Άγιος Βαβύλας, Σαν αύρα λεπτή φυσά από παντού σ’ όσους έρχονται στο μαρτύριο του που μπαίνει μέσα στην ψυχή και την κάνε ήρεμη

16 Νοεμβρίου 2022

Το μαρτύριο του αγίου Ιερομάρτυρα Βαβύλα και των τριών παιδιών.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου,
Εις τον μακάριον Βαβύλαν
Λόγος δεύτερος
Και εναντίον του Ιουλιανού και των ειδωλολατρών

Συνέχεια από εδώ: http://www.pemptousia.gr/?p=357491

Ιβ’. Και ότι αυτά που λέω δεν είναι μεγάλα λόγια αλλά έχουν γίνει πραγματικά για την ωφέλειά μας, αυτό μπορούν να το βεβαιώσουν τα θαύματα που γίνονται από τους μάρτυρες κάθε μέρα και το πλήθος των ανθρώπων που τρέχουν σ’ αυτά, όπως και τα κατορθώματα του μακαρίου τούτου μετά το θάνατό του.

Αφού δηλαδή τον έθαψαν [τον Ιερομάρτυρα άγιο Βαβύλα] όπως είχε ζητήσει, και πέρασε καιρός πολύς ύστερ’ από την ταφή του, ώσπου έμειναν μέσα στο μνήμα οστά μόνο και χώμα, αποφάσισε κάποιος βασιλιάς αργότερα* να μεταφερθή η λειψανοθήκη στο προάστιο τούτο, τη Δάφνη, κι ήταν αυτό θέλημα του Θεού που κίνησε την ψυχή του βασιλιά.

Γιατί είδε αυτόν τον τόπο να τυραννιέται από των νέων την ακολασία και να κινδυνεύη να μη μπορούν πια να κατοικούν εκεί όσοι άνθρωποι ήταν σοβαροί κι ήθελαν να ζουν ενάρετα, τον λυπήθηκε γι’ αυτό το χλευασμό, κι έστειλε αυτόν που θα τους προστάτευε από την προσβολή. Ο Θεός δηλαδή έκανε αυτόν τον τόπο όμορφο κι αξιαγάπητο και με τα άφθονα νερά και με το καλό κλίμα και με τη γόνιμη γη και τις ωραίες εποχές, όχι μόνο για να αναπαυόμαστε αλλά και για να δοξάζωμε τον αριστοτέχνη γι’ αυτό, ενώ αυτός που εχθρεύεται τη σωτηρία μας και χρησιμοποιεί για το κακό τις δωρεές του Θεού, πρόλαβε κι έπιασε τον τόπο με το πλήθος των διεφθαρμένων νέων και με τους ειδωλολατρικούς ναούς και διάδωσε ένα αισχρό μύθο γι’ αυτόν τον τόπο, για ν’ αποδώση την ομορφιά του προαστείου στον Θεό των ειδώλων.

Κι ακούστε ποιος είναι ο μύθος αυτός.

Η Δάφνη ήταν λέει κόρη και θυγατέρα του ποταμού Λάδωνα, γιατί αυτοί που ζούσαν στην πλάνη συνήθιζαν πάντα να μιλούν για ποταμούς που γεννούσαν και ν’ αλλάζουν τα γεννημένα σε αναίσθητα και να λένε πολλά τέτοια απίθανα πράγματα. Αυτή λοιπόν την κόρη, που ήταν όμορφη, λένε πως την είδε κάποτε ο Απόλλωνος κι όταν την είδε ένοιωσε πάθος γι’ αυτήν και με το πάθος αυτό θέλησε μ’ επιμονή να την κατακτήση.

Εκείνη όμως δεν τον ήθελε, έφυγε κι ήρθε σ’ αυτό το προάστειο. Και για να την προστατεύση η μητέρα της από αυτή την προσβολή φούσκωσε σαν ποτάμι που ήταν και σε μια στιγμή έκρυψε μέσα της την κόρη κι αντί γι’ αυτήν βλάστησε ένα φυτό που είχε το όνομα της κόρης.

Τότε ο ακόλαστος εραστής που είχε χάσει την αγαπημένη του, αγκάλιασε το φυτό κι αγάπησε το φυτό και τον τόπο κι έμεινε πια σ’ αυτό το μέρος, κι αυτό το μέρος προτιμά κι αγαπά πιο πολύ απ’ όλα τα μέρη της γης. Τότε ο βασιλιάς πρόσταξε να του χτίσουν ναό και βωμό για να έχη ο θεός Απόλλων παρηγοριά στο πάθος του γι’ αυτό τον τόπο. αυτός λοιπόν είναι ο μύθος, αλλά η βλάβη που έφερε αυτός ο μύθος δεν είναι πια μύθος.

