Η αντιμετώπιση του θέματος της ευθανασίας από την Ορθόδοξη Εκκλησία

8 Απριλίου 2020

1) Οι θέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας για την ευθανασία.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως ήταν φυσικό, πήρε θέση σ’ αυτό το τόσο ευαίσθητο θέμα της ευθανασίας, καθώς πρόκειται για την αφαίρεση μιας ανθρώπινης ζωής. Σύμφωνα, λοιπόν, με την ορθόδοξη πίστη, αυτή είναι δώρο του Θεού και γι’ αυτό το λόγο πρέπει να της αποδίδεται η δέουσα εκτίμηση και σεβασμός. Ωστόσο, μολονότι η Ορθόδοξη Εκκλησία αρνείται την ευθανασία, δεν τάσσεται υπέρ της παράτασης της ζωής με κάθε τρόπο. (Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδας, 2007: 35-37).

Πολλές είναι οι περιπτώσεις στην παλιά και στη σύγχρονη εκκλησιαστική ιστορία, οι οποίες το αποδεικνύουν αυτό. Πρώτα από όλα, οι άγιοι Μάρτυρες ομολογούσαν με παρρησία την πίστη τους μπροστά στους ειδωλολάτρες ή στους μουσουλμάνους τυράννους, μολονότι γνώριζαν ότι η ομολογία αυτή θα τους οδηγούσε στο θάνατο. Ο άγιος Συμεών ο Θεοδόχος, όταν κράτησε στην αγκαλιά του τον Χριστό σε βρεφική ηλικία, θεώρησε ότι έχει ολοκληρωθεί η αποστολή του στη γη και γι’ αυτό είπε προς τον Θεό: «Νῦν ἀπολλύῃς τόν δοῦλόν Σου, Δέσποτα». Στα νεότερα χρόνια, έχουμε την περίπτωση του αγίου Παϊσίου του Αγιορείτη, ο οποίος αρνήθηκε να συνεχίσει τη θεραπεία του, «για να μπορέσει να φύγει προσευχόμενος», όπως είπε και ο ίδιος. Εκείνο που πρεσβεύει η Ορθόδοξη Εκκλησία σχετικά με το θέμα, είναι να μην καταφεύγει κανείς στην ευθανασία, αν πρώτα δεν έχουν εξαντληθεί όλες οι δυνατότητες για τη θεραπεία του ασθενούς.

Αναλυτικά, λοιπόν, οι θέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας για το θέμα της ευθανασίας είναι οι παρακάτω:

Α) Για την Εκκλησιαστική παράδοση, η ευθανασία αποτελεί παράβαση της εντολής «Οὐ φονεύσεις». Βεβαίως κανένας χριστιανός δεν έχει δικαίωμα να αδιαφορεί για τον πόνο του συνανθρώπου του, αντίθετα έχει ηθική υποχρέωση να προσπαθεί να τον ανακουφίσει, όσο αυτό είναι εφικτό. Όμως η αγάπη μας και το ενδιαφέρον μας προς τον πάσχοντα συνάνθρωπό μας σε καμιά περίπτωση δεν μεταφράζεται με τη μορφή της ευθανασίας, καθώς σύμφωνα με την εκκλησιαστική παράδοση, μια τέτοια αποτρόπαια πράξη σηματοδοτεί και τον θάνατο της αγάπης μας για τον πάσχοντα συνάνθρωπό μας. Η αγάπη μας πρέπει να εκδηλώνεται με συμμετοχή στον πόνο του άλλου και με συνεχείς προσπάθειες που θα στοχεύουν στη βελτίωση, αλλά και στη διατήρηση της ζωής του άλλου, όχι στην επίσπευση του θανάτου του. Εξάλλου, το καλύτερο παράδειγμα μας το δίνει ο ίδιος ο Χριστός, ο οποίος ευσπλαγχνίζεται και θεραπεύει τους νοσούντες. Συνεπώς, για την Εκκλησία, η επιθυμία του ασθενούς να απαλλαγεί από τους αβάσταχτους σωματικούς πόνους του, δεν αποτελεί κίνητρο, ώστε να θεωρηθεί ηθικά αποδεκτή η πράξη της αφαίρεσης της ζωής του, καθώς αυτή παραβιάζει τη θεϊκή εντολή «οὐ φονεύσεις». Άρα η ιατρική επιστήμη, εφαρμόζοντας την ευθανασία με διάφορους τρόπους που έχει επινοήσει, δεν καταπολεμά τον πόνο των ασθενών, αντίθετα φονεύει τον πάσχοντα. (Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδας, 2007: 35-37).

