(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Όταν ο Γέροντας ήταν βαριά άρρωστος, μου είπε: - Τώρα πάω στο μοναστήρι Σαβναμπάντα.
Σκέφτηκα ότι αστειευόταν και τον παρότρυνα κι εγώ αστειευόμενη με τη σειρά μου: - Πηγαίνετε, π. Γαβριήλ, πηγαίνετε.
Τον πήρε για λίγο ο ύπνος και ύστερα τον ρώτησα με απλότητα: - Πήγατε, πατέρα, στο Σαβναμπάντα ; - Πήγα. Όλοι τους είναι καλά. Είχαν τραπέζι μάλιστα εκείνη την ώρα. - Εσείς δεν εμφανιστήκατε; - Όχι, γιατί θα απορούσαν πώς πήγα, αφού ξέρουν ότι βρίσκομαι εδώ πεταμένος σαν σκυλί. - Και ο ηγούμενος Σίο τι έκανε; - Μετρούσε τους ανθρώπους στο τραπέζι.
Μετά από μερικές μέρες που ήρθε ο π. Σίο για να δει τον π. Γαβριήλ, τον ρώτησα καθώς έφευγε: - Είσαστε πολλοί στο μοναστήρι Σαβναμπάντα; - Δεν ξέρω. Έρχονται και φεύγουν τόσοι, που δεν μπορώ να τους λογαριάσω. Γι' αυτό κάθε μέρα τους μετράω στο τραπέζι.
Έμεινα άφωνη.
Και άλλη φορά, όταν μου είπε ο Γέροντας ότι θα πάει στο μοναστήρι Μαρτκόπι, άρχισα να τον παρακολουθώ με ενδιαφέρον.
Ύστερα από μισή ώρα τον ρώτησα: - Πήγατε στο μοναστήρι; - Ναι πήγα. Όλοι οι μοναχοί είναι καλά, εκτός από έναν.
Πράγματι, μετά από κάποιο διάστημα, ένας μοναχός εγκατέλειψε το μοναστήρι.
Από το βιβλίο ο «Άγιος Γαβριήλ ο διά Χριστόν σαλός και Ομολογητής».