Προσβάσιμη σελίδα για τα άτομα με μερική ή ολική τύφλωση
Α-
Α+

Αρχ. Βασίλειος: Όπως ο Χριστός έτσι και η Μ. Εβδομάδα έρχεται ως νυμφίος εν τω μέσω τής νυκτός, σαν φως, σαν αστραπή!

Ομιλίες - 13 Απριλίου 2023

Αρχιμανδρίτης Βασίλειος (Γοντικάκης), Προηγούμενος Ιεράς Μονής Ιβήρων Αγίου Όρους. (Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Ομιλία με τίτλο η «Μεγάλη Εβδομάδα» που πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες το 1993.

Συνέχεια από εδώ: http://www.pemptousia.gr/?p=369922

Προσπαθεῖ ὁ Κύριος νὰ διδάξη τοὺς Μαθητὰς «τὰ τελεώτατα φρονεῖν». Προσπαθεῖ νὰ τοὺς πείση ὅτι εἶναι βασιλεὺς ἄλλης βασιλείας· μεταφέρει ἕναν καινούργιο τρόπο ὑπάρξεως, ἕναν καινούργιο τρόπο ἐπιβολῆς, ἀλλὰ δὲν τὸ καταλαβαίνουν. Γι’ αὐτό, ὁ Κύριος «αὐτὸς ἑαυτὸν ἱερούργει». Ὅπως λέει καὶ τὸ Εὐαγγέλιο: «Ἐγὼ ἁγιάζω ἐμαυτὸν ἵνα ὦσιν ἡγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ». Ἐγώ, λέει ὁ Κύριος, θυσιάζω τὸν ἑαυτό μου, σταυρώνομαι, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ ἁγιασθοῦν, νὰ ζήσουν οἱ ἄλλοι.

Καὶ μετὰ παρακολουθοῦμε τὸ πάθος τοῦ Κυρίου, τὴ Γεθσημανῆ. Ὑπάρχουν μερικὰ πράγματα τὰ ὁποῖα ἁπλῶς τὰ παρακολουθεῖ κανεὶς καὶ δὲν τὰ σχολιάζει. Ὁ Κύριος εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος. ∆ὲν εἶναι ὑπεράνθρωπος. Εἶναι ἄνθρωπος, καὶ δὲν εἶναι Θεός, ὅπως γνωρίστηκε ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, σὰν ἕνα ἀνώτερο Ὄν. Οὔτε εἶναι κάποιος, ἂν θέλετε, παντοδύναμος, ὁ ὁποῖος ἀντιμετωπίζει σὰν παιχνίδια τὰ πάθη καὶ τὶς δυσκολίες. ∆ὲν τὰ ἀντιμετωπίζει ἀπάνθρωπα, στωϊκά, ἀλλὰ τὰ ἀντιμετωπίζει πολὺ σὰν ἄνθρωπος.

Γι’ αὐτό, βλέπομε στὴ Γεθσημανῆ νὰ ζητᾶ ἀπὸ τοὺς Μαθητὰς νὰ ἀγρυπνήσουν μαζί Του. Ἤθελε αὐτό. Οἱ Μαθηταὶ δὲν μπόρεσαν. Μετά, εἶπε ὁ Κύριος τὸν λογισμό του στὸν Πατέρα: «Πάτερ, εἰ δυνατὸν παρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο». Ζήτησε ἀπὸ τοὺς Μαθητὰς νὰ ἀγρυπνήσουν, οἱ Μαθηταὶ κοιμόνταν, καὶ ἐπέστρεψε τρεῖς φορὲς «τὸν αὐτὸν λόγον εἰπών», καὶ ἐγένετο ἡ ἀγωνία αὐτοῦ μεγάλη, ὥστε «ὁ ἱδρὼς αὐτοῦ» νὰ πέφτη «ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος... ἐπὶ τὴν γῆν». Καὶ πάλι εἶπε: «Πάτερ, σῶσον με ἐκ τῆς ὥρας ταύτης, ἀλλὰ διὰ τοῦτο ἦλθον εἰς τὴν ὥραν ταύτην, πάτερ, δόξασόν σου τὸ ὄνομα». Καὶ ὅταν φτάνη ἐκεῖ, τελειώνει ὁ ἀγώνας.

