε εις ημάς καθημερινώς διά τροφήν τρεις λίτρας άρτου, και τα αναγκαιούντα αργύρια διά τα λοιπά έξοδα.
Μετά παρέλευσιν τεσσάρων ημερών από της εισόδου, ημών εις το λουτρόν, εργαζόμενος ο Ιωάννης εις την κάμινον και ως άπειρος αποτυχών εις το έργον, εστέκετο σκεπτικός πλησίον της καμίνου.
Εισελθούσα η Ρωμάνα λοιπόν και ιδούσα ούτως ιστάμενον τον Ιωάννην, λαβομένη έρριψεν αυτόν κάτω, και έτυπτε σφοδρώς τούτον κατά γης κείμενον, λέγουσα συγχρόνως προς αυτόν· «Φυγοπολίτα [δραπέτη], εξόριστε, καταχραστά, άχρηστε· αφού δεν δύνασαι να χρησιμεύσης, διατί προσήλθες εις το έργον μου; τας πανουργίας σου εγώ θα καταστρέψω· προς την Ρωμάναν ήλθες να υπηρετήσης, η οποία έχει ακουσθή μέχρι της Ρώμης; Δούλος μου είσαι, κακότροπε, και δεν δύνασαι να φύγης πλέον απ’ εδώ· διότι, και εάν φύγης, εγώ θα σε αναζητήσω παντού, και αφού σε εύρω, θα σε θανατώσω κακώς. Όταν τρώγης και πίνης, ευφραίνεσαι, και όταν πρόκειται να εργασθής, καταλαμβάνεσαι από αμέλειαν; Άλλαξον την γνώμην σου, κακότροπε, διότι εις την Ρωμάναν υπηρετείς».
Αφού εξήλθεν η Ρωμάνα εκ του λουτρού και μετέβη εις τον οίκον της, ακούσας εγώ πάντα όσα είπεν αυτή προς τον Ιωάννην και ότι πολλάς πληγάς έδωκεν εις αυτόν, αν και δεν είχομεν ακόμα πολλάς ημέρας εις την υπηρεσίαν της, εις μεγάλην λύπην και στενοχωρίαν ήλθεν ο λογισμός μου, χωρίς όμως να είπω τίποτε προς τον Ιωάννην.
Γνωρίσας όμως διά της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος την θλίψιν μου, είπε προς με· «Τέκνον Πρόχορε· επειδή εν Ιεροσολύμοις εδίστασεν ο λογισμός μου, γνωρίζεις εις πόσον μέγα ναυάγιον περιεπέσαμεν και όχι μόνον ημείς, αλλά και άλλοι ανεύθυνοι της αμαρτίας, την οποίαν είχον εγώ· διά τούτο και εποίησα τεσσαράκοντα νυχθήμερα εις την θάλασσαν, έως ότου ηθέλησεν ο Θεός να εξέλθω εις την ξηράν. Και συ λοιπόν λυπείσαι και απελπίζεσαι διά ένα μικρόν πειρασμόν ενός γυναικαρίου και διά μερικάς ψυχράς απειλάς του; Πήγαινε λοιπόν εις το έργον, το οποίον διωρίσθης, και ποίει αυτό μετά επιμελείας· διότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ο Ποιητής των απάντων ερραπίσθη, ενεπτύσθη, εφραγγελώθη, εσταυρώθη, ο Ποιητής υπό των ποιημάτων, γενόμενος εις ημάς παράδειγμα και διά να μας παρακινήση εις προθυμίαν· διότι είπε προς ημάς, ότι «Εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς υμών».
Και ταύτα του Ιωάννου ειπόντος προς με, επορεύθην εις το έργον το οποίον με είχε διορίσει η Ρωμάνα.
Την επομένην ημέραν λίαν πρωί, ελθούσα πάλιν η Ρωμάνα, ήρχισε λέγουσα προς τον Ιωάννην· «Εάν έχης ανάγκην διά περισσοτέραν τροφήν, ειπέ εις εμέ διά να σου δώσω· μόνον εις το έργον σου πρόσεχε». Ο δε Ιωάννης είπε προς αυτήν· «Και η τροφή και η λοιπή χρεία του σώματός μου είναι αρκετή εις ημάς, και εις το έργον μου προσέχω».
