Ο ένδοξοι άγιοι Δημήτριος, Νέστορας και Λούπος και η ιστορία της απελευθερώσεως της πόλεως της Θεσσαλονίκης την 26η Οκτωβρίου του έτους 1912

«Μέγαν  εύρατο, έν τοίς κινδύνοις, σέ  υπέρμαχον, η οικουμένη, αθλοφόρε τά έθνη τροπούμενον. Ώς  ούν   Λυαίου  καθείλες τήν  έπαρσιν , έν τώ σταδίω θαρρύνας  τόν  Νέστορα, ούτως  Αγιε,   μεγαλομάρτυς  Δημήτριε,  Χριστόν  τόν  Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι  ημίν  τό  μέγα έλεος», ψάλλουμε στο απολυτίκιο της εορτής του Αγίου Δημητρίου.

Ένας από τους πιό αγαπητούς  αγίους στο  Αγιολόγιο  της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι αναμφισβήτητα ο πανένδοξος μεγαλομάρτυρας άγιος Δημήτριος.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία όρισε να τιμάται η αγία μνήμη του στις 26 Οκτωβρίου εκάστου έτους. Η ημέρα αυτή έχει διπλή σημασία για την πόλη της Θεσσαλονίκης. Είναι διπλή εορτή, μία εορτή της πίστεως και μία εορτή της ελευθερίας, δηλαδή μία χριστιανική εορτή και μία εθνική. Η απελευθέρωση της ιστορικής αυτής πόλεως της Θεσσαλονίκης, της συμβασιλεύουσας  επί της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, και η απόδοσή της στην Ελλάδα συνέβη την 26η Οκτωβρίου του έτους 1912, όπου και είναι η  ημέρα της μνήμης του Αγίου Δημητρίου. Το εθνικό περιεχόμενο της σημερινής εορτής της ενδόξου πόλεως της Θεσσαλονίκης συνδέεται άριστα με την μεγάλη προσωπικότητα του μεγαλομάρτυρα Αγίου Δημητρίου, ως πολιούχου της πόλεως, αφού ω του θαύματος η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και η απόδοσή της  στην Ελλάδα συνέβη την ημέρα της εορτής του  Αγίου Δημητρίου. Το απόγευμα  της 26ης   Οκτωβρίου, ο Τούρκος αρχιστράτηγος  Χασάν   Ταχσίν   πασάς υπέγραψε πρωτόκολλο παραδόσεως της πόλεως στις ελληνικές αρχές, με αποτέλεσμα την επόμενη ημέρα, το πρωί δηλαδή της 27ης Οκτωβρίου, δύο ελληνικά τάγματα Ευζώνων να  υψώσουν   περήφανα την  γαλανόλευκη ελληνική σημαία στο διοικητήριο της Θεσσαλονίκης.

Η Ελλάδα το έτος 1912,από τις αρχές του μηνός Οκτωβρίου, βρισκόταν σε πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, έχοντας ως συμμάχους την Σερβία, το Μαυροβούνιο και την Βουλγαρία. Είναι γεγονός πως εκείνη την ιστορική περίοδο, στην δυτική Μακεδονία ο ελληνικός στρατός βάδιζε από νίκη σε νίκη. Υπήρχε έντονη διαφωνία όμως, από την αρχή κιόλας του πολέμου, μεταξύ του αρχιστράτηγου διαδόχου Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου. Ως αίτιο της διαφωνίας αυτής υπήρξε η διαφορετική γνώμη των δύο ανδρών ως προς το εξής : ο  διάδοχος επιθυμούσε την κατάληψη του Μοναστηρίου πρώτα, ενώ ο Βενιζέλος πίεζε τον Κωνσταντίνο να κατευθυνθεί προς την πρωτεύουσα της Μακεδονίας, βλέποντας ο ίδιος την ισχυρή   πιθανότητα να καταληφθεί η Θεσσαλονίκη από τον βουλγαρικό στρατό, και με την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης να αποτελεί διακαή πόθο του ελληνισμού.

Ο βασιλιάς Γεώργιος ο Α’ και πατέρας του αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου, ήταν αυτός που έδωσε οριστική λύση και εκτόνωση της έντασης και της διαφωνίας μεταξύ του Ελευθερίου Βενιζέλου και του διαδόχου Κωνσταντίνου. Κατάφερε με την μεσολάβησή του, ο γιός του Κωνσταντίνος, να πειστεί και να συμφωνήσει με την άποψη του πρωθυπουργού Βενιζέλου ώστε να προχωρήσουν σύμφωνα με τη γνώμη αυτού.

Έτσι λοιπόν, στις 25 Οκτωβρίου του έτους 1912 η εμπροσθοφυλακή του ελληνικού στρατού έφτασε προ των πυλών της Θεσσαλονίκης. Τότε, ο αρχιστράτηγος του οθωμανικού στρατού  Χασάν  Ταχσίν  πασάς  που είχε ηττηθεί από τον ελληνικό στρατό στις επικές μάχες του Σαραντάπορου και των Γιαννιτσών, δεν είχε πλέον  άλλη επιλογή παρά να παραδώσει και μάλιστα αμαχητί αυτήν την φορά, την Θεσσαλονίκη, την πρωτεύουσα της Μακεδονίας, στην Ελλάδα.   Ανήμερα της εορτής του πολιούχου  της Θεσσαλονίκης, του Αγίου  Δημητρίου, στις 11 το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου, οι πληρεξούσιοι αξιωματικοί  Ιωάννης Μεταξάς  και Βίκτωρ Δούσμανης υπέγραψαν με τον  Κενάν  Μεσαρέ , γιό του Χασάν  Ταχσίν , τα  απαραίτητα και σχετικά πρωτόκολλα   παράδοσης  της πόλεως στον ελληνικό  στρατό. Έτσι λοιπόν παραδιδόταν στην Ελλάδα και τον ελληνικό στρατό της ως  αιχμάλωτοι 25.000 Τούρκοι στρατιώτες και  1.000 αξιωματικοί με ολόκληρο τον οπλισμό τους.