Ἤθελα νἄλεγα δύο λόγια γιὰ τὸ θέμα τῆς ὥρας... «Πάτερ σῶσον με ἐκ τῆς ὥρας ταύτης». Ὑπάρχει μιὰ ὥρα δύσκολη. Καὶ ὅλοι ζοῦμε, γιὰ νὰ φτάσουμε σὲ μιὰ ὥρα. Καὶ ὅλοι ζοῦμε, γιὰ νὰ φθάσωμε σὲ μιὰ Γεθσημανῆ προσωπική. Ἂν διαρκέση πολὺ ἢ λίγο, δὲν ἔχει σημασία. Θὰ περάσωμε μιὰ τέτοια δοκιμασία. Κι ὅταν θέλησαν νὰ κάνουν τὸν Κύριο βασιλέα, αὐτὸς ἔφυγε, γιατὶ δὲν ἦλθε ἡ ὥρα Του, οὔτε ἦλθε νὰ κάνη τὸν ψεύτικο βασιλέα τῶν Ἰουδαίων.

Καὶ ὅταν ἦλθαν νὰ Τὸν λιθοβολήσουν, πάλι ἔφυγε, γιατὶ δὲν ἦλθε ἡ ὥρα Του. Ἀλλά, ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα Του, προχωρεῖ πρὸς τὸ Πάθος. Καὶ ὅταν προχωρῆ πρὸς τὸ Πάθος, πάλι λυγίζει σὰν ἄνθρωπος. Καὶ νομίζω ὅτι αὐτὸ ποὺ σὲ βοηθεῖ καὶ σὲ πλησιάζει καὶ σὲ σφάζει, εἶναι ἡ ἀδυναμία τοῦ Κυρίου, ὄχι ἡ παντοδυναμία. Εἶναι αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἡ δύναμις ἡ ὁποία «ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται». Ὁπότε, λέει τὸν λογισμό Του: «Ἂν εἶναι δυνατόν, νὰ μὴν πιῶ αὐτὸ τὸ πικρὸ ποτήριο τοῦ θανάτου· ἂν εἶναι δυνατόν, νὰ παρέλθη ἡ ὥρα. Ἀλλά», λέει, «ἐὰν τυχὸν δὲν γίνεται ἄλλως, ἐὰν μὴ αὐτὸ πίω, γενηθήτω τὸ θέλημά σου».

Καὶ ὅταν μετὰ ἀπὸ τὴν ἀγωνία λέη «γενηθήτω τὸ θέλημά σου», τέλειωσε ὁ ἀγώνας, «ἐγείρεσθε ἄγωμεν ἐντεῦθεν», προχωρεῖ. Εἶναι ἕτοιμος νὰ δείξη τὸν καινούργιο τρόπο ἐπιβολῆς. ∆ὲν ἔχει μαχαίρια, σὰν τὸν Πέτρο, νὰ κόψη αὐτιά. ∆ὲν ἔχει ὅπλα, σὰν κι αὐτοὺς ποὺ ἔρχονται νὰ Τὸν συλλάβουν. Ἔχει πῆ ἕνα πράγμα, νὰ γίνη τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Κι ὅταν ἔρχωνται οἱ ἄλλοι νὰ Τὸν συλλάβουν, τοὺς λέει: «Ἐὰν ἐμένα θέλετε νὰ συλλάβετε, συλλάβετέ με. Ἀφῆστε τοὺς ἄλλους νὰ φύγουν. Ἀφῆστε τους ἐλεύθερους». Καὶ λέει «ἐγώ εἰμι, καὶ ἔπεσον χαμαί». Ἔπεσον χαμαί, γιατὶ ὁμολόγησε Αὐτὸς ὅτι «ἐγὼ εἶμαι, ποὺ εἶπα: μὴ τὸ θέλημά μου, ἀλλὰ τὸ σὸν γινέσθω».

Καὶ βλέπομε ὅτι πάνοπλος εἶναι ὁ γυμνὸς καὶ ὁ ἀπροστάτευτος, καὶ δὲν ἔρχεται νὰ χτυπήση κανένα. Καὶ λέει στὸν Πέτρο: Κοίταξε, Πέτρο, ἐὰν ἤθελα, θὰ παρακαλοῦσα τὸν Πατέρα μου νὰ στείλη δώδεκα λεγεῶνες ἀγγέλους, νὰ τοὺς συντρίψουμε, ἀλλὰ τὸ θέμα δὲν εἶναι νὰ συντρίψουμε κανένα, ἀλλὰ νὰ συντρίψουμε τὴν ἔχθρα· «τὴν ἔχθραν κτείνας ὑπερέχουσαν πάντα νοῦν εἰρήνην χαρίζεται».

