Παλεύοντας με τη φθορά των σελίδων. Η βιβλιοδεσία στο πέρασμα των αιώνων.
Χωρίς καμία αμφιβολία, στο βιβλίο οφείλεται η διατήρηση της σοφίας του ανθρώπινου πολιτισμού και η παράδοση της από γενεά σε γενεά. Ιδιαίτερα πριν την τυπογραφία, από αρχαιοτάτων χρόνων, έντονο ήταν το ενδιαφέρον να διασωθεί ο καταγεγραμμένος πολιτισμός.
Το γεγονός ότι αρχαιότατα χειρόγραφα διασώθηκαν μέχρι σήμερα οφείλεται κατά ένα μεγάλο μέρος στους απλούς εκείνους χειροτέχνες που σε κάθε εποχή και για κάθε είδους κειμένου ήξερα να δώσουν στο βιβλίο το δέσιμο που του άρμοζε.
Οι Βαβυλώνιοι, έχοντας δημιουργήσει μία τεράστια παρακαταθήκη γραπτών κειμένων στον πηλό, οδηγήθηκαν στην αρίθμηση των «κεραμιδιών» τα οποία ταξινομούνταν σε σειρές και τα συντηρούσαν κατά ομάδες. Όταν επιτεύχθηκε η γραφή πάνω σε κάποιο υλικό που εύκολα τυλιγόταν σε ρόλο –μετάξι, πάπυρος ή περγαμηνή- το πρόβλημα της σελιδοποίησης και φύλαξης λύθηκε ευκολότερα.
Πολλοί κύλινδροι μαζί, δεμένοι και κρυμμένοι σε κουτιά από αρωματικό ξύλο για μεγαλύτερη προστασία βρέθηκαν μέσα στη γη, έχοντας διασωθεί από κάθε αγριότητα της εποχής τους. Επίσης, τα καμωμένα σε φύλλα φοινίκων οι μπαμπού βιβλία άλλων νοτιοανατολικών πολιτισμών διατηρήθηκαν σε θήκες από κορμούς δέντρων και άλλες ξύλινες κατασκευές.
Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι είχαν την ιδέα να διπλώνουν πολλά φύλλα του ίδιου μεγέθους στη μέση, οπότε, με κάποιον τρόπο γραφής στη ράχη, έδιναν το παραλληλεπίπεδο σχήμα που ονομάστηκε κώδικας» (codex).
Υπάρχουν ενδείξεις ότι το σχήμα αυτό ήταν ήδη γνωστό στους Ασσύριους από το 722 π.χ. αλλά το συναντάμε πια τελειοποιημένο από τους Κόπτες μοναχούς πάνω σε περγαμηνή που αντικατέστησε τον πάπυρο μέσα στον πρώτο αιώνα αυτής της χιλιετηρίδας.
Η διακόσμηση των πρώτων αυτών βιβλίων είναι εμπνευσμένη από την αιγυπτιακή τέχνη: δέρμα χαραγμένο, χρωματισμένο με ένθετα ανάγλυφα ή επίπεδα. Τα σχέδια σχεδόν πάντα γεωμετρικά, ευθείες γραμμές που σχηματίζουν ορθογώνια, τετράγωνα ή ρόμβους και περικλείουν κυρίως κύκλους, σταυρούς και άλλα σχήματα, όλα δουλεμένα με μικρά εργαλεία πάνω σε υγρό δέρμα. Φαίνεται πως οι Μουσουλμάνοι, οι οποίοι παρέλαβαν την τεχνική αυτή από τους Κόπτες, με την προσθήκη των δικών τους αραβουργημάτων, ήδη από τον 13ο αιώνα, ήταν οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν υγρό χρυσό πάνω στο δέρμα.
Στην Ευρώπη, μέχρι τον 12ο αιώνα, τα πρώτα βιβλία είναι σπάνια και ανεκτίμητα. Όχι μόνον επειδή τη συγγραφή τους έχουν αναλάβει οι αντιγράφεις στις βιβλιοθήκες των μοναστηριών αλλά κυρίως επειδή η βιβλιοδεσία τους είναι έργο αργυροχρυσοχόων. Η ραφή στηρίζεται πάνω σε έντερα ζώων, το δέρμα των οποίων χρησιμεύει στο ντύσιμο χωρίς όμως να είναι κολλημένο πάνω στα ξύλινα καπάκια. Επιβάλλεται η χρήση μεταλλικών κλειστών για να συγκρατηθεί η περγαμηνή κώμα ακόμα και καρφιών για την ενίσχυση των άκρων.
