Άγιος Συμεών Νέος Θεολόγος, Ωφέλιμος διήγηση

8 Φεβρουαρίου 2022

Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου
ΛΟΓΟΣ ΚΒ’

Περί πίστεως. Επίσης διδασκαλία δι’ εκείνους, οι οποίοι λέγουν, ότι δεν είναι δυνατόν όσοι ζουν μέσα εις τας βιοτικάς μερίμνας να φθάσουν εις την τελειότητα των αρετών. Ακόμη εις την αρχήν μία ωφέλιμος διήγησις.

Αδελφοί και πατέρες, είναι αναγκαίον να διακηρύττωμεν εις όλους το έλεος του Θεού και να γνωστοποιούμεν εις τους πλησίον μας την ευσπλαγχνίαν και την ανέκφραστον αγαθότητα που δεικνύει εις ημάς. Εγώ, λοιπόν, καθώς βλέπετε, δεν ενήστευσα, δεν ηγρύπνησα, δεν εκοιμήθην κατά γης, «εταπεινώθην δε και έσωσέ με»! αμέσως ο Κύριος, όπως λέγει ο θείος Δαυίδ. Και διά να ομιλήσω με πολύ μεγαλυτέραν συντομίαν: «Μόνον επίστευσα» και «προσελάβετό με ο Κύριος».

Διότι ενώ είναι πολλά εκείνα που μας εμποδίζουν να αποκτήσωμεν την ταπείνωσιν, τίποτε αντιθέτως δεν μας εμποδίζει να εύρωμεν την πίστιν. Διότι αν το θελήσωμε πράγματι, η πίστις αμέσως δραστηριοποιείται, διότι αυτή είναι δώρον του Δεσπότου και φυσικόν προσόν, αν και αυτή υπόκειται εις το αυτεξούσιον της θελήσεως μας, αφού και αυτοί οι βάρβαροι και οι Σκύθαι πιστεύουν εις τους μεταξύ των λόγους.

Και δια να σας δείξω επάνω εις τα πράγματα την ενέργειαν της εμφύτου πίστεως, ακούσατέ με και θα σας διηγηθώ μίαν ιστορίαν προς επιβεβαίωσιν όσων έχουν λεχθή, την οποίαν ήκουσα από αψευδές στόμα.

Κάποιος ονόματι Γεώργιος, νέος την ηλικίαν, είκοσι περίπου ετών, κατοικών εις την Κωνσταντινούπολιν εις τους ιδικούς μας χρόνους, ωραίος κατά την όψιν και εντυπωσιακός κατά το παράστημα, την εξωτερικήν εμφάνισιν και το βάδισμα, συνεπεία των οποίων μερικοί -όσοι βλέπουν μόνον το εξωτερικόν περίβλημα και εσφαλμένως κρίνουν τα των άλλων- εσχημάτισαν κακάς αντιλήψεις περί αυτού, εγνωρίσθη με κάποιον άγιον μοναχόν, ο οποίος εμόναζεν εις κάποιο μοναστήρι της πόλεως.

Αυτός ο νέος ανέθεσεν εις τον μοναχόν την φροντίδα της ψυχής του, και έλαβεν από αυτόν μίαν σύντομον εντολήν, ώστε να είναι ευκολομνημόνευτος.

Ο νέος εζήτησεν από τον μοναχόν να του δώση εν βιβλίον, το οποίον να περιέχη τα του τρόπου ζωής των μοναχών και ιστορίας από την καθ’ ημέραν άσκησιν αυτών· Και ο γέρων του έδωσε το σύγγραμμα του μοναχού Μάρκου*, που πραγματεύεται περί του πνευματικού νόμου.

Αυτό, λοιπόν, ο νέος το επήρεν ωσάν να εστάλη από τον ίδιον τον Θεόν και ωσάν να επερίμενε να αποκομίση κάτι πολύ μεγάλο από αυτό, δι’ αυτό το εδιάβασεν ολόκληρον με λαχτάραν και προσοχήν. Και ενώ ωφελήθη από ολόκληρον το βιβλίον, δύναμαι να είπω, ότι τρία μόνον κεφάλαια έβαλε βαθειά εις την καρδίαν του.

