Ο Άγιος Δημήτριος Γκαγκαστάθης, ο οποίος γεννήθηκε στις αρχές του εικοστού αιώνα στη Θεσσαλία συγκεκριμένα το 1902 στον Άγιο Δημήτριο Τρικάλων[1] και κοιμήθηκε το 1975, αποτελεί μία από τις σπουδαιότερες σύγχρονες μορφές της ορθόδοξης πνευματικότητας. Ο εκούσια φτωχός σε υλικά αγαθά, αλλά πλούσιος σε πνευματικά χαρίσματα, αποτελεί αναμφισβήτητα μια πνευματική οντότητα που επηρέασε τα μέγιστα με την πνευματική ακτινοβολία και το ποιμαντικό έργο του, τον εκκλησιαστικό και όχι μόνο, χώρο.

Μεγάλωσε σε ένα αγροτικό περιβάλλον, όπου η ζωή ήταν συνυφασμένη με τον μόχθο της γης αλλά και με την παραδοσιακή ευσέβεια της θεσσαλικής υπαίθρου. Από μικρή ηλικία έδειξε κλίση προς την πνευματική ζωή και διακρινόταν για την ευαισθησία του απέναντι στους συνανθρώπους του, την αγάπη προς την Εκκλησία και την αφοσίωση στην προσευχή. Η ανατροφή του, μέσα σε ένα πλαίσιο οικογενειακής αλληλεγγύης και τοπικής κοινοτικής συνοχής, καλλιέργησε τις βάσεις μιας προσωπικότητας που θα εξελισσόταν σε υπόδειγμα ιερέα και ποιμένα για ολόκληρη την περιοχή[2].
Αφού ολοκλήρωσε τη στοιχειώδη εκπαίδευση, στράφηκε σε αγροτικές εργασίες, όμως η εσωτερική του κλίση προς την ιερωσύνη υπήρχε έντονα μέσα του. Παρ΄ όλα αυτά όταν ο Δημήτριος Γκαγκαστάθης έφτασε στην ηλικία των 19 χρόνων, αποφάσισε την κατάταξη του στην Ελληνική Χωροφυλακή, μια επιλογή που αντανακλούσε την αίσθηση καθήκοντος και την πίστη στην προστασία της πατρίδας του.
Λόγω αυτής της επιλογής του βρέθηκε μετατιθέμενος στην Σμύρνη που σύντομα έμελλε να ζήσει όλα τα θλιβερά γεγονότα της Μικρασιατικής Καταστροφής, βιώνοντας από κοντά τον πόνο και την αναστάτωση που προκάλεσαν οι πολιτικές και στρατιωτικές αναταραχές της εποχής. Παρά τις δυσκολίες, κατάφερε να επιστρέψει σώος στον Πειραιά και να συνεχίσει να εργάζεται στην Θράκη και συγκεκριμένα στην πόλη της Κομοτηνής. Η αφοσίωσή του στην υπηρεσία και η ακεραιότητα που τον χαρακτήριζε έγιναν αμέσως αντιληπτές. Η αποχώρησή του από το δημόσιο το 1924, με εξαιρετική διαγωγή, υπογράμμισε τη συνέπεια και την ακεραιότητα που καθόρισαν την προσωπική και επαγγελματική του πορεία.
Στη συνέχεια, ο Δημήτριος επέλεξε να εισαχθεί στην Ιερατική Σχολή της Τρίπολης. Η απόφαση αυτή συνέπεσε χρονικά με τη δημιουργία της δικής του πολυμελούς οικογένειας, η οποία μετέπειτα επεκτάθηκε σημαντικά, απέκτησε εννιά κόρες, αποδεικνύοντας την ικανότητά του να συνδυάζει την πνευματική και οικογενειακή ζωή με τρόπο υποδειγματικό.
Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και ανέλαβε τη διακονία της ενορίας του Αγίου Δημητρίου. Από την πρώτη στιγμή, η παρουσία του στην ενορία έδωσε νέα πνοή, καθώς δεν περιορίστηκε σε τυπική τέλεση των ιερών ακολουθιών, αλλά ανέπτυξε έντονη ποιμαντική δράση. Μεριμνούσε για τους φτωχούς, στήριζε τους ασθενείς, ενίσχυε τις οικογένειες που δοκιμάζονταν από φτώχεια ή ασθένειες και φρόντιζε να καλλιεργείται στις καρδιές των ενοριτών του το ήθος της αγάπης και της αλληλεγγύης[3].
Η δράση του εντάσσεται σε ένα ιδιαίτερο ιστορικό πλαίσιο. Η Ελλάδα του Μεσοπολέμου και των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών βίωνε έντονες κοινωνικές και οικονομικές ανακατατάξεις. Η αγροτική ύπαιθρος βρισκόταν συχνά σε κατάσταση ανέχειας, ενώ οι τοπικές κοινωνίες χρειάζονταν πνευματικά στηρίγματα για να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες. Ο παπα-Δημήτρης, όπως τον αποκαλούσαν, έγινε τέτοιο στήριγμα: όχι μόνο με λόγια, αλλά με έργα. Η παρουσία του στο πλευρό κάθε ανθρώπου που υπέφερε έδωσε στο έργο του χαρακτήρα «ποιμένα κατά Χριστόν», ο οποίος θυσιάζεται για το ποίμνιό του[4].