Β) Η ζωή είναι «θείο δώρο» και έτσι μόνο ο Δημιουργός – Θεός δικαιούται να αποφασίζει για το τέλος της. Ο γιατρός οφείλει να εξαντλεί επιστημονικά όλες του τις προσπάθειες στην ανακούφιση του πόνου και να στέκεται δίπλα στον ασθενή, προσφέροντας πάντοτε ελπίδα ζωής. Κανείς άνθρωπος δεν έχει το δικαίωμα να μπαίνει στη θέση του Δημιουργού – Θεού και να αποφασίζει για τη ζωή και το θάνατο κάποιου. Μόνο ο Θεός, ως ο δότης της ανθρώπινης ζωής δικαιούται να αποφασίζει για το τέλος της και για το αν αυτό θα είναι επώδυνο ή όχι, καθώς και το πότε αυτό θα επέλθει. Η αξία της ζωής είναι ανεκτίμητη και αναντικατάστατη. Για το λόγο αυτό ούτε τη δική του ζωή έχει δικαίωμα να αφαιρέσει κάποιος. Συνεπώς, η πράξη της ευθανασίας είτε με τη μορφή της «ενεργητικής» είτε της «παθητικής», αποτελεί για την Εκκλησία μια εγκληματική ενέργεια που ισοδυναμεί με φόνο και επομένως καταπατά την εντολή του Θεού που απαγορεύει το φόνο. Την άποψη αυτή, εκτός από την Ορθόδοξη, συμμερίζεται και η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. (Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδας, 2007: 35-37).

Γ) Η εκτέλεση της ευθανασίας ενδέχεται να υποκινείται από οικονομικά συμφέροντα. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγουμε, αν σκεφτούμε ότι λιγότερες είναι οι περιπτώσεις, όπου ο ασθενής είναι αυτός που επιθυμεί την εκτέλεση της ευθανασίας. Συνήθως το θέμα το ανακινούν και το προβάλλουν κυρίως οι συγγενείς του πάσχοντα και μάλιστα με φορτικό τρόπο, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται πολλές υποψίες και ερωτηματικά, ιδιαίτερα όταν κρύβονται από πίσω οικονομικά και κληρονομικά συμφέροντα. Τέλος, πρέπει να αναφέρουμε τα τεράστια οικονομικά οφέλη των ασφαλιστικών οργανισμών, οι οποίοι βαρύνονται με υπέρογκα χρηματικά ποσά για τη χρόνια νοσηλεία ενός ετοιμοθάνατου. Μπορούμε να αναφέρουμε χαρακτηριστικά ότι για τις τελευταίες ώρες ενός ασθενούς δαπανώνται περίπου το 20% των κονδυλίων στις χώρες – μέλη της Ε.Ε. και περίπου το ίδιο ποσοστό και στις Η.Π.Α. Εξάλλου, εκτός από το κόστος των νοσηλίων, ενδέχεται οι κληρονόμοι να έχουν να εισπράξουν ένα μεγάλο ποσόν σαν αποζημίωση, κάτι που επίσης επιβαρύνει τους ασφαλιστικούς οργανισμούς. Ακόμη, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε και την περίπτωση εμπορίας οργάνων του σώματος από την εκτέλεση ευθανασίας σε ασθενείς. (Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδας, 2007: 35-37).