Καὶ θυσιάζεται Αὐτός, γιὰ νὰ σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄλλοι. Καὶ ἐκείνη τὴ στιγμὴ νοιώθει κανεὶς ὅτι κάτι γίνεται στὸν κόσμο. «Νῦν κρίσις ἐστὶ τοῦ κόσμου... κἀγὼ ἐὰν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς, πάντας ἑλκύσω πρὸς ἐμαυτόν», λέει ὁ Κύριος. Μά, πῶς εἶναι κρίσις τοῦ κόσμου; Εἶναι κρίσις τοῦ κόσμου, γιατὶ ὁ Κύριος δὲν μᾶς κρίνει. Λέει: «Ἐὰν τίς μου ἀκούσῃ τῶν ῥημάτων καὶ οὐ πιστεύσῃ, ἐγὼ οὐ κρίνω αὐτόν· ...ὁ λόγος ὃν ἐλάλησα, ἐκεῖνος κρινεῖ αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ».

Ἐμεῖς θὰ θέλαμε νὰ μᾶς ἔκρινε, γιὰ νὰ ἀρχίσουμε τὸν διαπληκτισμό. Ἐκεῖνος δὲν μᾶς κρίνει, κι ἔτσι μᾶς κατακρίνει. Κι εἶναι κρίσις τοῦ κόσμου, ἀκριβῶς γιατὶ σέβεται ὅλους καὶ ἀφήνει τὸν καθένα ἐλεύθερο.

Καὶ λέω τὸ ἑξῆς, ὅτι, ἐάν, πρῶτον, δοῦμε τὸν Κύριο καὶ τὴ συμπεριφορά Του· δεύτερον, τὴ συμπεριφορὰ ὅλων τῶν προσώπων τὰ ὁποῖα περιβάλλουν τὸν Κύριο στὸ Πάθος, βλέπουμε ὅτι πράγματι εἶναι μιὰ κρίσις τοῦ κόσμου, πράγματι παρουσιάζεται ἡ τραγωδία τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, τῆς ἀνθρωπίνης ἱστορίας. ∆ὲν ὑπάρχει δαιμόνιο ποὺ νὰ μὴν ξυπνᾶ καὶ πάθος ποὺ νὰ μὴ δαιμονίζεται. «Καὶ συνήγαγον ἐπ' αὐτὸν ὅλην τὴν σπεῖραν»· θἄλεγε κανείς, ὅλη τὴν κακότητα τῆς ἱστορίας. «Καὶ ἐνέπτυσαν καὶ ἐκολάφησαν καὶ ἐνέπαιξαν καὶ ἐσταύρωσαν», καὶ τὸ δέχεται. Καὶ «αὐτὸς διὰ τὸ κεκακῶσθαι οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα αὐτοῦ», λέει ὁ προφήτης Ἠσαΐας. Καὶ τότε νοιώθεις ὅτι θέλει προσοχὴ τὸ πράγμα.

Καὶ ἂν δῆς τὸν Πέτρο, ποὺ εἶναι συμπαθής, λέει: «Ἂν ὅλοι σὲ ἐγκαταλείψουν, ἐγὼ δὲν πρόκειται νὰ σὲ ἐγκαταλείψω»· κι εἶναι αὐτὸς ποὺ λέει «ἀνάθεμα, ἂν τὸν ξέρω» μετὰ ἀπὸ λίγο. Ἀλλὰ πάλι, ἐκεῖ ποὺ βρίσκομε τὸν ἑαυτό μας στὸν Πέτρο, ὁ Πέτρος, σὰν ἄνθρωπος, «ἐξελθὼν ἔκλαυσε πικρῶς», ἔκλαψε, καὶ μόνο τὸ κλάμα σὲ μιὰ γωνιὰ ἔγινε ἀκουστὸ ἀπὸ τὸν σταυρωμένο καὶ τὸ πρόβλημα λύθηκε.

Ὑπάρχει ὁ ληστής, ὁ ὁποῖος εἶναι ληστὴς καὶ τὴν τελευταία στιγμὴ λέει «μνήσθητί μου Κύριε» καὶ μπαίνει στὸν Παράδεισο. Τώρα, λέει κανείς, πρὶν ἀπὸ δύο χρόνια, ἕνα χρόνο, ἂν ἔβλεπε κανεὶς τὸν ληστὴ καὶ τοὺς Μαθητάς, ὁ ληστὴς ἦταν ληστής, καὶ οἱ Μαθηταὶ Μαθηταί. Καὶ καταλήγει ὁ ἕνας νὰ πῆ «ἀνάθεμα, ἂν Τὸν ξέρω» καὶ ὁ ἄλλος νὰ Τὸν πουλήση τὸν Χριστό, καὶ ὁ ληστὴς νὰ μπῆ πρῶτος στὸν Παράδεισο. Λές: Τώρα, τί εἶναι καλύτερα, νἆσαι ληστὴς ἢ Μαθητής;

Μετά, τὸ δράμα τοῦ Ἰούδα...

Ὑπάρχει ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, «ὁ ὑπερκάλλως πληρώσας πᾶσαν τὴν ἡμῶν σωτηρίαν διὰ τῆς θείας οἰκονομίας». «Ὑπερκάλλως»... Ἔτσι λέει ἡ εὐχὴ τῆς Πεντηκοστῆς.

