(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Όταν ήταν στο Κουτλουμούσι [Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου Αγίου Όρους], συνέβη και ένα γεγονός θαυμαστό. Πρόκειται για το περιστατικό με την πτώση του από μια συκιά, τότε που έσπασε το πόδι του και τον θεράπευσαν θαυματουργικά οι Άγιοι Ανάργυροι.
Το αφηγήθηκε ο Γέροντας αρκετές φορές σε συντροφιές και κάποτε ένας από τους παρευρισκομένους το ηχογράφησε, ενώ το 2001 είπε ότι συνέβη στα 1937.
Το παραθέτουμε αυτούσιο με τον γλαφυρό τρόπο της αφήγησης που είχε και για το αντικειμενικό του πράγματος, αλλά και για το γενικότερο ενδιαφέρον που παρουσιάζει:
«Την Κατοχή πέρα, στο Άγιον Όρος, είχαμε Γερμανούς. Κάτσανε εκεί πέρα δυο χρόνια. Κάτω από το Μοναστήρι, 300 μέτρα και ακόμα λίγο, είχε ένα περιβόλι όλο συκιές. Ήλθε ο Αύγουστος. Μια μέρα, τι μου λέει ο λογισμός μου; Μεσημέρι ήταν. Αυτές τις ώρες δεν βγαίνουν οι καλόγεροι, γιατί 4 η ώρα το απόγευμα μπορεί να ‘ναι και Εσπερινός. Έχουνε προγράμματα ωραία. Με ξεγελάει εμένα, που λες, και ούτε άδεια να πάρω από τον ηγούμενο ούτε τίποτα, πάω να μαζέψω σύκα.
»Φεύγω το μεσημέρι πρός το περιβόλι. Εκεί που γύριζα μέσα, ψάχνω από εδώ, ψάχνω από εκεί, βλέπω μια συκιά, που είχε κάτι σύκα τόσα. Όχι ότι ήταν τόσο χοντρά, αλλά το ‘φερε ο σατανάς για ν’ ανέβω επάνω να μαζέψω σύκα και να με τσακίσει. Ανεβαίνω πάνω στη συκιά, μπορούσα να το κάνω, κάνω να πιάσω ένα κλαδί, σπάει το κλαδί και πέφτω από κάτω. Ήταν ένα ντουβάρι τόσο ψηλά και πίσω απ’ το ντουβάρι αυτό ήταν φυτρωμένη η συκιά. Πέφτω απάνω στο ντουβάρι και σπάζω το πόδι εδώ, στο μηρό, στή μέση, και κόπηκε στα δυο. Βάζω τίς φωνές εγώ και κλαίω. Φωνές!
Πού ν’ ακούσουν! Ώρα μεσημέρι, κοιμόνταν οι καλόγεροι. Είχε σπάσει το κόκαλο και γύρισε το πόδι πρός τα πέρα, γύρισε πίσω. Είχα έναν πόνο φοβερό. Φώναζα, έκλαιγα…
»Κατά καλή μου τύχη είχε τό Μοναστήρι έναν αγροφύλακα, που ήταν πιο κάτω, στη Σκήτη την Κουτλουμουσιανή [Σκήτη Αγίου Παντελεήμονος], ένα χιλιόμετρο, κι αυτός ανέβαινε απ’ τή Σκήτη στο Μοναστήρι. Ήταν φύλακας του Μοναστηριού, αγροφύλακας. Λοιπόν, ακούει τη φωνή μου, με γνώρισε, και απ’ τον δρόμο ήταν 100 μέτρα να κατέβει εκεί κάτω. Λέει: “Αυτή η φωνή είναι γνωστή. Τι γίνεται, γιατί φωνά ζει”; Έρχεται και με βρίσκει ξάπλα μέσα στ’ αγκάθια. Γιατί έπεσα από τό κλαδί και χτύπησα πάνω στην πέτρα -στο ντουβάρι, που ήταν εκεί – και μετά έπεσα κάτω. Το πόδι ήταν γυρισμένο πίσω. Το τραβάει κι ήλθε πρός τα μπροστά.
«Και τι έγινε, που λες; Επήγε στο Μοναστήρι και τό αναφέρει στον ηγούμενο. Αυτό κι αυτό: “Ο Χαρίτος”, Χαρίτων ήταν τ’ όνομά μου, “έπεσε κι έσπασε το πόδι και να πάτε να τον πάρετε”. Και ξυπνάει ο ηγούμενος, ήτανε 5 η ώρα περίπου, και ειδοποιεί 4 καλογέρια γερά και παίρνουν ένα ράντζο… μια πόρτα ξύλινη! Και τη φέρανε κάτω την πόρτα, με βάζουν στο φορείο αυτό και με πάνε πάνω, στο Μοναστήρι. Το πόδι σπασμένο.
«Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε γιατρός στο Άγιον Όρος ούτε φάρμακα. Ήτανε Κατοχή. Δεν έβρισκες τίποτα από τέτοια πράγματα, ερημιά τα πάντα. Λοιπόν, ευτυχώς, εκεί στη Σκήτη την Κουτλουμουσιανή ήταν ένας, Θεός σχωρέσ’ τονε, αυτός ήξερε από γόνατα σπασμένα και τα έφτιαχνε. Και πήγε ένας καλόγερος, τον φώναξε να ‘ρθει στο Μοναστήρι, με πήγανε δε στο νοσοκομείο του Μοναστηριού. Έχει μια πτέρυγα πίσω, όπου ήταν το νοσοκομείο, και μπροστά ήταν το εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων. Φώναζα, τσίριζα εγώ, γιατί πονούσα πάρα πολύ, και κάθισα όλο το απόγευμα και το βράδυ.
«Κατά τις 12 τη νύχτα, τι γίνεται, λέτε; Είδα να κατεβαίνουν από τον τρούλο ζωντανοί οι Άγιοι Ανάργυροι, Κοσμάς και Δαμιανός, να έρχονται, κι έλαμψε ο τόπος. “Ε, τον κακομοίρη” λέει ο Άγιος Δαμιανός, “πώς το ‘κανε το πόδι”! Λοιπόν, έρχεται μπροστά στην κεφαλή ο Άγιος Κοσμάς και λέει στον Άγιο Δαμιανό: “Πήγαινε εκεί, στο πόδι, και πιάσ’ το με τα χέρια και τράβα το πρός τα έξω”. Γιατί είχε στραβώσει, το είχε καταπλακώσει με το άλλο πόδι. Και πάει ο Άγιος και τραβάει το πόδι στα ίσια. Έναν πόνο… δεν λέγεται.
«Εκείνο το τράβηγμα πο ‘κανε, εκόλλησε το πόδι. Νά δείτε το θαύμα των Αγίων Αναργύρων! Μεταξύ τους μιλούσαν, αλλά δεν καταλάβαινα. “Ήλθαμε να σε βοηθήσουμε” λέει ο Άγιος Κοσμάς, “μη φοβάσαι, θα περάσει”. Και τι γίνεται; Με το τράβα πού έκανε πέρα, εκόλλησε το πόδι. Τα κόκαλα, τα κρέατα, όλο το γύρω-γύρω, δεν εφαίνονταν τίποτα.
»Εγώ, μόλις έγινε αυτό, σταμάτησε ο πόνος και σηκώνομαι αμέσως απάνω και χόρευα και τραγουδούσα κι έψελνα, έκανα, ούτε καταλάβαινα εκείνη την ώρα. Σηκωθήκανε οι καλόγεροι στο πόδι. “Θα τρελάθηκε απ’ τους πόνους ο καλόγερος, ο Χαρίτων. Τέτοια ώρα να τραγουδάει και να ψάλλει»! Έρχονται, λοιπόν, στο νοσοκομείο. “Μνήσθητί μου, Κύριε»! λένε. Κι ήτανε η ώρα μια μετά τα μεσάνυχτα. Λένε: “Τι σηκώθηκες; Κάτσε κάτω, θα σπάσεις και τ’ άλλο πόδι”! “Για κοιτάξτε να ιδείτε” λέω. Μπροστά ήτανε το παρεκκλήσιο των Αγίων Αναργύρων. “Αυτοί οι δυο, που είναι μέσα στον θρόνο τους εκεί, ήλθανε πριν από ώρα, ο ένας στο κεφάλι και ο άλλος στα πόδια, τραβήξανε το πόδι και το φτιάξαν και τώρα δεν υπάρχει τίποτα”. Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκαν οι καλόγεροι και το πρωί κάναν λειτουργία. Πήγα στη λειτουργία κι εγώ. Τρεις μέρες κάνανε λειτουργίες.
»Από εκεί κάθισα δυο-τρεις μέρες στο νοσοκομείο, για να σιάξει, να μην πονάει κιόλας λιγάκι, και μετά έφυγα, πήγα στο κελί μου, που λες. Κι ήλθαν όλοι οι καλόγεροι, ο ηγούμενος, κι είδανε τό θαύμα αυτό, φανερό πλέον. Δεν ήταν κρυφό. Κι ύστερα είχα γνωστούς από τις Καρυές μέσα, μάθανε πώς έγινε κι έρχονταν οι καλόγεροι. Αυτό εδώ τό θαύμα είναι γραμμένο στα Πρακτικά της Μονής – την τάδε ημερομηνία έγινε».
Από το βιβλίο της Ι. Μ. Δαδίου Παναγία η Γαυριώτισσα, «Γέρων Αμβρόσιος Λάζαρης, Ο πνευματικός της Μονής Δαδίου, Ο επιστήθιος φίλος του αγίου Πορφυρίου», των εκδόσεων Άθως. Κείμενα Μιχάλης Λεβέντης.