Το πρωί της 27ης Οκτωβρίου εισήλθαν  νικητήρια στην απελευθερωμένη πλέον   Θεσσαλονίκη δύο τάγματα Ευζώνων και  ύψωσαν την Ελληνική Σημαία στο  Διοικητήριο. Οι υπόλοιπες ελληνικές  δυνάμεις έλαβαν θέσεις στα υψώματα γύρω  από την πόλη. Την ακριβώς επόμενη ημέρα, στις 28 Οκτωβρίου του έτους 1912  στις 11 το  πρωί, ο τότε  διάδοχος Κωνσταντίνος   εισήλθε θριαμβευτικά στην Θεσσαλονίκη και   το μεσημέρι έγινε πανηγυρική δοξολογία  στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό των Αγίων  Μηνά, Βίκτωρος  και Βικεντίου. Την ίδια  ακριβώς ημέρα κατέφθασαν έξω από την  Θεσσαλονίκη και οι Βούλγαροι που ήθελαν  να καταλάβουν την Θεσσαλονίκη γιατί  ήταν η  πόλη γόητρο με την κατάλληλη γεωγραφική θέση  και την  γεωστρατηγική σημασία προκειμένου   να έχουν πρόσβαση σε λιμάνι και στο  Αιγαίο, αλλά   γι’ αυτούς  ήταν ήδη αργά!

Πολλά χρόνια πέρασαν, δεκαετίες, αιώνες,  αλλά η λησμονιά δεν τον άγγιξε τον Άγιο  Μεγαλομάρτυρα Δημήτριο. Μπήκε στο  συναξάρι της Αγίας  Ορθοδόξου Εκκλησίας  μας με τον πιο προσοδοφόρο τρόπο, με ήθος  ταπεινό. Ήταν φορέας του Αγίου Πνεύματος,  εκλεκτός του Θεού, μιμητής   Χριστού,  άνθρωπος ουράνιος. Πρώτα έχυσε  τα   δάκρυα  της ευγνωμοσύνης προς τον Κύριο  Ιησού  Χριστό , και τα ευγνώμονα δάκρυα, οι  προσευχές και το αίμα του που έχυσε στην  συνέχεια με τον μαρτυρικό του θάνατο,  έγιναν φως και με την θυσία του ζεσταίνουν  τον κόσμο αλλά και τις παγωμένες καρδιές  των ανθρώπων.  Ώς φάρος φωτεινός φωτίζει από τότε μέχρι σήμερα τον δρόμο των πιστών Χριστιανών.

Ο Άγιος ένδοξος μεγαλομάρτυρας Δημήτριος  γεννήθηκε το έτος 280 στην ένδοξη και  λαμπρή πόλη της Θεσσαλονίκης, στην οποία  είχε ήδη εδραιωθεί ο Χριστιανισμός και η  Εκκλησία ήταν οργανωμένη κατά τα πρότυπα  της διδασκαλίας των Αγίων Αποστόλων.

Ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας της  Θεσσαλονίκης. Από την παιδική του ηλικία  διακρίθηκε για την ευφυΐα του, την  ωραιότητά του και την σεμνότητά του. Σε  ήθος και σε γνώσεις υπερτερούσε όλων των  συνομηλίκων  του. Καθώς μεγάλωνε στην  ηλικία «προέκοπτε  σοφία και ηλικία και  χάριτι» (Λουκάς, 2.52). Όπως αναφέρουν οι  βιογράφοι του, γινόταν «χαριτωμένος στην  μορφή και ακόμη πιο χαριτωμένος στην ψυχή, ευχάριστος στην ομιλία, πιο  ευχάριστος στην συμπεριφορά, γλυκός στα  λόγια κι ακόμα πιο γλυκός στον χαρακτήρα  του».

Ο Άγιος Δημήτριος έζησε στα χρόνια της   βασιλείας του Μαξιμιανού, του αυτοκράτορα  της δυτικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ο   οποίος  μοιραζόταν τον τίτλο του (βασ. 286-305) με τον Αύγουστο της Ανατολής   Διοκλητιανό (βασ. 284-305), στα πλαίσια του  συστήματος της τετραρχίας, έχοντας ως  βοηθούς και συνάρχοντές τους τον Γαλέριο   και τον Κωνστάντιο Χλωρό αντίστοιχα, που  είχαν τον τίτλο του Καίσαρα.

