Προσβάσιμη σελίδα για τα άτομα με μερική ή ολική τύφλωση
Α-
Α+

Εκτίμηση και αντιμετώπιση του πόνου στα ιατρεία πόνου

Ορθοδοξία / Βιοηθική - 17 Ιανουαρίου 2021
Ιατρική - Βιολογία - 17 Ιανουαρίου 2021
Ακτινοθεραπεύτρια Ογκολόγος MD, MSc,PhD(c), Eπιμελήτρια Α΄,Επιστημονικά Υπεύθυνη Τμήματος Ακτινοθεραπευτικής Ογκολογίας Π.Γ.Ν.Θ. ΑΧΕΠΑ, Θεολόγος MSc, Θεολογική Σχολή ΑΠΘ, MSc Ιατρικής ΔΠΜΣ, Βιοηθική, ΑΠΘ, MSc Nομικής ΑΠΘ PhD(c) Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας, Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ Στυλιανή Π. Στυλιανίδου, Ακτινοθεραπεύτρια Ογκολόγος MD, MSc,PhD(c), Eπιμελήτρια Α΄

Το προσωπικό που εργάζεται σ’ ένα ιατρείο πόνου δεν μπορεί να προχωρήσει στην αντιμετώπισή του, αν πρώτα δεν προβεί σε μια προσεκτική εκτίμησή του, ώστε στη συνέχεια να εφαρμόσει την κατάλληλη θεραπεία. Κι εδώ ακριβώς γεννιέται ο πρώτος προβληματισμός, καθώς δεν είναι δυνατόν να παρθούν βιαστικές αποφάσεις, προκειμένου να ανακουφιστεί ο πόνος του ογκολογικού ασθενούς.

Ωστόσο, η εκτίμηση και η αξιολόγηση του καρκινικού πόνου τις περισσότερες φορές δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί εύκολα, με αποτέλεσμα να βασίζεται στις γενικές μεθόδους αξιολόγησης του πόνου. Στην κλινική πράξη η ποιοτική και ποσοτική αξιολόγηση του πόνου γίνεται με την εφαρμογή των σύγχρονων κλιμάκων, με ερωτηματολόγια και άλλα μέσα αξιολόγησης.

Οι κλίμακες που χρησιμοποιούνται συχνότερα για τη μέτρηση της έντασης του πόνου στηρίζονται στην υποκειμενική εμπειρία του ασθενούς και είναι η Οπτική Αναλογική Κλίμακα (Visual Analog Scale, VAS), αριθμητικά βαθμολογημένες κλίμακες, λεκτικά βαθμολογημένες κλίμακες (άμεσες μετρήσεις) καθώς και κλίμακες μέτρησης συμπεριφοράς (έμμεσες μετρήσεις). (Γκιάλα, 2008: 89-123).

Η κατάλληλη αντιμετώπιση του καρκινικού πόνου απαιτεί την εξατομικευμένη εκτίμησή του ώστε να καταστεί επιτυχής η αντιμετώπισή του. Το προσωπικό που ασχολείται με την αντιμετώπιση του καρκινικού πόνου θα πρέπει να τον εκτιμά έχοντας υπόψη ότι ο πόνος εκτός από τα σωματικά προβλήματα του ασθενούς συνδυάζεται με υποκειμενικούς, ψυχολογικούς, κοινωνικο-πολιτισμικούς ή περιβαλλοντολογικούς παράγοντες. (Gonzales et al., 1991: 141-144). Έτσι, αν, για παράδειγμα, ο ασθενής εκτός από τον σωματικό πόνο, έχει κυριευθεί και από κατάθλιψη, το έργο της ανακούφισής του γίνεται δυσκολότερο. Η κλινική εκτίμηση του καρκινικού πόνου θα πρέπει να είναι σωστά σχεδιασμένη και να αποτελείται από την αποδοχή των αιτιάσεων του ασθενούς, την εκτίμηση της έντασης και των χαρακτηριστικών του πόνου, τη λήψη του ιστορικού και την αξιολόγηση των εργαστηριακών εξετάσεων, τη φυσική εξέταση του ασθενούς καθώς και την εκτίμηση της ψυχολογικής του κατάστασης. (Melzack, Katz, 2006: 291-304).

