(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Ο μακάριος Σπυρίδων καταγόταν από φτωχή και άσημη οικογένεια. Ήταν εντελώς αγράμματος και τραχύς στους τρόπους, αλλά αυθόρμητος και ανεπιτήδευτος. Ένας «χωριάτης» για τους αριστοκράτες, ένας «αγροίκος» για τους μεγαλωμένους στα σαλόνια, ένας «μωρός» για τους σοφούς του κόσμου τούτου.
Κι όμως ο όσιος, ξεπέρασε σε αξία και τους σοφούς και τους ισχυρούς και τους ευγενείς, με την ανώτερη πνευματική του ζωή, με τα θεάρεστα έργα της αρετής του, με την ασκητική Βία, με το φόβο του Θεού, που είναι η αρχή και η πηγή της πραγματικής σοφίας.
Ο όσιος Σπυρίδων, ήρθε στη μονή των Σπηλαίων και άρχισε την τραχεία ασκητική του ζωή στα 1139. Ήταν ήδη σε ώριμη ηλικία, αλλά δεν ήξερε γράμματα, γι’ αυτό και δεν μπορούσε να μελετά τα ιερά βιβλία. Αυτό τον γέμιζε θλίψη. Προσευχήθηκε ολόκαρδα στον Κύριο να του δώσει φωτισμό και δύναμη για να μάθει ανάγνωση.
Πράγματι, με σκληρή προσπάθεια, σε πολύ λίγο χρόνο έμαθε να διαβάζει. Ήταν απερίγραπτη η χαρά του που μπορούσε πια να μελετά τα θεία λόγια του Κυρίου και τα θεόπνευστα έργα των αγίων. Έμαθε απ’ έξω ολόκληρο το Ψαλτήρι και το έλεγε μ’ ευλάβεια και ψυχική μέθεξη κάθε μέρα, την ώρα που εργαζόταν με υπομονή και επιμέλεια στα διακονήματα του μοναστηρίου.
Ηγούμενος τα χρόνια εκείνα, ήταν ένας μεγάλος νηστευτής και αγωνιστής ιερομόναχος, ο μακάριος Ποιμένας.
Βλέποντας την καθαρότητα, την ακακία, την ευσέβεια και τη φιλοπονία του υποτακτικού του Σπυρίδωνος, του ανέθεσε το ευλογημένο διακόνημα του προσφοράρη. Ο όσιος θα έφτιαχνε τα πρόσφορα για το μεγάλο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας και γι’ αυτό ήταν ολόχαρος και συγκινημένος βαθιά. Με ψαλμούς, με ύμνους, με ωδές πνευματικές και με την αδιάλειπτη ευχή του Ιησού, εκτελούσε τη θεοφιλή διακονία του ο δίκαιος Σπυρίδων: Έκοβε ξύλα, έκαιγε το φούρνο, κοσκίνιζε το αλεύρι, έπλαθε το ζυμάρι.
Κάποια μέρα, εκτελώντας τη συνήθη εργασία του, ο όσιος άναψε φωτιά στο φούρνο, για να ψήσει τα πρόσφορα που είχε ετοιμάσει. Ξαφνικά όμως μια σπίθα πήδησε μέσ’ από τις φλόγες και πετάχτηκε μέχρι το καλαμένιο ταβάνι, που άρπαξε αμέσως φωτιά. Αμέσως ο δούλος του Θεού έβγαλε το μανδύα του κι έκλεισε μ’ αυτόν βιαστικά το άνοιγμα του φούρνου.
Έπειτα έβγαλε και το τρίχινο πουκάμισό του, έδεσε τα μανίκια μεταξύ τους, έτρεξε στο κοντινό πηγάδι και το γέμισε νερό!
Επιστρέφοντας γοργά φώναξε:
– Αδελφοί! Βοήθεια! Φωτιά! Τρέξτε!
Έτρεξαν οι αδελφοί με κουβάδες, αλλά τι να δουν! Ο μανδύας, με τον οποίο ο όσιος είχε κλείσει τον αναμμένο φούρνο, ήταν εντελώς απείραχτος από τη φωτιά. Και το δεμένο πουκάμισο ήταν γεμάτο νερό, σαν ασκί στεγανό και δεν άφηνε ούτε μια σταγόνα να χυθεί!
Με το νερό εκείνο έσβησε ο μακάριος τη φωτιά, χωρίς να χρειαστεί τη βοήθεια των αδελφών. Κι αυτοί δόξασαν το Θεό, που η χάρη Του ολοφάνερα επισκίαζε και βοηθούσε τον πνευματοφόρο αδελφό τους.
Απόσπασμα από το βιβλίο, «Πατερικόν των Σπηλαίων του Κιέβου», έκδοση της Ιεράς Μονής Παρακλήτου.