Η ταπεινότητα και η απλότητα τον χαρακτήριζαν σε κάθε φάση της ζωής του· ο ίδιος αποκαλούσε τον εαυτό του «παπαδάκο», δείχνοντας την αίσθηση ταπεινότητας που τον διακατείχε. Έλαβε τον πρώτο βαθμό ιεροσύνης στα 29 του χρόνια και δύο μέρες αργότερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, γεγονός που υπογραμμίζει την αναγνώριση των ικανοτήτων του από την Εκκλησία.
Η περίοδος της Κατοχής[1] υπήρξε ιδιαίτερα κρίσιμη για τη ζωή του. Παρά την απειλή της ζωής του και την καταδίκη σε θάνατο επέλεξε να παραμείνει κοντά στο ποίμνιό του, προτιμώντας να βιώσει τον κίνδυνο και τον πόνο στη γενέτειρά του παρά να υπακούσει σε εντολές που θα τον απομάκρυναν από τους ανθρώπους που υπηρετούσε. Δε σκέφτηκε ούτε μία στιγμή να αποδεχτεί την πρόταση που του έγινε να διαφύγει στη Μέση Ανατολή όπου βρίσκονταν υπό το καθεστώς της εξορίας η Ελληνική Κυβέρνηση. Η στάση αυτή αποδεικνύει τη βαθιά πνευματική του προσήλωση και την πίστη του στην αρχή της αυτοθυσίας για το καλό των άλλων, στοιχεία που αναδεικνύουν την ηθική διάσταση του έργου του. Κατά τα χρόνια της Κατοχής, προστάτευε επανειλημμένα τους κατοίκους του χωριού του Πλατάνου[2], που ήταν εφημέριος και τους καθοδηγούσε καθημερινά, όχι με αυστηρότητα, αλλά με τον απλό και ταπεινό τρόπο του λόγου του, ενισχύοντας την πνευματική τους αντοχή. Τελικά απέφυγε τη σύλληψη, τους βασανισμούς και την εκτέλεση γεγονός για το οποίο ευχαριστούσε καθημερινά τον Θεό για την προστασία του.
[1] Σχετικά με την προσφορά του κλήρου στους δύσκολες αγώνες του Έθνους βλ. Γιουλέκα Κ., Η Εκκλησια στους αγώνες της Έθνους – Άγιοι, εθνομάρτυρες, ήρωες. Από την άλωση ως τις μέρες μας, εκδ. Νάμα, 2020, πρβλ., Καίλας Δημήτρης Ο Κλήρος στην αντίσταση, εκδ. Σύγχρονη εποχή, 1981.
[2] Είναι χαρακτηριστική η αγάπη και η αφοσίωση του καλού ποιμένα όπως αποδείχτηκε προς το ποίμνιο του, γεγονός που καταγράφεται έντονα και στο δοξαστικό του Μεγάλου Εσπερινού, «Ἀγγελικὸν βίον ἀρτίως ἐπιδειξάμενος ἱερουργὸς θειότατος τοῦ Πλατάνου καὶ τῶν Ἀρχαγγέλων ἱκέτης θερμότατος χρηματίσας ἄνθρωπος οὐράνιος ἀπεφάνθης, Δημήτριε πάντιμε· σὺ γὰρ σκύβαλον κόσμου σεαυτὸν λογιζόμενος καὶ σκύβαλα πάντα τὰ γεώδη ἡγούμενος σύνοικον τὴν ἀρετὴν ἐκτήσω καὶ τὸν τῆς θεώσεως δρόμος καλῶς ἐτέλεσας, πρεσβῦτα θεοδόξαστε· Θεάμων οὖν πέλων τῆς δόξης τοῦ Παβασιλέως Χριστοῦ ὡς ὅσιος κεκεκοσμημένος θεωρίᾳ καὶ πράξει, μὴ παύσῃ πρεσβεύων ὑπὲρ τῶν πίστει καὶ πόθῳ τελοῦντων, θεόληπτε πάτερ, τὴν ἀεισέβαστον μνήμην σου. (Ἦχος πλ. β΄).
[1] Μηλίτση Γ., Παπαδημήτρης Γκαγκαστάθης. Ο όσιος και άγιος Λευίτης του Πλατάνου τρικάλων, https://enromiosini.gr/arthrografia/25papa-dimitris-gkagkastathis/ ανακτήθηκε στις 29 Ιανουαρίου 2025.
[2] Βασιλόπουλου Χρ., Σύγχρονοι άγιοι και όσιοι της Εκκλησίας μας, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Αθήνα 1997.
[3]Συλλογικό ΠΑΠΑ-ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΑΓΚΑΣΤΑΘΗΣ (1902-1975) Εφημέριος Πλατάνου Τρικάλων, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 205.
[4] Μαντζαρίδη Γ., Χριστιανική Ηθική, εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2004.