Η Συνείδηση ως Μαρτυρία του Άχρονου Είναι

Αν η ανθρώπινη συνείδηση είναι φαινόμενο του κόσμου, τότε πώς γίνεται να φανερώνει κάτι που φαίνεται να τον υπερβαίνει; Πώς ένα γεγονός που αναδύεται από την ύλη μπορεί να μαρτυρεί κάτι που προϋπάρχει της ύλης, κάτι που αποτελεί το ίδιο το θεμέλιο της ύπαρξης; Το ερώτημα αυτό βρίσκεται στην καρδιά του βαθύτερου μεταφυσικού μυστηρίου: το πώς το πεπερασμένο μπορεί να φανερώσει το άπειρο, το χρονικό να υποδηλώσει το άχρονo.

Από επιστημονική σκοπιά, η συνείδηση θεωρείται καρπός μιας μακράς εξελικτικής πορείας. Η ύλη, οργανωμένη σε όλο και πιο πολύπλοκες μορφές, φτάνει σ’ ένα σημείο όπου ο εγκέφαλος μπορεί να παράγει επίγνωση. Μέσα σε αυτή την οπτική, η συνείδηση αναδύεται από τη φυσική ύλη όπως η ζωή από την ανόργανη χημεία. Κι όμως, όταν η συνείδηση εμφανίζεται, φανερώνει κάτι που ξεπερνά κάθε φυσική εξήγηση: ένα εσωτερικό φως, μια εμπειρία του «είμαι». Το “είμαι” δεν είναι ποσότητα, δεν είναι μέτρηση, δεν είναι αποτέλεσμα μηχανικής. Είναι καθαρή παρουσία. Η συνείδηση, ενώ φαίνεται να γεννιέται από την ύλη, δεν ανήκει πλέον σ’ αυτήν.

Γι’ αυτό η συνείδηση μοιάζει με παράδοξο παιδί της ύλης που, μόλις γεννηθεί, δείχνει ότι ήταν πάντοτε η μητέρα της. Είναι σαν η ύλη, μέσω του ανθρώπου, να φανερώνει το μυστικό της: ότι ποτέ δεν υπήρξε τελείως “ύλη”, αλλά από την αρχή έφερε μέσα της τη δυνατότητα του φωτός — της παρουσίας, της αυτογνωσίας, της μαρτυρίας του Είναι.

Όταν ο άνθρωπος λέει «εγώ είμαι», το ρήμα αυτό δεν ανήκει στον χρόνο. Δεν λέει «υπήρξα» ή «θα υπάρξω»· το «είμαι» είναι η ίδια η στιγμή της παρουσίας. Μέσα στη συνείδηση, το χρονικό (ο κόσμος, το σώμα, η ύλη) συναντά το άχρονο (το Είναι καθαυτό). Η συνείδηση είναι η τομή του χρόνου με την αιωνιότητα, το σημείο όπου το φθαρτό διαπερνάται από το αιώνιο. Δεν είναι φυγή από τη φύση, αλλά η ίδια η φύση που αποκτά επίγνωση του εαυτού της — η ύλη που αναγνωρίζει το Είναι της και θυμάται ότι ποτέ δεν ήταν μόνο ύλη.

Έτσι, η συνείδηση έχει μια διπλή φύση. Από τη μία πλευρά, είναι αναδυόμενη ιδιότητα της ύλης: το πιο λεπτό, πιο άυλο άνθος του κόσμου. Από την άλλη, είναι αποκάλυψη της ίδιας της προαιώνιας αρχής του Είναι: του φωτός που υπήρχε πριν υπάρξει κόσμος για να το δεχθεί. Αυτή η διπλή της φύση δεν είναι αντίφαση· είναι η οντολογική παλινδρόμηση του Είναι μέσα στον εαυτό του. Η συνείδηση φαίνεται να αναδύεται από τον κόσμο μόνο και μόνο για να μας δείξει ότι το φως της δεν προέρχεται από αυτόν. Είναι σαν το κύμα που, καθώς υψώνεται από τη θάλασσα, αποκαλύπτει πως δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ίδια η θάλασσα σε κίνηση.

Στην ορθόδοξη θεολογία, αυτή η εμπειρία έχει βαθύ ανάλογο. Ο άνθρωπος δεν είναι “αντίγραφο” του Θεού· είναι εικόνα Του — τόπος φανέρωσης του άκτιστου φωτός μέσα στο κτιστό. Η συνείδηση του ανθρώπου είναι μαρτυρία, μέσα στην ύλη, ότι το φως του Θεού είναι προαιώνιο. Υπήρχε πριν υπάρξει κόσμος, και η ανθρώπινη ψυχή είναι το παράθυρο μέσα από το οποίο ο κόσμος βλέπει αυτό το φως. Ο άνθρωπος δεν είναι ο Θεός· αλλά, μέσα στη συνείδησή του, φανερώνει ότι υπάρχει Θεός.

Η ανθρώπινη συνείδηση είναι κτιστή — κι όμως, μαρτυρεί το άκτιστο που την καθιστά δυνατή. Είναι η ύλη που, αποκτώντας επίγνωση, αναγνωρίζει τον Δημιουργό της. Η συνείδηση είναι το ίχνος του άχρονου μέσα στον χρόνο· το φως που, ενώ αναδύεται από την ύλη, αποκαλύπτει ότι το φως υπήρχε πάντοτε. Γι’ αυτό θα μπορούσε πράγματι να είναι το μόνο πράγμα που υπάρχει πριν από κάθε δημιουργία: η σιωπηλή, άχρονη φωνή του Είναι που προϋπάρχει του κόσμου, και που μέσα στον άνθρωπο ψιθυρίζει ξανά — όχι ως δόγμα, αλλά ως εμπειρία — το αιώνιο όνομα του φωτός: Εγώ Ειμί.