Αμπέλι μου καλέ αμπέλι μου αμάν
αμπέλι μου καλέ πλατύφυλλο,
και κοντοκλαδεμένο μα τον ουρανό αμάν
μα την αλυσιδίτσα ωρέ πο’ ‘χεις στο λαιμό.
Για δεν ανθείς καλέ αμπέλι μου αμάν
για δεν ανθείς καλέ για δε βλαστείς,
σταφύλια για να κάνεις μα τη θάλασσα αμάν
κοντούλα και γεμάτη δε σ’ αντάμωσα.
«Δηλαδή, τα αμπέλια δεν κάρπισαν ακόμα; Τα σταφύλια δεν έγιναν κρασί; Ροδιά μου χάρηκα πολύ που σε είδα αλλά πρέπει να φύγω. Σε χαιρετώ». Και ο μήνας ο Τρυγητής, παίρνοντας φόρα, έφυγε από την πόλη και πετώντας έφτασε μέχρι τα αμπέλια και τις κληματαριές. Στεναχωρήθηκε πολύ έτσι που τις είδε άδειες. Δάκρυσε. Και το δάκρυ του αυτό, χάδι έγινε, χάδι που άγγιξε κάθε φυλλαράκι από κάθε αμπέλι. Μικροί καρποί πράσινοι, κόκκινοι, μοβ άρχισαν να ξεπροβάλλουν από κάθε φύλλωμα των κληματαριών, καρποί που σιγά – σιγά γίνονταν ολόκληρα τσαμπιά. Οι άνθρωποι βγήκαν από τα σπίτια τους και πήγαν να τρυγήσουν, να μαζέψουν δηλαδή τα σταφύλια. Όλο το χωριό, ήταν ευδιάθετο και χαμογελαστό, καθώς μάζευαν τα φρούτα και τα πήγαιναν στο πατητήρι. Μέσα στο πατητήρι, που μοιάζει με μεγάλο βαρέλι, οι «πατητάδες» πατάνε τα σταφύλια για να τους δώσει τον μούστο, που θα γίνει αργότερα κρασί. Ο Σεπτέμβρης, ικανοποιημένος, κίνησε να φύγει, όταν άκουσε τους αμπελουργούς να τραγουδάνε τον «Τρύγο», ένα ποίημα του ποιητή Γιάννη Ρίτσου, που έγινε τραγούδι. Αν και ερχόταν σύντομα βραδάκι, και μάλιστα έτσι όπως έπεφτε το φως του ήλιου στα αμπέλια, ένα βραδάκι με χρώμα βιολετί, ο Σεπτέμβρης δεν βιάστηκε. Ξάπλωσε σε ένα ξανθό χωράφι παραδίπλα και σιγοτραγούδησε κι αυτός μαζί τους. %trygos_% Αφού τελείωσε το τραγούδι κι ο ήλιος κρύφτηκε νυσταγμένος πίσω από το βουνό, ο μήνας μας πήρε το δρόμο του γυρισμού. Χαιρέτισε όλους τους κατοίκους του χωριού και έφτασε πάλι πάνω από την πόλη και κατευθύνθηκε προς το κέντρο της. Έφτασε έξω από ένα σπίτι και κοίταξε από το παράθυρο. Το αγοράκι, που το πρωί φοβόταν να πάει στο σχολείο, τώρα κοιμόταν με ένα μεγάλο χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη του. «Σίγουρα πέρασε μια πολύ όμορφη πρώτη μέρα στο σχολείο», σκέφτηκε ο Σεπτέμβρης και, παίρνοντας τη μορφή σπουργιτιού, πέταξε στη γνώριμη αυλίτσα της ροδιάς. Ήθελε να τη διαβεβαιώσει ότι όλα πήγαν καλά με τη συγκομιδή των σταφυλιών. Εκείνη ανακουφίστηκε. «Τι δουλειές έχεις να κάνεις αύριο;» τον ρώτησε. «Αύριο έχω να κιτρινίσω τα φύλλα των δέντρων. Σε λίγες βδομάδες έρχεται ο αδερφός μου ο Οκτώβρης και πρέπει να τα βρει όλα έτοιμα για τη βροχή», της απάντησε αυτός και έμεινε για λίγο σιωπηλός. Σκεφτόταν πόσο όμορφη ήταν η μέρα που πέρασε. Σκεφτόταν τα χαρούμενα πρόσωπα των ανθρώπων και τα τραγούδια τους. Κούρνιασε ευτυχισμένος σε ένα κλαδί και ψιθύρισε: «Καληνύχτα καλή μου ροδιά». Και το καρπισμένο δέντρο του απάντησε: «Καληνύχτα καλέ μου μήνα, Τρυγητή…». Αλέξανδρος Σαββόπουλος