Σε νεαρή ηλικία ο Δημήτριος κατατάχθηκε  στον ρωμαϊκό στρατό και έδειξε σε σύντομο  χρονικό διάστημα όλα του τα χαρίσματα ως  προσωπικότητα. Ήταν χριστοήθης,  ρωμαλέος, γενναίος, σεμνός, κόσμιος. Η  φήμη για τις αρετές του που ήταν γνωστές   σε όλους  τους Θεσσαλονικείς δεν  άργησε να φτάσει μέχρι τον αυτοκράτορα  Μαξιμιανό. Εκείνος τον διόρισε ως   μέλος  της  Συγκλήτου της πόλεως και τον τίμησε με  το αξίωμα του Δούκα, δηλαδή του  στρατιωτικού διοικητή των ρωμαϊκών  λεγεώνων όλης της Θεσσαλίας.  Έπειτα τον  ανακήρυξε ανθύπατο (έπαρχο),  περιβάλλοντάς τον με την επίσημη υπατική  χλαμύδα και δίνοντάς του το δαχτυλίδι του  υπάτου, τα οποία έφερε ο νέος ως διακριτικά  της στρατιωτικής εξουσίας του.

 Ο Δημήτριος όμως αναζητούσε το αληθινό  και το υψηλό  πνευματικό  φρόνημα το οποίο  βρήκε στον Χριστιανισμό του οποίου έγινε  ακόλουθος και  θερμός κήρυκας στην  Θεσσαλονίκη. Έτσι, ο χριστοήθης,  ενάρετος,  καλόψυχος, σοφός και όμορφος νέος άρχισε   να καλλιεργεί τον Αμπελώνα του Κυρίου της  αγαπημένης του πόλης, καταγράφοντας τα  λόγια της Αιώνιας Ζωής στις καρδιές των  Θεσσαλονικέων δείχνοντας ιδιαίτερο  ενδιαφέρον στα παιδιά και τους νέους και  προσέφερε τον άρτο της ζωής, τον λόγο της  αληθείας, εκτός από την Θεσσαλονίκη και  στην Αττική και την Αχαΐα. Προσευχόταν και  δίδασκε για τον Χριστιανισμό  στην διπλή   θολοσκεπή χαλκευτική στοά που βρίσκεται  στην Νότια πλευρά της ρωμαϊκής αγοράς της  Θεσσαλονίκης, σε υπόγειο του ιερού ναού   της Αειπαρθένου  Μαρίας, που ονομαζόταν   «Καταφυγή», κοντά στο δημόσιο λουτρό και ενίσχυε τους οικονομικά  ανύμπορους συμπολίτες του. Βαθειά κατάνυξη επικρατούσε στο  ακροατήριο και ο Άγιος  Δημήτριος κήρυττε  με ιδιαίτερη θέρμη στον  κόσμο για την αγάπη του για τον  Ιησού  Χριστό  τον  Σωτήρα του κόσμου.

 

Στις 23 Φεβρουαρίου του έτους 303  υπογράφτηκε από τον ειδωλολάτρη και πανούργο  αυτοκράτορα Διοκλητιανό   διάταγμα εναντίον των Χριστιανών και την  επόμενη ημέρα αναρτήθηκε στον Χριστιανικό Ιερό Ναό της πρωτεύουσας της  Νικομήδειας. Το τραγικό αυτό  διάταγμα  όριζε την ολοκληρωτική καταστροφή  των  Ιερών Χριστιανών Ναών και το κάψιμο των  Αγίων Γραφών. Συγχρόνως διέτασσε το  διάταγμα αυτό ότι  όλοι οι Χριστιανοί που  είχαν πολιτικά αξιώματα να εμφανιστούν και  να λάβουν μέρος στις δημόσιες  θυσίες προς  τιμήν των «θεών» των ειδώλων της Ρώμης.  Αν αρνούνταν και επέμεναν στην  Χριστιανική  τους πίστη αποβάλλονταν από τις θέσεις  τους και έχαναν όλα τους τα πολιτικά  δικαιώματα. Για όλους τους Χριστιανούς  λοιπόν, λήφθηκαν πολύ αυστηρά και σκληρά   μέτρα .

Στο πλαίσιο αυτού του διωγμού που άρχιζε για τους  Χριστιανούς, οι δημεγέρτες, (αυτοί δηλαδή που ξεσήκωναν τον λαό), κατήγγειλαν στον Καίσαρα  Γαλέριο,  που είχε  την διοικητική  του έδρα στην Θεσσαλονίκη  ότι « ό  Δημήτριος  κρατεί  είς   τήν  πίστη  τών   Χριστιανών», και αυτός ως διώκτης τους διέταξε να τον συλλάβουν και να τον  οδηγήσουν στον αυτοκράτορα Μαξιμιανό  που εκείνη την περίοδο βρισκόταν στην  Θεσσαλονίκη, ύστερα από τον νικηφόρο πόλεμο εναντίον των Σαυροματών  και των  Σκυθών.  Οι ειδωλολάτρες στρατιώτες του  Γαλέριου πήγαν τότε  στην χαλκευτική στοά και συνέλαβαν στην « Καταφυγή» τον  Δημήτριο, τον οποίο οδήγησαν στον  Μαξιμιανό με ύβρεις και χλευασμούς, ενώ ο Άγιος Δημήτριος ομολογούσε με θαυμαστή πίστη και  παρρησία  « Τώ  Χριστώ μου  πιστεύω μόνον»!