Καὶ ὑπάρχει καὶ ὁ διάβολος. Καὶ δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ ἔννοια τοῦ κακοῦ. Ὑπάρχει ὁ διάβολος. Καὶ παρουσιάζεται τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα νὰ πειράζη τὸν Ἰώβ. Καὶ ἀρχίζει ἡ ἱστορία τοῦ Ἰὼβ ἀπὸ τὴ Μεγάλη ∆ευτέρα καὶ τελειώνει τὸ Μέγα Σάββατο, μετὰ τὴν Ἀποκαθήλωσι, τότε ποὺ λέμε ὅτι «ὁ δὲ Κύριος εὐλόγησε τὰ ἔσχατα Ἰὼβ ἢ τὰ ἔμπροσθεν». Ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος ζητᾶ, καὶ ἀφήνει ὁ Θεὸς νὰ πειράξη τὸν Ἰώβ.

Καὶ ὑπάρχει καὶ ὁ διάβολος ὁ ὁποῖος λέει ὁ Κύριος ὅτι «ἐξῃτήσατο ὑμᾶς τοῦ σινιάσαι ἕως τὸν σῖτον»· λέει στὸν Πέτρο.

Καὶ ὑπάρχει καὶ ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος, λέει στὸ Εὐαγγέλιο, εἰσῆλθε «εἰς τὴν καρδίαν Ἰούδα Σίμωνος Ἰσκαριώτου». Καὶ αὐτὸ μπορεῖ νὰ γίνη. Καὶ τότε ὁ ἄνθρωπος εἶναι δέσμιος αὐτοῦ τοῦ πονηροῦ πνεύματος καὶ πουλᾶ τὴν ἀγάπη, τὴ φιλία, τὸν δάσκαλο, τὸν Θεό, ὅ,τι πολύτιμο ὑπάρχει.

Τὸ ἄλλο ποὺ βλέπομε εἶναι ὅτι τὸν πουλᾶς αὐτὸν τὸν πολύτιμο θησαυρό, ἀλλὰ ἀμέσως νοιώθεις ὅτι τὰ χρήματα δὲν μποροῦν νὰ ἀξιοποιηθοῦν. Καὶ μεταμελεῖται. Ἀλλὰ δὲν ἔκλαυσε πικρῶς, σὰν τὸν Πέτρο· ἀλλά, «μεταμεληθείς», ἔκανε τὸ δεύτερο λάθος, τὸ φοβερότερο. Ξαναγύρισε σ' αὐτοὺς ποὺ εἶχε πουλήσει τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς εἶπε, ὁ ταλαίπωρος ὁ Ἰούδας, ἀνθρώπινα, «ἥμαρτον». Ἀλλὰ αὐτοὶ δὲν ξέρουν ἀπὸ «ἥμαρτον»! Αὐτοὶ σὲ σπρώχνουν ὅσο εἶναι παρακάτω. Τοῦ λένε: «Τί πρὸς ἡμᾶς; σὺ ὄψει». Τί ἦλθες, ἂς ποῦμε; φεύγα ἀπὸ δῶ πέρα. Καὶ «ἀπελθὼν ἀπήγξατο»· πνίγηκε.

Καὶ ὑπάρχει καὶ ὁ ἑκατόνταρχος, πού, ἀφοῦ εἶδε «τὰ γενόμενα», ἐπίστευσε καὶ ἔνοιωσε ὅτι εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ Αὐτός.

Ο Μυστικός Δείπνος και ο Νιπτήρας. Τοιχογραφία στον εξωνάρθηκα της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου.

Ἔτσι ποὺ ἀναφέρονται τὰ γεγονότα ὅλα, νοιώθει κανεὶς ὅτι βρίσκεται μέσα στὴ ζωὴ αὐτή. Μιὰ στιγμὴ μιλᾶ ὁ Κύριος σὲ πρῶτο πρόσωπο, ἡ Παναγία, οἱ πιστοί. Ἄλλοτε, ὅλοι μαζί, ἐμεῖς ζητοῦμε τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου. Ἄλλοτε στὸ πρῶτο ἑνικὸ πρόσωπο, καὶ νοιώθει κανεὶς ὅτι ζῆ μέσα ἐκεῖ.

