Η ψυχή του Θοδωράκη στο Ύψωμα 731

Την άνοιξη του 1941, στο ύψωμα 731, το μυστήριο του πολέμου σκέπαζε τη γη και ο αέρας φάνταζε βαρύς. Η Γορτυνία είχε αδειάσει. Μανάδες ξαγρυπνούσαν, πατεράδες σταυροκοπιόνταν, και τα μικρά στο χωριό ρωτούσαν κάθε μέρα αν «ο Θοδωράκης είναι καλά». Ο ίδιος, παλικάρι της επαρχίας, είχε συνηθίσει στη σκληρή δουλειά, στα ξυπόλυτα τρεξίματα στους γιδότοπους, κι έβρισκε παρηγοριά στον λόγο της μάνας του και στα τραγούδια που ψιθύριζε τα βράδια στο χαράκωμα.

Την παραμονή της μεγάλης επίθεσης, ο Θοδωράκης ένιωθε ένα βάρος στο στήθος, σαν πέτρα. Συνήθως ήταν γελαστός• έλεγε αστεία στις σκοπιές, έπιανε συζήτηση για τα πανηγύρια του χωριού του, φόραγε στην καρδιά του τον ήλιο κι ας έπεφτε χιόνι γύρω. Εκείνες τις ώρες, όμως, κοιτούσε το σκοτάδι και αναρωτιόταν αν θα ξημερώσει γι’ αυτόν.

Καθώς οι Ιταλοί άρχισαν τον βομβαρδισμό, ο φόβος του μεγάλωνε, τόσο βαθύς που πάγωνε ακόμη και τις πιο ανθεκτικές μνήμες της παιδικής του ψυχής. Κρατούσε σφιχτά την εικόνα της Παναγίας, ντροπαλά μην τον δουν, σα να είχε ανάγκη να πιαστεί από κάτι αληθινό. Η πρώτη μεγάλη οβίδα τράνταξε το χαράκωμα και ο Θοδωράκης ένιωσε να χάνει την ακοή του. Μια σιωπή απλώθηκε παντού, χωρίς λόγια, χωρίς ήχο. Ο κόσμος έγινε βουβός, τα χείλη του δεν έβγαζαν φωνή.

Τότε μέσα του άναψε θυμός και παράπονο. Θυμήθηκε την αυλή του σπιτιού του, τα λόγια της μάνας του που του έλεγε: «Να ’χεις πίστη, παιδί μου, κι αν λυγίσεις, να σηκωθείς». Του ήρθε να κλάψει, μα το μάτι του στέγνωσε από την αγριάδα. Έσκυψε κι έπιασε το μπράτσο, εκεί που είχε δέσει το πανί της μάνας του, ψάχνοντας ασυνείδητα για παρηγοριά. Δίπλα του, ο Μήτσος από το διπλανό χωριό προσπαθούσε να του φωνάξει. Ο Θοδωράκης δεν άκουγε, μα ένιωθε ότι δεν είχε μείνει μόνος.

Καθώς οι ώρες περνούσαν, η καρδιά του πάλευε να μην πέσει στις μαύρες σκέψεις. Σκέφτηκε την εκκλησία του χωριού, τον παπά που κάθε Κυριακή ευλογούσε τους χωριανούς με ένα χαμόγελο, κι ένιωσε να θέλει να ξανακούσει ψαλμούς. Άρχισε να ψέλνει σιγανά, όπως τις ήρεμες Κυριακές: «Σώσον, Κύριε, τον λαόν Σου». Σιγά σιγά ενώθηκαν κι οι υπόλοιποι και το χαράκωμα γέμισε φωνές που διώχναν τη μοναξιά.

Τότε, κάτι άλλαξε μέσα του. Με κάθε λέξη του ψαλμού ένιωθε βαθιά ρίζα, σαν να κομμάτιαζε το φόβο. Άρχισε να θυμάται ιστορίες, ήρωες αλλά και ταπεινούς ανθρώπους· τον πατέρα του που πάλευε στα χωράφια, τους φίλους του που γέλαγαν σε κάθε γιορτή. Η σιωπή στα αυτιά του μαλάκωσε, πήρε τη θέση της ο ψίθυρος της ομάδας, η ζεστασιά της πίστης.

Όταν πέρασε ο χαλασμός, έμεινε πάλι κοφτός στο χαράκωμα, αλλά με μια καινούργια δύναμη. Μαζεύει το ξερό ψωμί, μοιράζει λίγη ελιά από το σακούλι και αντί για μεγάλα λόγια λέει: «Αυτό έχουμε, αυτό μοιραζόμαστε». Κοιτάζει τα μάτια των άλλων· βλέπει την αγωνία, τον φόβο, την ελπίδα και το πείσμα. Είναι όλοι παιδιά της ίδιας γης.

Το κεφάλι ψηλά δεν το κρατάς από ανδρεία, σκέφτηκε ο Θοδωράκης· το κρατάς από αγάπη για όσους άφησες πίσω, από τη μνήμη που σε τραβάει προς τα σπουδαία, κι από τη βεβαιότητα ότι κάπου, κάποιος ακόμη προσεύχεται για σένα. Ανταμώνει με τους συντρόφους, φίλησαν όλοι την εικόνα, κι όταν ήρθε η νύχτα, κοιμήθηκαν με τη σκέψη στην Πατρίδα. Ξημέρωσε. Τα αστέρια ήταν ακόμα εκεί, κι η ελπίδα δεν έσβησε.

Το ύψωμα 731 άντεξε. Όχι μόνο επειδή το κράτησε ο στρατός, αλλά γιατί ο Θοδωράκης βρήκε το κουράγιο να παλέψει με τον φόβο μέσα του· γιατί έμαθε να σηκώνεται, ακόμα κι όταν τα αυτιά του δεν άκουγαν τίποτα παρά μόνο τη σιγανή φωνή της καρδιάς. Κι όταν γύρισε σπίτι, η μάνα του τον αγκάλιασε δίχως λόγια. Στα μάτια του φαινόταν πως το μεγάλο θαύμα δεν ήταν η στρατιωτική νίκη, αλλά το ότι έμεινε άνθρωπος μέσα στη φρίκη του πολέμου.