Αντιμετώπιση του καρκινικού πόνου στα ιατρεία πόνου

Πριν προχωρήσουμε στην παρουσίαση των τρόπων αντιμετώπισης του καρκινικού πόνου, πρέπει να διευκρινίσουμε πως δεν είναι απαραίτητο κάποιος ογκολογικός ασθενής να νιώθει πόνο. Πολλοί από αυτούς πράγματι δεν πονάνε. Ένας αυξανόμενος καρκινικός όγκος μπορεί να πιέσει τα νεύρα κοντά στις περιοχές όπου αυξάνεται και μ’ αυτόν τον τρόπο να προκαλέσει τον πόνο. Περίπου 3 με 5 από τους 10 ανθρώπους που πάσχουν από καρκίνο θα έχουν κάποιο είδος πόνου. Όταν ο καρκίνος βρίσκεται σε προχωρημένη μορφή και ιδιαίτερα στο τελικό στάδιο, η ύπαρξη πόνου είναι περισσότερο πιθανή. Προχωρημένος καρκίνος σημαίνει ότι έχει εξαπλωθεί ή έχει υποτροπιάσει μετά από την αρχική θεραπεία. Περίπου 7 με 9 στα 10 άτομα που βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο καρκίνου θα παρουσιάζουν πόνο. Με τη σωστή θεραπεία, είναι δυνατόν να ανακουφιστεί ο πόνος σε σημαντικό βαθμό, και με αποτελεσματικό έλεγχο του πόνου, οι περισσότεροι άνθρωποι θα πρέπει να μπορούν να είναι ελεύθεροι από πόνο, όταν αναπαύονται ή κινούνται. (Τζήλου, 2010: 9).

Γενικά ο πόνος που σχετίζεται με τον καρκίνο μπορεί να οφείλεται:

α) Στην πίεση που ασκεί ο όγκος στα γειτνιάζοντα όργανα, νεύρα και οστά.

β) Στη μέθοδο θεραπείας (π.χ. χειρουργική επέμβαση, χημειοθεραπεία, ακτινοβολία).

γ) Σε άλλες απορρέουσες από τη νόσο διαταραχές, όπως δυσκαμψία λόγω της έλλειψης δραστηριότητας, μυϊκούς σπασμούς, δυσκοιλιότητα και έλκη λόγω κατάκλισης.

δ) Σε παθήσεις μη σχετιζόμενες με τη νόσο, όπως αρθρίτιδα ή ημικρανία.

 Στις περισσότερες περιπτώσεις, ο πόνος που προκαλείται από τον καρκίνο μπορεί να αντιμετωπισθεί με σχετικά απλά μέσα. Οι ιατροί συνήθως χρησιμοποιούν φάρμακα, τα οποία δίδονται σύμφωνα με οδηγίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (WHO) και η χορήγησή τους αποκαλείται «Αναλγητική Κλίμακα Προσέγγισης του Πόνου που προκαλείται από τον καρκίνο». Άλλοι τρόποι ανακούφισης του καρκινικού πόνου μπορεί να είναι οι εξής:

α) Χειρουργική παρέμβαση, ακτινοβολία ή χημειοθεραπεία για τη συρρίκνωση των όγκων που προκαλούν πόνο.

β) Χορήγηση αντιβιοτικών ή παροχέτευση αποστημάτων για πόνο που προκαλείται από λοιμώξεις.

γ) Ψυχολογική και κοινωνική υποστήριξη με στόχο την επιρροή σε επίπεδο αντίληψης του πόνου.

δ) Άλλες μορφές θεραπείας.

Μερικές φορές ο πόνος σχετίζεται με τη θεραπεία του καρκίνου. Για παράδειγμα, ορισμένα φάρμακα χημειοθεραπείας μπορεί να προκαλέσουν μούδιασμα και τσούξιμο στα χέρια και τα πόδια ή μια αίσθηση καψίματος στον τόπο όπου γίνεται η ένεση. Η ακτινοθεραπεία επίσης μπορεί να προκαλέσει ερυθρότητα και ερεθισμό του δέρματος. Παρόλα αυτά, μπορεί στη συνέχεια η θεραπεία να αποδειχτεί πετυχημένη. (Τζήλου, 2010: 9-10).