Τώρα, αὐτὸ ποὺ σὲ ἀναπαύει εἶναι ὅτι ἔρχεται μιὰ σωτηρία γιὰ ὅλο τὸν κόσμο, γιὰ ὅλο τὸν ἄνθρωπο. ∆ὲν εἶναι ὅτι σωθήκαμε ἐμεῖς καὶ τοὺς φάγαμε τοὺς ἄλλους. ∆ὲν φάγαμε κανένα. Φαγωθήκαμε ἐμεῖς, γιὰ νὰ σωθοῦνε ὅλοι. Ἔ, αὐτὸ εἶναι τὸ ἰδιαίτερο ποὺ ὑπάρχει μέσα ἐδῶ· καὶ αὐτὸ βιοῦται μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Γι' αὐτό, βλέπετε ὅτι ἔχομε τοὺς Προφήτας, ἔχομε τὴν Παλαιὰ ∆ιαθήκη, τὸν Νόμο. Ἔχομε τὶς προτυπώσεις, τὸ Εὐαγγέλιο, ἔχομε τοὺς μελωδοὺς τῆς Ἐκκλησίας «τοὺς μελωδήσαντας μέλος ἐναρμόνιον θεολογίας». Ἔχομε τὸ Τριώδιο. Βλέπετε, τὸ βιβλίο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς λέγεται Τριώδιο· καὶ αὐτό, μουσικὸς τίτλος. Κι ἔχομε τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.

Καὶ στὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα τὰ διαβάζομε ὅλα αὐτά. Τὰ ψάλλομε, καὶ διαβάζομε καὶ λόγους τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ μοῦ ἔχει κάνει ἰδιαίτερη ἐντύπωσι ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου γιὰ τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν προδοσία. (Θυμᾶστε ὅλοι τὸν λόγο τὸν κατηχητικὸ ποὺ διαβάζομε τὴν Κυριακὴ τοῦ Πάσχα: «Εἴ τις εὐσεβὴς καὶ φιλόθεος, ἀπολαυέτω τῆς καλῆς ταύτης καὶ λαμπρᾶς πανηγύρεως»). Ἀλλὰ ἐξ ἴσου τολμηρὸς καὶ πανάγιος, σὰν ἀστραπή, εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸ Πάθος. Λέει ὅτι ὁ Κύριος ἔπαθε «οὐκ ἐπικειμένης στέγης, ἀλλ᾿ ἐπικειμένου οὐρανοῦ», «ἔξω τῆς πόλεως καὶ τῶν τειχῶν, ἔξω τοῦ ναοῦ». Γιατί; Γιὰ νὰ ἁγιάση τὴν οἰκουμένη.

Καὶ παρουσιάζεται ἐδῶ πέρα ὅτι δὲν εἶναι μερικὸς ὁ καθαρισμός, ἀλλὰ εἶναι καθολικὸς ὁ καθαρισμὸς καὶ γενικὴ ἡ σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου. Ἔπαθε «ἐφ᾿ ὑψηλοῦ ἰκρίου», ἐπάνω στὸν Σταυρό, γιὰ νὰ ἁγιασθῆ ὁ ἀέρας, γιὰ νὰ ἁγιασθῆ ἡ γῆ. Κι ὅλη ἡ γῆ ἔγινε «ἁγία τῶν παλαιῶν ἁγίων ἁγιωτέρα», ὅλη ἡ γῆ. Κι ἔτσι, ὁ Κύριος μᾶς χαρίζει «τὴν ἀρχαίαν πατρίδα, τὴν πατρῴαν πόλιν», τὴν οἰκείαν. Σὲ ποιοὺς τὴ χαρίζει; «Τῇ κοινῇ τῶν ἀνθρώπων φύσει», στὴ φύσι τῶν ἀνθρώπων τὴν κοινή. Καὶ τότε ἀναπαύεσαι. Τότε λές: «Ἐν τάξει».

Καὶ τότε νοιώθεις τί εἶναι ἄνθρωπος καὶ τί παίρνεις μέσα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ γιατὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία λέμε ὅτι εἶναι «μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία». Γιατὶ συνειδητὰ στοιχίζοντάς την καὶ στοιχίζοντας τὸν καθένα, δὲν ἀντιπροσωπεύει ἕνα τμῆμα, ἀλλὰ τὸ ὅλον. Καὶ δὲν φροντίζει γιὰ τὴ σωτηρία κάποιων, ἀλλὰ τῆς οἰκουμένης. Καὶ δὲν φροντίζει γιὰ μερικὸ καθαρισμό, ἀλλὰ γιὰ τὸν γενικὸ καθαρισμὸ ὅλης τῆς δημιουργίας, ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος.

Ἔτσι, προχωροῦμε καὶ φτάνουμε στὴν Παρασκευή, μετὰ ἀπὸ τὴν Ἀποκαθήλωσι, καὶ διαβάζουμε τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τὴν πρὸς Κορινθίους, ποὺ παρουσιάζει ἐκεῖ πέρα αὐτὸ ποὺ εἴπαμε.

