(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Λόγος ΜΔ’
Στη νέα Κυριακή
4. Και αυτό δε δεν το έκανε από την αρχή ούτε οργανικό, ούτε ηλιακόν, όπως λέω εγώ, αλλά το έκανε ασώματο και ανεξάρτητο από τον ήλιο εν συνεχεία δε το παραχώρησε στον ήλιο, για να πλημμυρίζει από φως ολόκληρο τον κόσμο. Επειδή δε στα άλλα δημιουργήματα, αφού δημιούργησε κατά πρώτον την ύλη, της έδωσε κατόπιν μορφή και χορήγησε στο καθένα την θέση και το σχήμα και το μέγεθος του, εδώ, για να θαυματουργήσει ακόμη περισσότερο, δημιούργησε την μορφή πριν από την ύλη (διότι το φως αποτελεί την μορφή του ηλίου) και κατόπιν προσθέτει την ύλη και δημιουργεί τον οφθαλμό της ημέρας, αυτόν δηλαδή τον ήλιο.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο έχουμε την αρίθμηση της πρώτης και της δεύτερης και της τρίτης ημέρας, καθώς και των επομένων μέχρι της εβδόμης, κατά την οποία σταμάτησε το έργο του, στις οποίας κατανέμονται τα δημιουργήματα, τα οποία ταξινομούνται κατά μυστική αλληλουχία και δεν εμφανίζονται όλα μαζί, όπως θα ήταν δυνατόν στον παντοδύναμο Λόγο, του οποίου και η απλή σκέψη ή ο απλός λόγος γίνονται πράγματα χειροπιαστά.
Εάν δε ο άνθρωπος εμφανίσθηκε τελευταίος, και μάλιστα τιμημένος από το χέρι και την εικόνα του Θεού, δεν είναι καθόλου αξιοπερίεργο. Διότι έπρεπε, καθώς ήταν βασιλιάς, να δημιουργηθεί προηγουμένως το βασίλειο του, και κατόπιν να τοποθετηθεί σ’ αυτό ο βασιλιάς, ο οποίος θα υπηρετείται από τα πάντα. Εάν μεν λοιπόν είχαμε παραμείνει εκείνο το οποίο είμαστε και είχαμε τηρήσει την εντολή, θα είχαμε γίνει εκείνο το οποίο δεν είμαστε και θα είχαμε γευθεί τον καρπό του ξύλου της ζωής, μετά το ξύλο της γνώσεως. Τι θα είχαμε γίνει δε; Θα είχαμε γίνει αθάνατοι και θα είχαμε πλησιάσει τον Θεό.
Επειδή δε εξ αιτίας του φθόνου του διαβόλου ήλθε ο θάνατος στον κόσμο και υπέκλεψε με την απάτη τον άνθρωπο, για τον λόγο αυτόν υπομένει ο Θεός το πάθος μας με το να γίνει άνθρωπος και γίνεται πτωχός με το να ενωθεί με την σάρκα, για να πλουτίσουμε εμείς από την πτώχευση του. Από εκεί προήλθε ο θάνατος και η ταφή και η ανάσταση του. Από εκεί και η νέα δημιουργία και η εορτή μετά την εορτή. Πάλι δε εγώ θα πανηγυρίσω εγκαινιάζοντας τη σωτηρία μου.
5. Τι λέει λοιπόν; Δεν ήταν η πρώτη Κυριακή, εκείνη η οποία ήλθε μετά την ιερή νύχτα και την λαμπαδηφορία, το εγκαίνιο; Αλλά το αποδίδεις αυτό στην σημερινή ω άνθρωπε φίλε των εορτών και επινοητή πολλών φαιδρών πραγμάτων; Εκείνο ήταν η σωτήρια ημέρα, ενώ αυτή εδώ είναι το γενέθλιο της σωτηρίας. Και εκείνη μεν είναι το τελευταίο σύνορο της ταφής και της αναστάσεως, αυτή δε ανήκει καθαρά στην δεύτερη δημιουργία, σε τρόπο ώστε, όπως η πρώτη δημιουργία αρχίζει από την Κυριακή (είναι δε αυτό φανερό επειδή το Σάββατο, το οποίο αποτελεί το σταμάτημα των έργων, είναι η εβδόμη ημέρα μετά απ’ αυτήν), έτσι και η δεύτερη να αρχίσει πάλι από την ίδια ημέρα, επειδή είναι η πρώτη μετά από αυτήν και η ογδόη όταν υπολογίσουμε και τις προηγούμενες*, πιο υψηλή από την υψηλή και πιο θαυμάσια από την θαυμάσια, επειδή οδηγεί στην ουράνια κατάσταση.
Αυτήν νομίζω ότι υπαινίσσεται και ο ιερός Σολομών όταν νομοθετεί να δίνεται μερίδα στους επτά, στον βίο αυτό δηλαδή, και στους οκτώ, στον μέλλοντα δηλαδή, από την επίγεια ευμάρεια και από την ουράνια αποκατάσταση. Αλλά φαίνεται ότι και ο μέγας Δαβίδ σ’ αυτήν αφιερώνει τους ψαλμούς για την όγδοη, όπως αφιερώνει και σ’ αυτήν την ημέρα των εγκαινίων άλλο ψαλμό, τον οποίον ονομάζει εγκαινιασμό κάποιας οικίας, η οποία είμαστε εμείς, οι οποίοι έχουμε αξιωθεί και να ονομαζόμαστε και να γινόμαστε ναός του Θεού.
* Συνυπολογιζομένων των επτά Κυριακών της Μεγάλης Παρασκευής, η Κυριακή της Διακαινησίμου αριθμείται και αποτελεί την ογδόη.
Συνεχίζεται
Απόσπασμα από το βιβλίο, Γρηγορίου του Θεολόγου «Άπαντα τα έργα 5, Λόγοι Εορταστικοί – Ηθικολογικοί», των Πατερικών Εκδόσεων «Γρηγόριος ο Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 1997