(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Αι περίοδοι του Αγίου Αποστόλου και Ευαγγελιστού, Ηγαπημένου Ιωάννου του Θεολόγου, συγγραφείσαι παρά του μαθητού αυτού Αγίου Προχόρου ενός εκ των επτά Διακόνων.
Συνέχεια από εδώ: https://www.pemptousia.gr/2025/10/i-afixi-ton-apostolon-ioanni-kai-prochorou-stin-efeso/
Εις δε το λουτρόν εκείνο υπήρχε μία τοιαύτη διαβολική ενέργεια αφ’ ότου εκτίζετο αυτό· εμεθοδεύθη ο σατανάς και ενέβαλεν εις τους πεπλανημένους εκείνους ειδωλολάτρας, όταν κτίζωσι λουτρόν και ανοίγωσι τα θεμέλια, να θάπτωσι μέσα εις αυτά, σκεπάζοντες δια των λίθων, ένα νέον ή μίαν νέαν δέκα πέντε έως δεκαέξι ετών, δια να κάμνῃ δήθεν ήχον καλόν και να φαίνηται ευχάριστον το λουτρόν. Και εις τούτο λοιπόν το λουτρόν είχε γίνει μία τοιαύτη μιαιφονία [έγινε μίανση του τόπου με φόνο] και αθωοφονία [φόνο αθώου πλάσματος] και εκ της αιτίας ταύτης έλαβεν αφορμήν ο σατανάς και κατῴκησεν εις το λουτρόν εκείνο εις δαίμων πάντοτε, ο οποίος τρεις φοράς τον χρόνον, εκ των εκεί εισερχομένων, έπνιγεν εις το ύδωρ ένα νέον ή μίαν νεάνιδα.
Ο Διοσκορίδης λοιπόν, ο κύριος του λουτρού, είχε σημειώσει εγγράφως τας ημέρας εκείνας όπου ενήργει ταύτα ο δαίμων· διότι επειδή είχεν υιόν ωραιότατον έως ετών δέκα οκτώ, παρετήρει τας ημέρας εκείνας κατά τας οποίας ενηργείτο η επιβουλή αύτη του δαίμονος, και δεν άφηνεν αυτόν κατ’ αυτάς ίνα εισέλθῃ εις το λουτρόν, αλλά εις άλλας ημέρας μόνος ούτος ελούετο, και δια τον φόβον του δαίμονος και δια τον φθόνον των ανθρώπων.
Αφού λοιπόν εποιήσαμεν ημείς εις την υπηρεσίαν του λουτρού τρεις μήνας, έτυχε μίαν ημέραν να εισέλθῃ ο υιός του Διοσκορίδου μόνος εις το λουτρόν· εισήλθον δε και εγώ μετ’ αυτού έχων εις χείρας το σκεύος της υπηρεσίας μου· εισήλθον δε μετ’ εμέ και οι υπηρέται αυτού.
Ο ακάθαρτος λοιπόν δαίμων ορμήσας απέπνιξε τον νέον, τον του Διοσκορίδου υιόν· και τούτο ιδόντες οι υπηρέται, κλαίοντες και κοπτόμενοι, εξελθόντες ανέφερον αυτό εις την Ρωμάναν· ακούσασα δε τούτο εκείνη, έρριψεν εις την γην το διάδημα της κεφαλής της, και λαβούσα δια των χειρών τας τρίχας της κεφαλής της, μετά πολλού κλαυθμού και πικροτάτου οδυρμού ήρχισε να λέγῃ· «Αλλοίμονον εις εμέ! τί να απολογηθώ εις τον κύριόν μου Διοσκορίδην; αλλά και αυτός μόλις ακούσῃ περί τούτου, αμέσως θα αποθάνῃ από την λύπην του· διότι μονογενής υιός του υπήρχεν ο κύριός μου Δόμνος (τούτο ήτο το όνομα του νέου). Μεγάλη Άρτεμις των Εφεσίων, βοήθησον ημάς· δείξον την δύναμίν σου και ανάστησον τον αποθανόντα νεανίσκον. Γνωρίζομεν πάντες οι κατοικούντες την Έφεσον ότι δια σου κυβερνώνται τα πάντα, και ότι δια σου δυνάμεις και σημεία μεγάλα γίνονται. Ανάστησον λοιπόν και τον δούλον σου Δόμνον, και παρουσίασον αυτόν ζώντα εις τον πατέρα αυτού».
Ταύτα και τα τούτων όμοια και περισσότερα λέγουσα η Ρωμάνα, εξέσχιζε τας χείρας και τας σάρκας αυτής εκριζώνουσα και τας τρίχας της κεφαλής της· και ήτο κλαίουσα και κοπτομένη από της τρίτης έως της ενάτης ώρας. Συνήχθη δε και λαός πολύς· και άλλοι μεν ελυπούντο δια τον θάνατον του νεανίσκου Δόμνου, άλλοι δε εθαύμαζον δια το πολύ πένθος της Ρωμάνας.
β’. Ανάστασις του Δόμνου και μετάνοια της Ρωμάνας.