Ὑπάρχει μιὰ παράδοσι ἑλληνικὴ καὶ ὑπάρχει μιὰ παράδοσι ἰουδαϊκή. Οἱ «Ἰουδαῖοι σημεῖον αἰτοῦσι καὶ Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν, ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρίαν, αὐτοῖς δὲ τοῖς κλητοῖς, Ἰουδαίοις τε καὶ Ἕλλησι, Χριστὸν Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν». Ὁπότε, «ἀπολῶ τὴν σοφίαν τῶν σοφῶν καὶ τὴν σύνεσιν τῶν συνετῶν ἀθετήσω», πᾶμε πέρα ἀπὸ ὅλα αὐτά. ∆ηλαδή, φεύγουμε ἀπὸ τὴ μανία καὶ τὰ ὄργια τὰ δαιμονικὰ τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καὶ πᾶμε στὸ «ἐν ἁγνότητι» τοῦ Παύλου.

Αὐτὰ τὰ ὄργια τὰ ἀρχαιοελληνικά, εἶχαν μιὰ δύναμι, μιὰ ἐπιθυμία ἀνθρώπινη νὰ σωθῆ ὁ ἄνθρωπος. Ξέρετε τί ἔλεγε ὁ Ἡράκλειτος; ὅτι αὐτὰ τὰ ἀναιδέστατα ποὺ πράττουν αὐτοὶ ποὺ τελοῦν τὰ διονυσιακὰ μυστήρια, κάπως δικαιολογεῖται, γιατὶ ὁ θεός, ὁ ∆ιόνυσος, ποὺ λατρεύουν δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν Ἅδη, ἀπὸ τὸν θάνατο. Καὶ ἐπειδὴ ὁ ∆ιόνυσος εἶναι ὁ θάνατος, γι’ αὐτό, κάτι γίνεται. Κι ἐδῶ πέρα ἐρχόμαστε κι ἔχουμε τὰ πανάγια ὄργια, τὰ «ἐν ἁγνότητι», καὶ ξεπερνιέται, ἐπίσης, ἡ κατάρα τοῦ νόμου τῆς Παλαιᾶς ∆ιαθήκης καὶ μπαίνομε στὴν καινὴ κτίσι. Καὶ ἔτσι, μποροῦμε ὅλοι νὰ ζήσωμε.

Καὶ στὸ τέλος βλέπουμε ὅτι φτάνουμε στὸ Μέγα Σάββατο, στὸν μέγα σαββατισμό, ποὺ ὁ Κύριος κατεβαίνει καὶ στὸν Ἅδη καὶ ἐλευθερώνει ὅλες τὶς σειρὲς τῶν πεπεδημένων. Καί, ὅπως λέει ἡ ὑμνολογία, «ὁ Ἅδης στένων βοᾷ· κατελύθη μου ἡ ἐξουσία». Μιλᾶ ὁ Ἅδης: Ἦταν καλύτερα νὰ μὴν πάρω μέσα μου τὸν ἐκ Μαρίας, γιατὶ βλέπω τώρα Αὐτὸς ἐλευθερώνει ὅλους.

Καὶ φτάνουμε στὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως, καὶ ὁ Κύριος ἀνασταίνεται καὶ ἀνιστάμενος, ὅπως λέει τὸ συναξάρι, «συνανιστᾶ τὸ ἀνθρώπινον σύμπαν». Καὶ λέει τὸ συναξάρι: «Χριστὸς κατελθὼν πρὸς πάλην Ἅδου μόνος, λαβὼν ἀνῆλθεν πολλὰ τῆς νίκης σκῦλα». Ὁ Χριστὸς κατέβηκε μόνος πρὸς πάλην Ἅδου καὶ νίκησε μόνος τὸν Ἅδη καὶ τὸν θάνατο· καὶ ἀνιστάμενος εἶχε πολλὰ σκῦλα, πολλὰ λάφυρα, καὶ συνανέστησε τὸν ἄνθρωπο, καὶ συνανέστησε τὴν οἰκουμένη.