Και το μεν εν το το αποτελούμενον από τας εξής λέξεις: «ζητών θεραπείαν, επιμέλησαι της συνειδήσεως και όσα λέγει ποίησον και θρήνου, ωφέλειαν»· το δε άλλο έλεγεν: «Ο προ της εργασίας των εντολών τας ενεργείας του Αγ. Πνεύματος επιζητών, όμοιός εστι δούλω αργυρωνήτω, ος άμα τω αγορασθήναι συν ταις ωναίς (παζαρεύματα) και ελευθερίαν αυτώ γραφήναι επιζητεί» και το τρίτον έλεγε: «Τυφλός εστι κράζων και λέγων ‘Υιέ Δαυίδ, ελέησόν με’, ο προσευχόμενος σωματικώς και μήπω έχων γνώσιν πνευματικην· ο ποτέ τυφλός αναβλέψας και ιδών τον Κύριον, ουκέτι υιόν Δαυίδ, αλλ’ Υιόν Θεού ομολογήσας, προσεκύνησε αυτώ».

Όταν, λοιπόν, ανέγνωσεν αυτά ο νέος εκείνος εθαύμασε και αφού εθαύμασε παρεδέχθη, ότι διά της φροντίδος της συνειδήσεώς του θα εύρη ωφέλειαν και διά της επιτελέσεως των εντολών θα γνωρίση την ενέργειαν του Αγίου Πνεύματος και με την βοήθειαν της χάριτός του θα αποκτήση το πνευματικόν του φως και θα ίδη τον Κύριον.

Αφού, λοιπόν, ηχμαλωτίσθη από την αγάπην και την επιθυμίαν να ανήκη εις τον Κύριον, ανεζήτει διά της ελπίδος το πραγματικόν κάλλος και όχι αυτό που φαίνεται. Και δεν έκαμε τίποτε άλλο, καθώς με διεβεβαίωσε παίρνοντας όρκον, παρά να πραγματοποιή κάθε βράδυ την μικράν εκείνην εντολήν που του έδωσεν ο άγιος εκείνος γέρων και τοιουτοτρόπως εκάθετο επί της κλίνης.

Επειδή όμως η συνείδησις έλεγεν εις αυτόν: «Κάνε οπωσδήποτε και άλλας μετανοίας και πρόσθεσε και άλλους ύμνους και λέγε περισσοτέρας φοράς το “Κύριε ελέησον”, διότι μπορείς», εις αυτήν συνεμορφούτο προθύμως και χωρίς καμμίαν εσωτερικήν αντίδρασιν, ωσάν αυτά να ελέγοντο υπό του ιδίου του Θεού, έτσι τα έπραττε όλα. Και από τότε ουδέποτε εκοιμήθη, επειδή τον ήλεγχεν η συνείδησις και του έλεγε: «Διατί δεν έπραξες αυτό;».

Επειδή ο νέος συνεμορφούτο σχολαστικώς με τας υποδείξεις της συνειδήσεώς του και εκείνη ημέρα με την ημέραν εζήτει όλο και νέα, εις ολίγας ημέρας η εσπερινή ακολουθία εμεγάλωσε πολύ. Επειδή την ημέραν είχε την ευθύνην των υποθέσεων του οίκου κάποιου άρχοντος και εις το παλάτι κάθε ημέραν επήγαινε, ασχολούμενος με όσα αφορούν εις την ζωήν, διά τούτο κανείς άνθρωπος δεν αντελήφθη τι ούτος έπραττε.

Διά τούτο κάθε βράδυ έτρεχον δάκρυα από τα μάτια του και επολλαπλασιάζοντο αι γονυκλισίαι και αι μετάνοιαί του· ιστάμενος δε με τα πόδια ηνωμένα και ακίνητα εδιάβαζε προσευχάς προς την Θεοτόκον με πόνους στεναγμούς και δάκρυα και, ωσάν ο Κύριος να ήτο παρών σωματικώς, τοιουτοτρόπως εγονάτιζε προσκυνητικώς εις τα άχραντα πόδια Του και ωσάν να ήτο τυφλός εζήτει από αυτόν να τον ελεήση· και να του χαρίση το ψυχικόν φως.

Καθώς δε κάθε βράδυ η προσευχή μεγάλωνε, εκράτει μέχρι τα μεσάνυκτα, χωρίς κατά την διάρκειαν της προσευχής να χαλαρούται ή να τεμπελιάζη ή κάποιο μέλος του σώματός του να κινήται το παράπαν [καθόλου] ούτε και αυτά τα μάτια και το βλέμμα να περιστρέφεται, αλλ’ εστέκετο, εντελώς ακίνητος ωσάν στήλη ή ωσάν να μη είχε καν σώμα.

Μίαν ημέραν, λοιπόν, ενώ αυτός εστέκετο και το «Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ»! έλεγε μάλλον με τον νουν παρά με το στόμα! εφανερώθη από επάνω ξαφνικά άφθονον υπερφυσικόν φως και κατηύγασεν [φώτισε άπλετα] ολόκληρον τον τόπον.