Με την οικονομική άνθηση του 12ου αιώνα δημιουργείται μία πολιτιστική αναγέννηση. Οι βιβλιοθήκες δεν εργάζονται πια μόνο στα μοναστήρια αλλά εγκαθίστανται δίπλα στα πανεπιστήμια και κάτω από τον οικονομικό έλεγχο αυτών. Το αναγνωστικό κοινό μεγαλώνει και απαιτούνται πλέον βιβλία μικρότερα σε σχήμα, περισσότερο εύχρηστα αλλά και πολύ πιο ανθεκτικά. Τα ξύλινα καπάκια λεπταίνουν αισθητά ώσπου να αντικατασταθούν από το χαρτόνι στο τέλος του 13ου αιώνα. Ως προς τη διακόσμηση, η χάραξη των δερμάτων με τα μικρά εργαλεία, δίνει τη θέση της σε μεγάλες εγκοπές που προβάλλουν ανάγλυφο η εσόγλυφο το κυρίως θέμα, πάντα θρησκευτικό, με σκούρο καφέ πάνω στο φυσικό άβαφο δέρμα.
Τα εργαστήρια πληθαίνουν και παρόλη τη θεματική μονοτονία, δεν λείπουν οι καινοτομίες, όπως ο χρωματισμός και η διακόσμηση των φύλλων γύρω γύρω στα βιβλία, η διακόσμηση με χρυσό μετά τον 13ο αιώνα και τη εμφάνιση χρωματισμένων δερμάτων σε τόνους του κόκκινου και πρασίνου μετά τον 14ο.
Τα «μοναστικά», διακοσμητική που χρησιμοποιούνται μέχρι τότε, περνούν και στον επόμενο αιώνα, οπότε, από το 1522, το χαρτί αντικαθιστά πλήρως την περγαμηνή. Και παρόλο που ο Γουτεμβέργιος τύπωσε την πρώτη του Βίβλο και σε περγαμηνή και σε χαρτί, χρειάστηκαν 70 χρόνια- 1450 έως 1522, ως την πλήρη αποδοχή και καθιέρωση του τυπωμένου βιβλίου αντί του χειρογράφου.
Πρέπει λοιπόν η βιβλιοδεσία να προλάβει τη μαζική παραγωγή των βιβλίων που αριθμεί περίπου 20 εκατομμύρια τόνους από το 1450 στο 1.500 μόνο στην Ευρώπη. Το μεγάλο βήμα της προόδου αυτή τη φορά θα κάνουν οι Έλληνες βυζαντινοί βιβλιοδέτες πολλοί από τους οποίους, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, οδηγήθηκαν σε εργαστήρια της Δύσης. Είναι εκείνοι, οι οποίοι επινόησαν έναν καινούργιο τρόπο δέσης, όπου οι κάθετες πάγκοι στήριξης δεν εξέχουν από τη ράχη του βιβλίου όπως παλιότερα τα έντερα που χρησιμοποιούνταν, αλλά ενσωματώνονται μέσα σε εγκοπές που γίνονται με πριόνι. Επίσημα, ο τρόπος αυτός της γραφής επιτράπηκε στη Γαλλία μόνο το 1750 αν και τα περισσότερα βιβλία ράβονταν έτσι από πολύ νωρίτερα.
Από τις αρχές του 20ου αιώνα η βιβλιοδεσία αναγνωρίστηκε ως μία καινούργια και πολύ ενδιαφέρουσα μορφή της διακοσμητικής τέχνης και απλώθηκε εξαιρετικά γρήγορα σε όλη την Ευρώπη. Οργανώθηκαν τα πρώτα συνδικάτα του επαγγέλματος και άρχισε να αυξάνεται με ραγδαίο ρυθμό ο αριθμός αυτών που συμμετέχουν στις διεθνείς εκθέσεις. Εκδοτικοί οίκοι σε όλη την Ευρώπη και ιδιαίτερα στην Γαλλία δημιουργούν βιβλιοδετικά αριστουργήματα και παράγουν συλλεκτικές εκδόσεις, οι οποίες γίνονται ανάρπαστες, όχι μόνο από βιβλιόφιλους αλλά και από συλλέκτες τέχνης. Σύντομα διαπιστώθηκε πως η καλλιτεχνική βιβλιοδεσία κατέστησε το βιβλίο ακόμη πιο αγαπητό, συνδυάζοντας το περιεχόμενο με την καλαισθησία της μορφής. Σύντομα, οι απλοί άνθρωποι θέλησαν να συντηρήσουν με καλλιτεχνική βιβλιοδεσία τα αγαπημένα τους βιβλία, δημιουργώντας έτσι μία προσωπική καλαίσθητη βιβλιοθήκη.
Το βέβαιον είναι πως σήμερα, εποχή που το βιβλίο βάλλεται από νέες μορφές ηλεκτρονικής ανάγνωσης, η βιβλιοδεσία είναι σε θέση να καταστήσει το βιβλίο ξεχωριστό αντικείμενο ενισχύοντας τους δεσμούς του αναγνώστη μαζί του και διατηρώντας ζωντανή την ελπίδα ενός αναγνωστικού κοινού που θα μπορεί πάντοτε να αναγνωρίζει τη μαγεία της ανάγνωσης και της προσωπικής σχέσης με τις επόμενες σελίδες ενός βιβλίου πο, έστω και αν έχει διαβαστεί, θα παραμένει ισοβίως ένας αγαπημένος φίλος.