Ο Αύγουστος  Μαξιμιανός καταλύφθηκε   από  οργή και απορία, σκεπτόμενος, πώς ήταν  δυνατόν ο ανθύπατος Δημήτριος να είναι  Χριστιανός και να περιγελά τους «θεούς» των ειδώλων και να αδιαφορεί για το διάταγμα περί αρνήσεως του Χριστιανισμού;  Ο Μαξιμιανός μετά  βίας συγκρατούσε την  οργή του για την τόλμη και το θάρρος του νεαρού ανθύπατου . Έπειτα ανέλαβε  να τον υποβάλλει σε βασανιστήρια γιατί όπως  νόμιζε και  είχε την κρυφή ελπίδα ότι θα μπορέσει να τον «συνετίσει»  και να τον κάνει  να αλλάξει γνώμη και να αρνηθεί την Χριστιανική του πίστη. Έτσι έδωσε εντολή να φυλακιστεί «περί τών καμίνων καμάρας», δηλαδή εκεί που ζέσταναν νερό για τα δημόσια λουτρά.

Στο «μαρτύριο» που συνέταξε ο Άγιος Συμεών ο μεταφραστής, αναφέρεται ότι καθώς οδηγούσαν τον Δημήτριο στην  φυλακή, εκείνος χαίρονταν , γιατί πλησίαζε  το μαρτυρικό του τέλος, αλλά ταυτόχρονα λυπούνταν γιατί αυτό καθυστερούσε. Πήραν λοιπόν οι στρατιώτες τον Άγιο και τον οδήγησαν στα υπόγεια του λουτρού, εκεί  που χύνονταν τα απόνερα.  Μπαίνοντας ο  Άγιος στον τόπο εκείνον  είδε μπροστά του   έναν μεγάλο σκορπιό ο οποίος προσπαθούσε   να τον κεντρίσει. Ο Άγιος έκανε τότε το  σημείο του Σταυρού και είπε :«Είς  τό  Όνομα  του  Ιησού  Χριστού, ο οποίος μας έδωσε  την εξουσία να πατάμε επάνω σε φίδια και  σκορπιούς και επάνω σε όλη την δύναμη   του εχθρού» (Λουκάς 10,19), και λέγοντας   αυτά πάτησε τον σκορπιό και αμέσως  εμφανίστηκε  Άγγελος Κυρίου πάνω από τον  Άγιο Δημήτριο βάζοντάς του στεφάνι στο  κεφάλι του και του είπε :«Χαίρε,  Δημήτριε,   γενναίε στρατιώτη του  Χριστού! Έχε  θάρρος και δύναμη και νίκα τους εχθρούς  σου».  

Από τον χώρο των φυλακών ο Δημήτριος  εμψυχώσε  τον φίλο του Νέστορα όπου τον  είχε επισκεφθεί για να ζητήσει την ευχή και  την ευλογία του δασκάλου του, που ήταν  και το πρότυπό του. Ο Νέστορας πήρε δύναμη και θάρρος από τα λόγια του Δημητρίου και πήγε στο στάδιο, στάθηκε με θάρρος μπροστά στον αυτοκράτορα Μαξιμιανό που παρακολουθούσε με τους αξιωματούχους και τον όχλο  τα  αγωνίσματα και τις μονομαχίες, που διοργάνωσε όσο βρισκόταν στην Θεσσαλονίκη και του δήλωσε την απόφασή του να αντιμετωπίσει τον γιγαντόσωμο και ανίκητο Λυαίο ο οποίος ήταν ευνοούμενος παλαιστής του αυτοκράτορα. Ο Μαξιμιανός μη γνωρίζοντας ότι ο Νέστορας είναι Χριστιανός και έχει την ευχή του Δημητρίου, προσπάθησε να τον αποτρέψει βλέποντας το νεαρό της ηλικίας του και την σωματική του ωραιότητα. Μάταια όμως, ο Νέστορας επέμενε. Έτσι  έδωσε ο αυτοκράτορας την άδεια να γίνει η  μονομαχία. Ο Νέστορας μπήκε στο στάδιο  και προχώρησε άτρωμος  προς τον  γιγαντόσωμο και προκλητικό  Λυαίο, που  όταν είδε να τον πλησιάζει γέλασε ειρωνικά  γιατί δεν τον θεώρησε καν για αντίπαλο.

 Ο Συμεών ο μεταφραστής αναφέρει ότι ο Νέστορας  αναφωνώντας :«Θεέ  τού  Δημητρίου  βοήθει  μοι», πήγε στην μάχη να  παλέψει με τον βάρβαρο Λυαίο, όπου τελικά   με ευκολία τον νίκησε. Έτσι συνέβη το εξής : «Όπου  Θεός  βούλεται, νικάται  φύσεως τάξις »!  Οργισμένος ο  Μαξιμιανός από αυτή  την εξέλιξη της νίκης του Νέστορα, επέστρεψε  στα ανάκτορα και έστειλε στρατιώτες για  να  καλέσει ενώπιόν του τον γενναίο αθλητή  Νέστορα για να τον ρωτήσει ποιοί  τον  βοήθησαν για να νικήσει τον Λυαίο. Ο  Νέστορας στην συνέχεια παρευρέθηκε  μπροστά  του  και του απάντησε πως δεν είχε  κανέναν συνεργό πάρα μόνο τον Θεό του  Δημητρίου. Μόλις άκουσε αυτά τα λόγια ο  Μαξιμιανός, αντιλαμβανόμενος ότι η νίκη του  Νέστορα ήταν η νίκη του Χριστιανισμού επί  της ειδωλολατρίας,  εξοργίστηκε  τόσο πολύ  που διέταξε τον αποκεφαλισμό του  Νέστορα. Έτσι ο γενναίος μάρτυρας, που με  τις ευχές του Δημητρίου έγινε ο άριστος  στρατιώτης του Δεσπότη Χριστού, σύρθηκε  έξω από την χρυσή πύλη της Θεσσαλονίκης   και αποκεφαλίστηκε με ξίφος, και ανέβηκε  στους Ουρανούς με το αίμα του μαρτυρίου   για να λάβει το στεφάνι της διπλής του νίκης.