Καὶ μοῦ κάνει ἐντύπωσι, καὶ γεμίζεις ἀπὸ χαρά, ὅταν τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα ψάλλουμε τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» τὸ ἀργό, τὸ ὁποῖο εἶναι πένθιμο. Ἔτσι φαίνεται ἐξωτερικά. Εἶναι πένθιμο, γιατὶ εἶναι γεμάτο ἀπὸ ἀνέκφραστη χαρά. Κι εἶναι πένθιμο, δηλαδή, σεμνό, γιὰ νὰ μὴν πληγώση κανέναν πληγωμένο, ὅπως καὶ τὸ μέλος τοῦ Ἀλληλούϊα καὶ ὅλα τὰ μέλη τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος εἶναι γεμάτα ἀπὸ παρηγοριὰ θεία, ποὺ σοῦ λένε: Κοίταξε, θὰ φτάσουμε στὸν γενικὸ καθαρισμό, στὸν καθαρμὸ «τῇ κοινῇ τῶν ἀνθρώπων φύσει». Θὰ ἀναστηθῆ ἡ ζωή μας· κι αὐτὸ ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἤθελε, νὰ ἀναληφθῆ καὶ νὰ νικήση τὸν θάνατο, ἔγινε καὶ γίνεται, καὶ τὸ ζῆς.

Καὶ τώρα λές: Κοίταξε τώρα τί γίνεται: Ὅπως ὁ Χριστὸς ἔρχεται ὡς νυμφίος ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός, ἔτσι ἔρχεται ὡς νυμφίος ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός, σὰν φῶς, σὰν ἀστραπή, ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Πῶς λέει τὴ Μεγάλη ∆ευτέρα «τὰ πάθη τὰ σεπτὰ ἡ παροῦσα ἡμέρα, ὡς φῶτα σωστικά, ἀνατέλλει τῷ κόσμῳ»; Φῶτα σωστικὰ ἀνατέλλουν. Νυμφίος ὁ Κύριος, «πορευόμενος πρὸς τὸ πάθος διὰ τὴν ἡμῶν σωτηρίαν». Φῶτα σωστικὰ ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα καὶ παρηγοριὰ γιὰ ὅλους. Καὶ δὲν ξέρεις τώρα τί γίνεται. Ἑρμηνεύεται ἡ Παλαιὰ ∆ιαθήκη, ἡ Καινή, ἡ Ἐκκλησία ἢ ἑρμηνεύεται ἡ ζωή σου, ἡ προσωπικὴ ζωή;

Καὶ νοιώθουμε ὅτι ὅλη ἡ ζωή μας εἶναι μιὰ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Καὶ θἄλεγα κι ὅτι ὅλη ἡ ἱστορία τοῦ κόσμου, ἂν παρακολουθήσωμε καλά, ἂν δὲν βιαστοῦμε, θὰ δοῦμε ὅτι εἶναι ὅλη μιὰ Μεγάλη Ἑβδομάδα.

Καὶ γύρω ἀπὸ τὸν Κύριο παίζεται τὸ ἴδιο παιχνίδι, καὶ εἶναι ὅλοι οἱ τύποι ποὺ παρήλασαν γύρω ἀπὸ τὸν Κύριο: Καὶ ὁ Πέτρος καὶ οἱ Μαθηταὶ καὶ ὁ ὄχλος καὶ οἱ παραπορευόμενοι, οἱ ὁποῖοι ἐβλασφήμουν Αὐτόν, καὶ ὁ Πιλᾶτος, ὁ ὁποῖος εἶχε τὴν ἐντύπωσι ὅτι ἡ ἐξουσία του ἡ κοσμικὴ κάτι ἦταν, αὐτὸς ποὺ εἶπε στὸν Κύριο ὅτι σὲ μένα δὲν μιλᾶς, δὲν ξέρεις ὅτι ἐξουσίαν ἔχω νὰ σὲ ἀπολύσω ἢ νὰ σὲ σταυρώσω; Ὁ δὲ Κύριος «οὐδὲν ἀπεκρίνατο, ὥστε θαυμάζειν τὸν ἡγεμόνα λίαν». Καὶ ὅταν ἔγινε αὐτὴ ἡ παρωδία τῆς δίκης καὶ εἶπε ὁ Πιλᾶτος «ποιὸν θέλετε νὰ ἀπολύσω, τὸν Βαρραβᾶ ἢ τὸν Ἰησοῦ;», αὐτοὶ εἶπον: «Βαρραβᾶν». «-Τί οὖν ποιήσω Ἰησοῦν;» Καὶ ἅπαντες φώναξαν «σταυρωθήτω». Καὶ ὁ Πιλᾶτος ρώτησε: «Τί κακὸν ἐποίησεν; Οἱ δὲ περισσῶς ἔκραζον λέγοντες, σταυρωθήτω»· δὲν ὑπάρχει συζήτησι. Καὶ μετὰ λέει ἐκεῖνος: «Ἀθῶός εἰμι τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου».