Ο νέος όμως δεν αντελήφθη πώς συνέβη αυτό και ελησμόνησεν εάν ευρίσκετο εις οίκον
η αν ήτο κάτω από στέγην. Διότι έβλεπεν από παντού μόνον φως και ούτε εάν πατά επάνω εις την γην εγνώριζεν.

Ούτε υπήρχεν εις αυτόν φόβος μήπως πέσει, ούτε ενδιαφέρον διά τον κόσμον, ούτε απησχόλει την σκέψιν του τίποτε από όσα απασχολούν συνήθως τους ανθρώπους που φέρουν σώμα, αλλ’ ήτο ολοκληρωτικώς βυθισμένος εις το άυλον φως, και ενώ εφαίνετο ότι έγινε και ο ίδιος φως και ελησμόνησεν ολόκληρον τον κόσμον, επλημμύρισεν από δάκρυα και ανέκφραστον χαράν και αγαλλίασιν.

Έπειτα ο νους του ανήλθεν εις τον ουρανόν και είδεν άλλο φως πολύ λαμπρότερον από εκείνο που τον περιέβαλλε. Ενεφανίσθη εις αυτόν χωρίς να το περιμένη -ευρισκόμενος πλησίον εκείνου του φωτός- ο άγιος εκείνος και ίδιος με άγγελον γέρος περί του οποίου έγινε λόγος, ο οποίος παρέδωσε εις αυτόν την εντολήν και το βιβλίον.

Όταν, λοιπόν, εγώ ήκουσα αυτά, εσκέφθην ότι και του αγίου αυτού αι προσευχαί πολύ τον εβοήθησαν αλλά και ο Θεός ηυδόκησε να δείξη εις τον νέον πόσον μέγεθος αρετής διέθετεν αυτός ο άγιος.

Αφού δε επήρε τέλος αυτή η έκστασις και -καθώς έλεγεν- ο νέος επανήλθε πάλιν εις τον φυσικόν εαυτόν του, ήτο κυριευμένος από χαράν και έκστασιν και από τα βάθη του εδάκρυζε και μαζί με τα δάκρυα ήρχετο μία άφατος γλυκύτης. Κατόπιν έγειρε επάνω εις το
κρεββάτι και την ιδίαν στιγμήν ελάλησεν ο πετεινός και ανήγγειλεν ότι το πλέον μεσονύκτιον.

Ύστερα από ολίγον αι εκκλησίαι ανήγγειλαν την έναρξιν του όρθρου, και εσηκώθη να ψάλλη όπως συνήθιζε, και τοιουτοτρόπως εκείνην την νύκτα δεν εκοιμήθη ούτε μίαν στιγμήν.

Αυτά συνέβησαν καθώς ο Θεός γνωρίζει, ο οποίος και τα επραγματοποίησε διά λόγους που μόνον εκείνος γνωρίζει· ο νέος εκείνος δεν έπραξε τίποτε περισσότερον, ειμή μόνον όσα ανέφερα, αλλ’ αυτά τα έπραττε με ορθήν πίστιν και αταλάντευτον ελπίδα.

Ας μη είπη όμως κανείς, ότι αυτά τα έπραξε δοκιμαστικώς· διότι κάτι τέτοιο δεν πέρασε καν από τον νουν του ώστε να το πη ή να το σκεφθή -διότι όποιος δοκιμάζει και πειράζει δεν έχει πίστιν-· αντιθέτως μάλιστα ο νέος εκείνος, αφού απέρριψε κάθε άλλην μοχθηράν και αμαρτωλήν σκέψιν -καθώς εβεβαίωνε- τόσον πολύ ενδιεφέρετο διά την εφαρμογήν όσων του υπεδείκνυεν η συνείδησις του, ώστε να είναι απολύτως αδιάφορος δι’ όλα τα υλικά πράγματα της ζωής, αφού ούτε και εις αυτό το φαγητόν και το ποτόν προσέρχεται ευχαρίστως ή συχνότερον.

* Πρόκειται περί του ιδίου του αγίου Συμεών, ο οποίος αλλάσσει το όνομά του δι’ ευνοήτους λόγους. (Βλ. P.G. τομ. 65, 913 C.). Κατ’ άλλην εκδοχήν πρόκειται δια τον άγιον Μάρκον τον ερημίτην.

Συνεχίζεται

 

Απόσπασμα από το 22ο λόγο των Κατηχήσεων του αγίου Συμέωνος του Νέου Θεολόγου σε μετάφραση, σχόλια, Ηλία Τσιάκου, (θεολόγου, νομικού), κείμενο Basile Krivocheine, όπως περιέχεται στον τόμο «Συμεών του Νέου Θεολόγου» (3), της σειράς Άπαντα των Αγίων Πατέρων, των εκδόσεων «Ωφελίμου βιβλίου», Αθήνα 1977.