Η Αγία μνήμη του ορίστηκε από την  Ορθόδοξη Εκκλησία να τιμάται στις 27  Οκτωβρίου εκάστου έτους.               Σύμφωνα με το απολυτίκιό του ψάλλουμε:  «Αθλητής ευσεβείας  ακαταγώνιστος,  ώς κοινωνός  καί  συνηθής  τού Δημητρίου όφθεις, ηγωνίσω  ανδικώς Νέστορ μακάριε, τή θεϊκή γάρ αρωγή, τόν Λυαίον  καθελών,  ώς  άμωμον  ιερείον, σφαγιασθείς προσηνέχθης, τώ  Αθλοθέτη  καί  Θεώ ημών».

Στην συνέχεια, ο Μαξιμιανός όταν πληροφορήθηκε  ότι ο  Νέστορας ήταν  μαθητής του Δημητρίου  διέταξε να τον φέρουν μπροστά του τον Δημήτριο για να αποκηρύξει την πίστη του.  Κατηγορήθηκε ο φυλακισμένος Δημήτριος ότι εκείνος ήταν ο αίτιος του θανάτου του Λυαίου. Ο θυμός και η οργή του  αυτοκράτορα ήταν τόσο μεγάλη με  αποτέλεσμα να διατάξει την θανάτωση του Δημητρίου με λογχισμούς στην φυλακή που ήταν δέσμιος. Οι στρατιώτες έσπευσαν να  εκτελέσουν την διαταγή του και να σκοτώσουν τον γενναίο μάρτυρα του  Χριστού. Ο Δημήτριος όταν τους είδε να  πλησιάζουν στο κελί του, κατάλαβε και  ελπίζοντας ότι θα λογχευθεί όπως ο Κύριος  Ιησούς  Χριστός, σήκωσε ψηλά το χέρι του  για να δεχθεί στο πλευρό του τα απανωτά  πλήγματα από τα δόρατα των στρατιωτών.  Έτσι σε ηλικία 25 ετών, το έτος 305  ετελειώθη   ο  πανένδοξος μεγαλομάρτυρας Άγιος  Δημήτριος, « Τό          μέγα τής  Οικουμένης θαύμα,  τής  Εκκλησίας  τώ οράισμα»,  λαμβάνοντας το στεφάνι του μαρτυρίου.

Ο συναξαριστής του Αγίου Δημητρίου   αναφέρει πως όταν οι στρατιώτες λόγχιζαν  την πλευρά του Αγίου, ένας υπηρέτης του, ο  Λούπος, που βρισκόταν εκεί «έβαλε πάνω  στην ιερή επωμίδα του Αγίου όσο από το  μαρτυρικό αίμα μπόρεσε», ενώ ράντισε με  αυτό   το  χώμα και πήρε μαζί του και το  δαχτυλίδι του Αγίου.  Αργότερα, χάρη σε  αυτά τα δύο, επιτελούσε πολλά και διάφορα  θαύματα, ώσπου στο τέλος, όταν το έμαθε ο  Μαξιμιανός, διέταξε να τον αποκεφαλίσουν  και αυτόν. Η  Αγία μνήμη του  όρισε η  Ορθόδοξος Εκκλησία να τιμάται στις 26  Οκτωβρίου μαζί με του Αγίου Δημητρίου.

 Οι συγγραφείς εγκωμίων του Αγίου  Δημητρίου, Ευστάθιος Θεσσαλονίκης,  Γρηγόριος ο Παλαμάς και Δημήτριος  Χρυσολωράς, αναφέρουν ότι οι Χριστιανοί  έθαψαν στον τόπο του μαρτυρίου το  «θεοειδέστατον   και   λαμπρότατον», αγνό και τίμιο σώμα του Αγίου Δημητρίου, που  κειτόταν πορφυρομένο από τα αίματα  στο  δάπεδο της φυλακής. Ο πρώτος τάφος του  Αγίου ήταν ένα βαθύ πηγάδι μέσα στο οποίο  έριξαν οι μαθητές του Αγίου το σώμα του  μετά τον λογχισμό του, για να μην το  εξαφανίσουν οι ειδωλολάτρες. Αυτό το  πηγάδι βρίσκεται σήμερα μπροστά στον  αριστερό πεσσό του Ιερού Βήματος, του  Ιερού Ναού του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης. Διαμορφώθηκε τότε  κατάλληλα με αργυρό και στην συνέχεια με  μαρμάρινο κιβώριο, από το οποίο συνεχώς  αναβλύζει αγίασμα. Σήμερα το αγίασμα αυτό  του Αγίου Δημητρίου διοχετεύεται σε ειδική  μαρμάρινη κρήνη που υπάρχει αριστερά του  φρέατος, για ευλογία και αγιασμό των  ευλαβών Χριστιανών προσκυνητών.

Όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο Χριστιανός  Αυτοκράτορας της Βυζαντινής  Αυτοκρατορίας άλλαξε τα μέχρι τότε  δεδομένα σχετικά με τους διωγμούς των Χριστιανών που εφάρμοζαν προκάτοχοί  του αυτοκράτορες  και σταμάτησε άπαξ διαπαντός τους διωγμούς των Χριστιανών με  το Διάταγμα των Μεδιολάνων του 313 μ. Χ.  όπου επιτρεπόταν σύμφωνα με αυτό  η ελεύθερη άσκηση της Χριστιανικής Λατρείας, ένας νέος ορίζοντας φαινόταν για την διάδοση του Χριστιανισμού στα πέρατα της Οικουμένης. Έτσι λοιπόν, μετά από αυτό,  οι  Θεσσαλονικείς,  έχτισαν πάνω στον τάφο του Μεγαλομάρτυρα  Αγίου Δημητρίου έναν μικρό τότε ιερό ναό  για να τιμούν την ιερά μνήμη του.

Επί αιώνες μέχρι και σήμερα ο ιερός ναός  του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης έγινε   πανορθόδοξο  και  πανχριστιανικό προσκύνημα. Ποταμός θαυμάτων στην ζωή των πιστών που επικαλούνται τον Άγιο  που προσκυνούν τα ιερά λείψανά του, τα οποία είναι φυλασσόμενα  εντός του ιερού ναού σε περίτεχνη λάρνακα προς Αγιασμό των πιστών και Δόξα Θεού. Αναρίθμητα καταγράφονται τα τάματα των πιστών Χριστιανών και τα θαύματα που επιτελεί ο Άγιος στις ζωές αυτών.  Κάθε πονεμένη ψυχή, δοκιμασμένη από την οδύνη της αρρώστιας και διαφόρων άλλων προβλημάτων, επικαλείται με θερμή και πίστη την μεσιτεία του προσκυνώντας τα χαριτόβρυτα τίμια λείψανά του. Η αγάπη του Θεού, κατά το «όσοι γάρ πνεύματι  Θεού  άγονται, ούτοι  εισίν  υιοί  Θεού»  (Ρωμ. 8,14). Έστειλε τον Άγιο Δημήτριο σε εμάς  τους θνητούς για να μας καθοδηγήσει σε τέρμα αγαθό. Ας φροντίσουμε κι εμείς  να αγωνιστούμε για την  απόκτηση και την  διατήρηση του ανεκτίμητου θησαυρού των αρετών στην ζωή μας και ας έχουμε πάντοτε στον νου μας ότι « Ο Θεός  αγάπη  εστί» (Α’ Ιω. 1,14).

Ο Μεγαλομάρτυρας και Μυροβλύτης Άγιος Δημήτριος αξιώνεται μεγάλης τιμής και  ευλάβειας σε όλο τον Χριστιανικό κόσμο.  Χριστιανοί από τα πέρατα  της  γης κατέκλυζαν και κατακλύζουν τον τάφο του  μάρτυρα και καθαγιάζουν τις ψυχές και τα  σώματά τους  από το Άγιο Μύρο που  ανέβλυζε  από την σορό του και που  εξακολουθεί να αναβλύζει ανά τους αιώνες  έως σήμερα. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς  γράφει χαρακτηριστικά ότι ο  ιερός ναός του Αγίου  Δημητρίου στην Θεσσαλονίκη γίνεται  «παράδεισος άλλος, ού   πηγήν  μύρων  εκτρέχουσα  τό  τής  γής  ποτίζει  άπαν  πρόσωπον  καί  τόν  κόσμον όλον ποταμιδόν  καταρδεύει», (παράδεισος του οποίου η  πηγή των μύρων που τρέχει και  ποτίζει όλο το   πρόσωπο της γης και σαν ποτάμι  καταρδεύει  όλον τον κόσμο). Ο Άγιος  Δημήτριος  κατέστησε τον εαυτό του σκεύος  ευωδιαστό  που ανέβλυζε την οσμή της ζωής  στους  γύρω του (Β’Κορ. 2,14.16).

Όταν οι  Χριστιανοί βρέθηκαν μπροστά στο  αγιασμένο νερό του πηγαδιού, μέσα στο  οποίο  ρίχτηκε το νεκρό σώμα του μάρτυρα,  αυθόρμητα συνδύασαν το μύρο του τάφου  με την ευωδία της αγνότητας και το είδαν ως  σύμβολο παρθενίας. Ο Άγιος  Νικόλαος   Καβάσιλας  γράφει χαρακτηριστικά για τον  Άγιο Δημήτριο ότι «το σώμα σου που  πληγώθηκε από χτυπήματα και τραύματα  τότε ανέβλυσε μύρο. Επειδή καθόλου δεν  του έλειπε η καθαρότητα και η αγνότητα και  η παρθενία, μετείχε και αυτό στην ευωδία   του πνεύματος. Το αίμα κατέστη το ίδιο   μύρο».  Όπως μας διδάσκει ο Απόστολος των  Εθνών, ο Απόστολος Παύλος, στην Β’ προς  Κορινθίους επιστολής του ότι «Ο  Χριστιανός  έχοντας   μέσα του τον  Χριστό,  με την  διδασκαλία  και τα μυστήρια, γίνεται  ευωδία   Χριστού» (Β’ Κορ. 2,15).