Λέγει η Ρωμάνα· «Διατί λοιπόν σε κατηγορούσι πάντες, ότι είσαι άχρηστος εις το έργον;». Ο δε Ιωάννης απήντησε προς αυτήν· «Τώρα εσχάτως ήρχισα την εργασίαν αυτήν, και διά τούτο κάμνω λάθη· αλλ’ όταν παρέλθη μερικός καιρός, τότε θέλεις πληροφορηθή ότι είμαι τεχνίτης· διότι όλαι αι τέχναι είναι δύσκολοι ολίγον εις τους αρχαρίους». Ταύτα ειπών ο Ιωάννης προς την Ρωμάναν, απήλθεν εκείνη εις τον οίκον αυτής.

Ο δε απ’ αρχής μισόκαλος διάβολος, εμφανισθείς εις το σχήμα της Ρωμάνας, εστάθη έμπροσθεν του Ιωάννου και λέγει προς αυτόν· «Πάλιν θα σε τιμωρήσω, δραπέτα (φυγάδα), διότι μου κατέστρεψας το έργον. Δεν δύναμαι να σε υπομένω πλέον· καύσον αρκετά την κάμινον διά να σε βάλω μέσα. Όμως, επειδή δεν θέλω να σε βλέπω πλέον, φύγε απ’ εδώ μακράν, επιθέτα, επίβουλε, παραλαμβάνων μαζί σου και τον συνεπιθέτην σου, και πήγαινε εις την χώραν από την οποίαν σε εδίωξαν διά τας κακάς πράξεις σου».
Και λαβών ο δαίμων εις χείρας το σίδηρον της καμίνου, έλεγε μετά απειλών προς τον Ιωάννην· «Θα σε φονεύσω, κακότροπε, φύγε απ’ εδώ· δεν θέλω πλέον να με υπηρετής· φύγε διότι θα σε θανατώσω κακώς». Ο δε Ιωάννης, γνωρίσας διά της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, ότι ο ταύτα λέγων και πράττων είναι ο δαίμων, ο οποίος έμενεν εις τον λουτρόν, επικαλεσάμενος το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, εδίωξεν αυτόν αμέσως.
Την επομένην λοιπόν ημέραν ελθούσα πάλιν εις το λουτρόν η Ρωμάνα, λέγει προς τον Ιωάννην· «Πάλιν πολλά λέγουσι διά σε, ότι εις το έργον σου δεν προσέχεις, αλλά κατά το κακόν σου θέλημα τούτο ποιείς, ζητών αφορμήν ίνα σε διώξω· αλλά δεν δύνασαι πλέον να φύγης απ’ εμού· διότι, εάν θελήσης να φύγης εντεύθεν, ουδέν εκ των μελών σου θα αφήσω χρήσιμον, αλλά διά των τιμωριών θα καταστήσω πάντα άχρηστα».
Εις όλα ταύτα ουδόλως ωμίλησεν ο Ιωάννης· βλέπουσα δε εκείνη την υπομονήν αυτού και το πράον και ησύχιον, ενόμιζεν ότι είναι ούτος αγροίκος και ιδιώτης· όθεν και ίνα δοκιμάση αυτόν, έλεγε λόγους σκληρούς μετά απειλών, λέγουσα· «Δεν είσαι δούλος μου, κακότροπε; λέγε, αποκρίθητι εις εμέ». Ο δε Ιωάννης είπε· «Ναί, δούλοι σου υπάρχομεν, εγώ τε ο εγκαύστης Ιωάννης, και ο περιχύτης Πρόχορος».