Ελθών ο Ιωάννης από του έργου αυτού προς με, ηρώτα δια ποίαν αιτίαν κλαίει τόσον πικρώς η Ρωμάνα. Πριν δε προφθάσω εγώ να απαντήσω, ιδούσα ημάς ομιλούντας προς αλλήλους αύτη δραμούσα ήρπασε τον Ιωάννην και κρατούσα έλεγε προς αυτόν· «Μάγε, ανεκαλύφθησαν αι μαγείαι σου, διότι από την ημέραν όπου ήλθες εις την υπηρεσίαν μου μας εγκατέλειψεν η θεά ημών Άρτεμις· όθεν ή ανάστησον τον υιόν του κυρίου μου ή αυτήν την ώραν θα χωρίσω την ψυχήν από του σώματός σου».
Λέγει προς αυτήν ο Ιωάννης· «Ειπέ εις εμέ, τί είναι εκείνο το οποίον έφερεν εις σε τούτο το μέγα πένθος»· η δε Ρωμάνα από θυμόν μέγαν και οργήν κινουμένη, απλώσασα την χείρα αυτής, ερράπισε τον Ιωάννην ειπούσα προς αυτόν· «Δούλε πονηρέ· πάντες οι κατοικούντες την Έφεσον έμαθον το γενόμενον, και συ ήλθες δια να με περιπαίξῃς χαίρων και λέγων ότι δεν γνωρίζεις το γενόμενον εις εμέ δεινόν; δεν γνωρίζεις ότι ο υιός του κυρίου μου Διοσκορίδου απέθανε μέσα εις το λουτρόν;»
Ακούσας δε ο Ιωάννης και περιχαρής γενόμενος, υπεχώρησεν ολίγον· και εισελθών εις το λουτρόν προσηυχήθη· και δια της προσευχής του, αποδιώκει εκείθεν το ακάθαρτον πνεύμα και εισοικίζει [εισάγει] εις το σώμα την ψυχήν του νεανίσκου αναστήσας αυτόν· και λαβών τούτον εκ της χειρός, εξήλθε του λουτρού και λέγει προς την Ρωμάναν· «Λάβε τον υιόν του κυρίου σου».
Ιδούσα η Ρωμάνα το γεγονός τούτο της αναστάσεως του Δόμνου, εξέστη το πνεύμα αυτής και φόβος και τρόμος έλαβεν αυτήν· και δεν είχε πλέον εις τον νουν της τον θάνατον του Δόμνου, αλλ’ εις το σημείον το οποίον εποίησεν ο Ιωάννης, δια το οποίον εθαύμαζε και εξεπλήττετο, και ως να επληγώθη εις την καρδίαν, ούτως εκείτετο ως νεκρά και ακίνητος ωσεί λίθος επί δύο ώρας· ύστερον δε ελθούσα εις τον εαυτόν της, δεν ηδύνατο εκ της εντροπής να παρατηρήσῃ εις το πρόσωπον του Ιωάννου, προτιμώσα μάλλον τον θάνατόν της· διότι εσκέπτετο καθ’ εαυτήν λέγουσα· «Πώς να ατενίσω εις το πρόσωπον του ανθρώπου τούτου, προς τον οποίον τόσας πληγάς έδωσα, χωρίς να έχω καμμίαν αφορμήν; πού να κρύψω τον εαυτόν μου; είθε να ανοίξῃ η γη να με καταπίῃ! Ω θάνατε, σε επικαλούμαι· ελθέ και απάλλαξόν με εκ της εντροπής ταύτης!».
Βλέπων ο Ιωάννης το πρόσωπον της γυναικός μεταμορφωμένον και ότι πρόκειται αύτη να πέσῃ εις την γην, εκράτησεν αυτήν εκ της χειρός και εσφράγισεν εκ τρίτου δια του σημείου του Τιμίου και ζωοποιού Σταυρού, και ούτως έφερεν αυτήν εις την προτέραν κατάστασιν· πεσούσα δε αύτη εις τους πόδας του Ιωάννου και κλαίουσα πικρώς, είπεν εις αυτόν· «Παρακαλώ σε, πληροφόρησόν με ποίος είσαι· διότι καθώς βλέπω ή Θεός ή υιός Θεού». Είπε δε προς αυτήν ο Ιωάννης· «Ούτε Θεός είμαι, ούτε υιός Θεού· αλλ’ είμαι ο Ιωάννης ο μαθητής του Υιού του Θεού, ο οποίος ανέπεσα εις το στήθος αυτού και ήκουσα θεία μυστήρια· εάν λοιπόν πιστεύσῃς και συ εις αυτόν, θα γίνῃς δούλη του, καθώς και εγώ είμαι δούλος του». Ταύτα ακούσασα η Ρωμάνα, μετά μεγάλης εντροπής και φόβου πολλού είπε προς τον Ιωάννην· «Πρώτον, άνθρωπε του Θεού, συγχώρησον εις εμέ πάντα όσα σοι έπταισα εγώ η αθλία». Ο δε Ιωάννης είπε προς αυτήν· «Εάν πιστεύσῃς εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, πάντα τα αμαρτήματά σου θα συγχωρηθώσιν»· η δε γυνή λέγει προς αυτόν· «Πιστεύω, άνθρωπε του Θεού, εις όλα όσα ακούω εκ του στόματός σου».
Συνεχίζεται
Από τον «Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας», μήνας Σεπτέμβριος, τόμος 9ος.