Ο Άγιος Δημήτριος, ενθουσιώδης Χριστιανός  και μιμητής  Χριστού άφησε μέγιστο  υπόδειγμα προσευχής, ομολογίας,  παρρησίας,  ηρωϊσμού,  αυτοθυσίας και θέας  της ουράνιας ζωής.  Με τον Νέστορα  πνευματικό του παιδί συνέτριψε στο στάδιο  την ειδωλολατρία, ανέδειξε την πνευματική  ελευθερία ως ύψιστο ανθρώπινο χρέος,  εξουδετέρωσε την βία και χάρισε νέα  νικητήρια  δεδομένα στο φρόνημα των  Χριστιανών για τον Χριστό και την Εκκλησία.  Οι πύλες της αιωνίου ζωής άνοιξαν για να  δεχθούν τους νέους μάρτυρες, τον  Μεγαλομάρτυρα Άγιο Δημήτριο,  τον  συναθλητή του Άγιο Νέστορα και τον  Άγιο  Λούπο.

Ο Λόγος του Χριστού είχε θριαμβεύσει, «Εί  εμέ  εδίωξαν  καί  υμάς   διώξουσι…. Αλλά  θαρσείτε  εγώ  νενίκηκα    τόν κόσμον»  (Ιω. 15,20 και 16,33). Ο   Μεγαλομάρτυρας Δημήτριος νίκησε τους διώκτες του, καταπάτησε  τον θάνατο, και  κέρδισε την αιωνιότητα κατά την διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου «Πιστός  ό  λόγος  εί   γάρ συναπεθάνομεν  (τώ  Χριστώ), καί  συζήσωμεν (Αυτώ).  Εί  υπομένομεν,  καί  συμβασιλεύσομεν,  εί αρνούμεθα,  κακείνος  αρνήσεται ημάς» (Β’ Τιμ. 2, 11).  Αρχή και  τέλος της ζωής μας ο Χριστός, ως Αιώνιος Λυτρωτής  και Σωτήρας.  Ο Άγιος Δημήτριος άκουσε και εφάρμοσε την προτροπή του ιδρυτού της Εκκλησίας του Χριστού στην Θεσσαλονίκη, του  Αποστόλου Παύλου  «Σύ   ούν , τέκνον μου, ενδυναμού  έν  τή  χάριτι    τή   έν   Χριστώ  Ιησού…. Σύ  ούν κακοπάθησον   ώς  καλός   στρατιώτης  Ιησού  Χριστού» (Β’ Τιμ. 2,1 και 3).  Αγωνιστής,  όσιος,   ομολογητής,  εμψυχωτής, ήρωας, μέγας,  μάρτυς μέχρι αίματος και θανάτου, ο  θαυματουργός,  μυροβλήτης  και  πολυφίλητος, της  Εκκλησίας το καύχημα, ο  Άγιος Δημήτριος.

Ημέρα χαράς και ευφροσύνης  η 26η  Οκτωβρίου, ημέρα συγκινήσεως και  δακρύων, ημέρα ελληνικής δόξας  και  μεγάλου τροπαίου , ημέρα τιμής ηρωϊκών  διακρίσεων, ημέρα μνήμης προς τους ήρωες προγόνους, ημέρα πίστεως και  ευγνωμοσύνης προς τον Άγιο Θεό.

Ο Άγιος Δημήτριος δεν εγκατέλειψε ποτέ την  αγαπημένη του πόλη την Θεσσαλονίκη, την  οποία διέσωζε με τις σωτήριες επεμβάσεις  του, εκδιώκοντας  τους επίδοξους  κατακτητές. Δίκαια λοιπόν οι υμνογράφοι,  εγκωμιαστές  και βιογράφοι – συναξαριστές   τον χαρακτηρίζουν  «αρχέτυπον  αρετής  και  φιλοπατρίας, σωσίπατριν,  υπέρμαχον,  φιλόπολιν,  πάτρωνα  και σωτήρα της  πόλεως», καθώς πολλοί άνθρωποι και  αρκετές φορές τον είδαν πάνω στα  κάστρα  της πόλεως ως απλό στρατιώτη  ή  ως  καβαλάρη πάνω στο κόκκινο άλογό του να  διατρέχει τα τείχη και να πολεμάει τους  εχθρούς, ή να περπατά πάνω στα  κύματα και  να καταποντίζει τα πλοία των εχθρών και  τέλος να περιτριγυρίζει στις γειτονιές προστατεύοντάς τες και να σταθμεύει  τροπαιούχος στον Ιερό Ναό του στη Θεσσαλονίκη. Γι ‘ αυτό η γενέτειρά του η Θεσσαλονίκη, του  αποδίδει ιδιαίτερη  τιμή  και τον έχει πολιούχο της.

Όπως χαρακτηριστικά μας πληροφορεί ο Μακαριστός  Παναγιώτατος Μητροπολίτης  Θεσσαλονίκης  κ.κ  Άνθιμος  Ρούσσας  σχετικά με τον Ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης  « Ο περίκλητος και πολύκλιτος αυτός ιστορικός ναός του Αγίου Δημητρίου του  Μυροβλήτου  πρωτοχτίστηκε   τον  4ο αιώνα  και αποτελεί πανχριστιανικό προσκύνημα των Ελλήνων και των  Χριστιανών της Οικουμένης, κρατώντας  άσβεστη την λαμπάδα της Ορθοδόξου πίστεώς μας.  Μας εναγκαλίζεται στοργικά, μας ανοίγει τις καρδιές μας πνευματικά, μας ανανεώνει αισθητικά με τον πλούτο των  προτύπων αρχιτεκτονικών στοιχείων του, μας μεταθέτει από της γης εις τα άνω με την πολυμορφία των οροφών και το άπλετο φως  των ακτίστων επιφανειών. Με τα άγια και  χαριτόβρυτα λείψανα του Αγίου Δημητρίου μας οδηγεί στη σκέψη του μαρτυρίου του Αγίου υποδεικνύοντάς μας την προσκυνηματική κάθοδο στην κρύπτη της  φυλακής και του μαρτυρίου του, αλλά και του πρώτου έπ’ ονόματί του Ιερού Ναού, κάτω ακριβώς από αυτό το Ιερό Βήμα».