Δ) Υπάρχουν περιπτώσεις, όπου ο ασθενής ζητά την ευθανασία δίχως να ελέγχει πλήρως τη συνείδησή του, αλλά όντας κυριευμένος από απελπισία και απόγνωση. Όπως και να’ χει, κάποιος που νιώθει έλεος και συμπόνια προς τον συνάνθρωπό του, οφείλει να μην αποδεχτεί το αίτημα του πάσχοντα για ευθανασία. Κι αυτό γιατί στις λίγες, αλλά όχι ανύπαρκτες περιπτώσεις που ο πόνος του ασθενή υποχωρήσει αισθητά ή εξαλειφθεί, ο ασθενής που μέχρι εκείνη τη στιγμή ζητούσε να του κάνουν ευθανασία, αλλάζει γνώμη και παρακαλεί να προσπαθήσουν να τον κρατήσουν στη ζωή. Αξίζει σ’ αυτό το σημείο να θυμηθούμε τη συγκλονιστική, πραγματικά, διήγηση στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη 5, 1-15 για τον άνθρωπο που κειτόταν παράλυτος στη δεξαμενή της Βηθεσδά για 38 ολόκληρα χρόνια. Όταν ο Χριστός τον ρωτάει «θέλεις να γίνει καλά;», αυτός δεν παραπονιέται για τη μακροχρόνια ασθένειά του, δεν ζητάει έναν ανώδυνο θάνατο για να πάψει να υποφέρει. Εκείνο που τον στεναχωρεί είναι ότι μένει εκεί αβοήθητος και μόνος. χωρίς κάποιον οδηγό και συμπαραστάτη. Όπως λέει ο ίδιος: «Δεν έχω άνθρωπο να με βάλει μέσα στην δεξαμενή, όταν αναταράζεται το νερό». Τη βοήθεια όμως που δεν βρέθηκε ένας άνθρωπος να του την προσφέρει επί 38 ολόκληρα χρόνια, έρχεται να του την δώσει με τον πιο δραστικό και αυθεντικό τρόπο Αυτός που έγινε άνθρωπος όχι μόνο για να αποκαλύψει ποιος είναι ο Θεός αλλά και για να δώσει ένα υπόδειγμα για το ποιος πρέπει να είναι ο πραγματικός άνθρωπος. Όλα τα παραπάνω πρέπει να τα λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους και οι συγγενείς του ασθενούς, διότι, σύμφωνα με την ορθόδοξη πίστη, υπάρχει μια συλλογικότητα στο θάνατο, δηλαδή υπεύθυνος για την πορεία της κατάστασής του δεν είναι μόνο ο ασθενής, αλλά και οι συγγενείς του. Έχουν κι αυτοί μερίδιο στην απόφαση για τα περαιτέρω και γι’ αυτό πρέπει να αποφασίζουν σύμφωνα με τα διδάγματα της ορθόδοξης πίστης. (Τσομπανίδης, 2018).

Αναμφίβολα, οι αποφάσεις των ασθενών για ευθανασία δεν μπορούν να χαρακτηριστούν «διαυγείς», καθώς λαμβάνονται υπό την πίεση έντονου σωματικού και ψυχικού άλγους. Ο βαριά άρρωστος που νιώθει το τέλος του να πλησιάζει, έχει συνήθως εύκολα μεταβαλλόμενη ψυχική διάθεση. Για τον λόγο αυτό, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει κανείς να δέχεται την εκτέλεση αποφάσεων για ευθανασία, πόσο μάλλον όταν αυτές οι αποφάσεις λαμβάνονται από ασθενείς, τη στιγμή που οι τελευταίοι βρίσκονται σε στιγμές έντονης αδυναμίας. (Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδας, 2007: 35-37).

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