Καὶ ἐγὼ λέω: Κανεὶς δὲν εἶναι ἀθῶος. Καὶ κανεὶς δὲν ἔχει μεγάλη ἐξουσία, καὶ κανεὶς δὲν πρέπει νἄχη ἐμπιστοσύνη ὅτι εἶναι μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, σὰν τὸν Πέτρο. Καὶ κανεὶς νὰ μὴ νομίση ὅτι δὲν κρίνεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη, ἐπειδὴ βάζει τὸν ἑαυτό του ἔξω ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἱστορία. Γιατὶ «οὐκ ἔστιν ὃς ἀποκρυβήσεται τῆς θέρμης» τῆς ἀγάπης αὐτῆς, τῆς ἀγάπης τοῦ Κυρίου, ποὺ θυσιάζεται γιὰ ὅλους. Ὁπότε, «νῦν κρίσις ἐστὶ τοῦ κόσμου». Κρινόμαστε μακαρίως, καὶ συνεχίζεται ἡ κρίσις καὶ ὅλη ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος νομίζω πὼς εἶναι μιὰ Μεγάλη Ἑβδομάδα.

Καὶ δὲν ξέρω ἂν μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι αὐτὸς ποὺ μπορεῖ νὰ σώση τὴν ἀνθρωπότητα, αὐτὸς ποὺ μπορεῖ νὰ δώση τὴ χάρι ἡ ὁποία νικᾶ τὸν θάνατο εἶναι ὁ ἀδύνατος κι εἶναι ὁ ἐλάχιστος κι εἶναι καινὴ λογικὴ κι εἶναι καινὴ βασιλεία κι εἶναι καινὴ κτίσις κι εἶναι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία. Αὐτὴ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅλοι, γιὰ λόγους ποὺ εἶναι τελείως δικαιολογημένοι γιὰ ὅλους μας, ὅλοι τὴν κτυπᾶμε.

Καὶ δέστε, σεῖς, ποὺ ξέρετε καλύτερα ἀπὸ μένα τί γίνεται. Καὶ νομίζω ὅτι ξέρετε τί γίνεται: Ὁ διάβολος, ὅλα τὰ συγχωρεῖ, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀλήθεια ποὺ σώζει τὸν ἄνθρωπο. Καὶ μεταξὺ Ὀρθοδοξίας καὶ ἑτεροδοξίας, ὑπάρχει μιὰ ἐλάχιστη διαφορά· καὶ ἡ ἐλάχιστη εἶναι μέγιστη. Καὶ γι' αὐτό, ὅταν δῆ αὐτὴ τὴν ἀδυναμία, τὴ δύναμι ἡ ὁποία «ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται», αὐτὴ τὴ δύναμι ποὺ σώζει τὸν ἄνθρωπο, αὐτὴ ἡ ὁποία ἐπαναφέρει στὸ ἀρχαῖον κάλλος τὸν ἄνθρωπο, στὸ ἀρχαῖο μεγαλεῖο, στὴν ἀρχαία ἐλευθερία...

Καὶ ὁ καθένας δὲν εἶναι οὔτε ἕνα ἀνδράποδο ἑνὸς δικτατορικοῦ καθεστῶτος οὔτε κἂν πολίτης δημοκρατικοῦ πολιτεύματος - ποὺ καὶ αὐτὸ εἶναι ἀνεπαρκές. Ἀλλὰ ὁ καθένας εἶναι κατ' εἰκόνα Θεοῦ πλασμένος καὶ διαστέλλεται κατὰ χάριν καὶ γίνεται κατὰ χάριν χώρα τοῦ Ἀχωρήτου. Καὶ καθένας ἀνακεφαλαιώνει τὸ σύνολο· καί, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ καθένας εἶναι «ἐν σμικρῷ ἐκκλησία». Αὐτὴ ἡ σωτηρία ποὺ κάνει τὸν ἐλάχιστο μέγιστο, αὐτὴ εἶναι ἀπαράδεκτη γιὰ τὸν διάβολο. Γι’ αὐτό, χτυπιέται αὐτὸ τὸ ἐλάχιστο, τὸ περιφρονημένο, ποὺ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Γι’ αὐτό, λέω: Ἐσεῖς ποὺ εἶστε ἐδῶ, Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι, εἶστε στὸ σπίτι σας, εἶστε στὴν πατρίδα σας, εἶστε στὸν τόπο σας, γιατὶ «πᾶς τόπος γέγονε θυσιαστήριον», καὶ πρέπει ἀσυζητητὶ νὰ δοθῆ αὐτὴ ἡ μαρτυρία.

Ἴσως σᾶς κούρασα. Νὰ σταματήσω καί, ἂν θέλετε, νὰ πῆτε ἐσεῖς τὰ δικά σας, καὶ νὰ δοῦμε ποῦ θὰ φτάσουμε.

Η ομιλία δημοσιεύεται στο μπλογκ «Μικρό ωρολόγιο», https://wra9.blogspot.com/2022/04/blog-post_90.html


Valid CSS! Valid HTML!