Η κάρα του Αγίου Δημητρίου επέστρεψε πανηγυρικά και θριαμβευτικά στον Ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου την παραμονή της εορτής του στις 25 Οκτωβρίου του έτους  1978 και το υπόλοιπο τίμιο  λείψανό του το έτος 1980, έπειτα από 8 αιώνες κλοπής από τους Ιταλούς σταυροφόρους κατά την διάρκεια της κατοχής της  πόλης τα έτη  (1204-1223).

Η κλοπή έγινε γνωστή αιώνες αργότερα όταν κατά τις αναστηλωτικές εργασίες στον Ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου μετά την  καταστροφική πυρκαγιά της 5ης Αυγούστου του έτους 1917, διαπιστώθηκε ότι τα ιερά λείψανά του Μυροβλύτη Αγίου Δημητρίου ότι δεν βρισκόταν εκεί. Μόλις έγινε γνωστή η κλοπή του πολυτιμότατου αυτού πνευματικού θησαυρού και  αφού εντοπίστηκαν τα ιερά λείψανα του Αγίου ότι  βρισκόταν στην Ιταλία, από την βυζαντινολόγο κ. Μαρία Θεοχάρη, και  έπειτα από δύο μήνες, καθώς εκείνη την περίοδο είχε δοκιμαστεί η πόλη από τον ισχυρότατο καταστροφικό σεισμό της 20ης Ιουνίου του έτους 1978, ο τότε μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Παντελεήμων ο Β’ ο Χρυσοφάκης, με αρχιερατική  επιστολή του προς τον καθολικό επίσκοπο του Φάνο,  Constanzo   Micci , στον οποίο υπαγόταν εκκλησιαστικά  το Αββαείο του Σαν Λορέντζο ιν   Κάμπο, ζήτησε πίσω το Ιερό λείψανο του Μεγαλομάρτυρα Δημητρίου και εξουσιοδότησε τον τότε αρχιμανδρίτη και γενικό αρχιερατικό επίτροπο της Ιεράς  Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, (νύν μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας), κ. Παντελεήμων Καλπακίδη, να παραλάβει από την ιταλική κωμόπολη το Άγιο λείψανο και να το μεταφέρει στην Θεσσαλονίκη.

Όπως είχε παρατηρηθεί, όσους αιώνες βρισκόταν το Άγιο λείψανο του Αγίου Δημητρίου κλεμμένο στο Αββαείο του Σαν Λορέντζο ιν Κάμπο στην  Ανκόνα  δεν είχαν  βρεθεί μαρτυρίες μυρόβλυσης  του Αγίου. Εννέα χρόνια αργότερα από την   θριαμβευτική επιστροφή του Αγίου Δημητρίου του στο σπίτι του, στον Ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης, στις 26 Οκτωβρίου, ανήμερα της εορτής του, στις 10 το βράδυ ακριβώς, τα ιερά λείψανα του Μεγαλομάρτυρος  Αγίου Δημητρίου μυροβλησαν ξανά, όπως και όλες οι εικόνες του  Ιερού Ναού  και από τότε  μυροβλύζει θαυματουργικά μέχρι σήμερα για την ευλογία των πιστών και την Δόξα του  Θεού.     

Ας αποτελέσει ο Άγιος Δημήτριος ο Αθλοφόρος , αυτός ο άγρυπνος φρουρός της Ορθόδοξης πίστης πρότυπο προς  μίμηση και οδηγός στον δρόμο του αληθινού φωτός και ας είναι πηγή ελπίδας και αισιοδοξίας, πάντα παρών στην πιο θερμή γωνιά της ψυχής του κάθε πιστού, για να την αρδεύει και να την ζωογονεί.

«Ο  Θεός  ό ειπών  έκ  σκότους  φώς  λάμψαι  ώς  έλαμψεν  έν  ταίς  καρδίαις  ημών  προς  φωτισμόν τής γνώσεως τής  Δόξης  τού  Θεού έν προσώπω Ιησού  Χριστού» (Β’ Κορ. Δ’6).

Ό άσβεστος λύχνος επί την λυχνία να φωτίζει με τις αρετές του πάντες ημάς.

 Ο Θεός βοηθός και ο Άγιος Δημήτριος να είναι  πάντοτε σύμμαχος και προστάτης!

  «Θαυμαστός ό Θεός  έν τοίς αγίοις  Αυτού»!

«Τόν μέγαν οπλίτην  καί αθλητήν, τόν στεφανηφόρον, καί έν μάρτυσι θαυμαστόν, τόν λόγχη τρωθέντα πλευράν ως ό Δεσπότης, Δημήτριον τόν θείον ύμνοις τιμήσωμεν».