Αυτή δε η κακή Ρωμάνα, έχουσα φίλον ένα δικολάβον [δκηγόρος], εζήτησε την γνώμην αυτού ειπούσα προς αυτόν ψευδώς· «Οι γονείς μου αποθνήσκοντες άφησαν εις εμέ δύο δούλους· ούτοι δε από πολλών ετών εδραπέτευσαν εκ της οικίας μου· τα δε χαρτία της αγοράς αυτών απώλεσα· τώρα δε ελθόντες πάλιν εις την οικίαν μου, ομολογούσιν ότι δούλοι μου υπάρχουσι. Δύναμαι λοιπόν ίνα γράψω έτερα χαρτία αγοράς αυτών;».
Λέγει προς αυτήν ο δικολάβος· «Εάν ομολογώσι και τώρα ότι εκ προγόνων δούλοι σου υπάρχουσι, και την ομολογίαν ταύτην ποιήσωσιν ενώπιον τριών αξιοπίστων μαρτύρων, δύνασαι να γράψης νέα χαρτία αγοράς αυτών».
Γνωρίσας ταύτα πάντα διά της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος ο Ιωάννης, είπε προς με· «Τέκνον Πρόχορε· γνώριζε ότι το γύναιον τούτο ζητεί να ομολογήσωμεν εγγράφως, ότι ως δούλοι αυτής υπάρχομεν· διότι προ ολίγου συνεβουλεύθη ένα δικολάβον· εκείνος δε συμφώνως προς όσα είπεν εις αυτόν κατά τον σκοπόν της, συνεβούλευσεν αυτήν. Τώρα λοιπόν ζητεί να εύρη τους μάρτυρας, όπως έμπροσθεν αυτών ομολογήσωμεν, ότι δούλοι αυτής υπάρχομεν.
Ορίστε το κείμενο μονοτονημένο με τον ίδιο τρόπο, διατηρώντας ακέραιη την ορθογραφία και τους κανόνες της Καθαρεύουσας (πλην των πνευμάτων):
Μη λάβης λοιπόν ένεκα τούτου λύπην εις την καρδίαν σου, αλλά μάλλον να χαίρης· διότι δια του τρόπου τούτου ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός πολύ συντόμως θα δείξη προ παντός εις την γυναίκα ταύτην, ποίοι είμεθα».
Ταύτα ομιλούντος του Ιωάννου, εισέρχεται η Ρωμάνα εις το λουτρόν, και λαβούσα αυτόν εκ της χειρός, ήρχισε να τον κτυπά λέγουσα· «Δούλε κακέ, δραπέτα· διατί όταν εισέρχεται η κυρία σου δεν σπεύδεις να προϋπαντήσης και να προσκυνήσης αυτήν; ή μήπως νομίζεις ότι είσαι ελεύθερος; γνώριζε ότι είσαι δούλος της Ρωμάνας». Και πάλιν ερράπισεν αυτόν προς εκφοβισμόν, και έλεγε· «Δεν είσαι δούλος μου, δραπέτα;», ο δε Ιωάννης είπε· «Και άλλοτε είπον, ότι δούλοι σου υπάρχομεν, εγώ τε ο εγκαύστης Ιωάννης και Πρόχορος ο περιχύτης».
Λέγει πάλιν η Ρωμάνα· «Τίνος δούλοι, κακότροποι;». Και ο Ιωάννης· «Τίνος θέλεις να είπωμεν;». Απήντησεν η Ρωμάνα· «Ότι ιδικοί μου δούλοι υπάρχετε». Απεκρίθη ο Ιωάννης· «Και εγγράφως και αγράφως ομολογούμεν, ότι δούλοι σου υπάρχομεν». Λέγει η Ρωμάνα· «Εγγράφως θέλω ίνα ομολογήσητε ενώπιον τριών μαρτύρων».
Και ο Ιωάννης· «Μη βραδύνης λοιπόν, αλλά ποίησον τούτο σήμερον». Λαβούσα λοιπόν ημάς η Ρωμάνα έφερεν απέναντι του ναού της Αρτέμιδος, και εκεί ενώπιον τριών μαρτύρων έγραψε τα χαρτία της αγοράς ημών· και πάλιν εισήγαγεν ημάς έκαστον εις το έργον αυτού.
Συνεχίζεται
Από τον «Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας», μήνας Σεπτέμβριος, τόμος 9ος.