Θεραπευτική στρατηγική

Ο καρκινικός πόνος είναι ένα πολύπλοκο φαινόμενο και η αντιμετώπισή του απαιτεί μια πολυπαραγοντική προσέγγιση, καθώς, όπως ήδη αναφέραμε, ηθική υποχρέωση του προσωπικού είναι να τον απαλύνουν, προκειμένου να ανακουφιστεί ο ογκολογικός ασθενής και να αποκτήσει η ζωή του κάποια ποιότητα. Αυτό είναι αρκετό για να καταλάβουμε ότι μια μόνη μέθοδος ή ένα μόνο φάρμακο δεν επαρκούν για να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά το πρόβλημα. (Niv, Devor, 2004: 179-181). Η θεραπευτική στρατηγική για την αντιμετώπιση του πόνου θα πρέπει να ακολουθεί συγκεκριμένα βήματα, αφού πρώτα ενημερωθεί με κάθε λεπτομέρεια ο ασθενής και δώσει τη συγκατάθεσή του για την εφαρμογή της. Οι στόχοι της στρατηγικής θα πρέπει να είναι ρεαλιστικοί και θα πρέπει να του εξηγηθεί ότι πρακτικά είναι αδύνατο να απαλλαγεί τελείως από τον πόνο και ότι για την περίπτωσή του είναι αποδεκτό ένα επίπεδο πόνου κοντά στο 3 (κλίμακα 0-3). Οι βασικές αρχές της στρατηγικής αντιμετώπισης του καρκινικού πόνου είναι οι εξής:

α) Η θεραπεία του πόνου θα πρέπει να εφαρμόζεται παράλληλα με τη θεραπεία της κύριας νόσου, μολονότι δεν έχουν τον ίδιο στόχο.

β) Η θεραπεία θα πρέπει να είναι ανάλογη με το στάδιο της νόσου και της γενικής κατάστασης του ασθενή (σωματικής, πνευματικής, ψυχολογικής).

γ) Η θεραπεία θα πρέπει να συνδυάζει ποικίλες ενδεικνυόμενες μεθόδους (π.χ. αναλγητικά με νευρικούς αποκλεισμούς).

δ) Όταν η κατάσταση του ογκολογικού ασθενούς δεν επιτρέπει την εφαρμογή συνδυασμένων θεραπευτικών μεθόδων, τότε πρέπει να επιλέγεται η καταλληλότερη μέθοδος.

3) Η θεραπεία θα πρέπει να προλαμβάνει τις εξάρσεις του πόνου καθώς και την εκδήλωση νέων μορφών πόνου.

Αρχικός στόχος της στρατηγικής αντιμετώπισης του πόνου είναι η απαλλαγή από τον πόνο κατά τη διάρκεια της νύχτας, ώστε να μπορεί να αναπαυθεί, κάτι που χρειάζεται ο ογκολογικός ασθενής, προκειμένου να διατηρεί την πνευματική του ισορροπία. Φυσικά δεν παραμελείται και η προσπάθεια εξάλειψης του πόνου και κατά τις περιόδους της ημερήσιας ξεκούρασης. Αν επιτευχθεί ο στόχος αυτός, τότε το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό μπορεί να επιδιώξει την επίτευξη υψηλότερων στόχων, όπως η απαλλαγή του ασθενούς από τον πόνο κατά τη μέτρια δραστηριότητα κ.ο.κ. Η επαναφορά και η διατήρηση μια απόλυτα φυσιολογικής κατάστασης και ρυθμού ζωής είναι ο τελικός μας στόχος ο οποίος όμως συνήθως είναι δύσκολα πραγματοποιήσιμος και σπανίως επιτυγχάνεται. (Ζαραλίδου, Βασιλάκος, 2008: 483-528).

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ
Valid CSS! Valid HTML!