Επειδή δηλαδή ήρθαν οι ακόλαστοι νέοι και ρύπαναν την ομορφιά του προαστίου με τα γλέντια και τα μεθύσια που έκαναν εκεί, θέλοντας ο διάβολος να συνεχιστή αυτό το κακό, έπλασε το μύθο κι έφερε το θεό να κατοική εκεί για να γίνη αυτή η ιστορία μεγαλύτερη αφορμή στην ακολασία και την ασέβειά τους.

Για να σταματήσουν όμως τα τόσα άσχημα, βρήκε αυτό το σοφώτατο τέχνασμα ο βασιλιάς, να μεταφέρη έκει τον άγιο και να στείλη το γιατρό σ’ αυτούς που έπασχαν. Γιατί το να βγάλη διαταγή βασιλική και να απαγόρευση νάρχωνται στο προάστιο όσοι κατοικούν στην πόλη, αυτό θα ήταν κάτι τυραννικό και θα φανέρωνε σκληρότητα και βαρβαρότητα μεγάλη.

Κι αν πρόσταζε, ότι οι καλοί και φρόνιμοι μπορούν να ανεβαίνουν στο προάστιο, ενώ οι ανήθικοι κι ακόλαστοι να εμποδίζωνται, η εντολή αυτή δε θα μπορούσε να εφαρμοσθή και θάπρεπε να γίνωνται δίκες κάθε μέρα, να κρίνουν του καθενός τη ζωή.

Μόνος άριστος τρόπος ν’ απαλλαχθούν από τα τόσα δεινά, μπορούσε να γίνη η παρουσία του μακαρίου, γιατί ο μάρτυρας μπορούσε και του ειδωλολατρικού θεού να διαλύση τη δύναμη και των νέων να σταματήση τη διαφθορά.

Και δεν έπεσε έξω στην ελπίδα του.

Γιατί μόλις πλησιάση κανείς στη Δάφνη και μόλις δη από μακρυά το μαρτύριο, νοιώθει σεβασμό, συστολή, όπως ο νέος που κάθεται σε συμπόσιο και βλέπει τον παιδαγωγό να πλησιάζη και να τον συμβουλεύη μόνο με το βλέμμα του να πίνη και να τρώη με τον τρόπο που πρέπει, και να μιλά και να γελά προσέχοντας μην ξεπεράση κάποτε το μέτρο και ντροπιάση την καλή φήμη του.

Κι όταν κανείς δη το μαρτύριο και νοιώση περισσότερη ευλάβεια, νομίζει πως βλέπει το μάρτυρα και βιάζεται να φτάση κοντά στη λειψανοθήκη.

Κι όταν φτάση κανείς εκεί, αποκτά μεγαλύτερο φόβο Θεού, διώχνει κάθε αδιαφορία για τη σωτηρία του, αποκτά φτερά η ψυχή του κι έπειτα φεύγει.

Όσους ανεβαίνουν από την πόλη ο άγιος τους υποδέχεται από το δρόμο και με τόση φρόνηση τους στέλνει στη Δάφνη ν’ αναπαυθούν πνευματικά, που είναι σα να τους φωνάζη εκείνα τα λόγια· «Αναγαλλιάζετε για τον Κύριο με τρόμο», και να προσθέτη το αποστολικό, «Είτε τρώτε, είτε πίνετε, είτε κάτι άλλο κάνετε, το κάθε τι για τη δόξα του Θεού να το κάνετε».

Και τους άλλους πάλι που κατεβαίνουν στην πόλη μετά τη διασκέδαση, αν συμβή και γίνουν πιο αδιάφοροι και βγάλουν από πάνω τους κάθε χαλινάρι και καταντήσουν σε κραιπάλη και σ’ άπρεπη απόλαυση, τους δέχεται πάλι, αν και μεθυσμένους, στο ιερό άσυλο του και δεν τους αφήνει να γυρίσουν στο σπίτι τους με τη ζημία της μέθης αλλά τους φρονηματίζει με το φόβο και τους ξαναγυρίζει στην ίδια διαύγεια που είχαν πριν να βουτηχτούν στο μεθύσι.

Γιατί σαν αύρα λεπτή φυσά από παντού σ’ όσους έρχονται στο μαρτύριο, αύρα που δεν είναι φανερή, δεν είναι για να ωφελή το σώμα, αλλά που έχει τη δύναμη να μπαίνη μέσα στην ψυχή και που την κάνει να ήρεμη με σεμνότητα και που αφαιρώντας κάθε γήινο βάρος, την αναπαύει και την κάνει αλαφρότερη σαν είναι βαριά κι έτοιμη να πέση.

* Το 351, ο Κωνσταντίνος, ο υιός του Μεγάλου Κωνσταντίνου.

Συνέχεια εδώ: http://www.pemptousia.gr/?p=358947

 

Απόσπασμα από τον Δεύτερο λόγο, «Εις τον Άγιο Μάρτυρα Βαβύλα», του αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, από την έκδοση «Ιωάννου του Χρυσοστόμου έργα», τόμος Ε’, τα «Εγκωμιαστικά β’», των εκδόσεων ο Λόγος. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Κων. Λουκάκης.