Προσβάσιμη σελίδα για τα άτομα με μερική ή ολική τύφλωση
Α-
Α+

Ο Αιθίοπας μάρτυρας Χριστόδουλος, Από θύτης της αγίας παρθενομάρτυρος Κερκύρας ομολογητής και μαρτυρικό θύμα!

Ορθοδοξία / Θαυμαστές Διηγήσεις - 29 Απριλίου 2024

Αγία Παρθενομάρτυς Κερκύρα.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

 

: «Εγώ, ω δικαστά, έχουσα εν ουρανοίς Νυμφίον αθάνατον, τον αιώνιον Βασιλέα, δεν δέχομαι ούτε θεούς νεκρούς πλέον να λατρεύσω, ούτε μετά φθαρτού ανδρός να συνοικήσω.

Της δε προσκαίρου βασιλείας την δόξαν ουδόλως επιζητώ· οπλίσθητι λοιπόν, κατασκεύασον τον τροχόν, άναψον το πυρ, ετοίμασον τον σίδηρον, άνοιξον τον λάκκον , συμφωνούντος μετά σου και του πατρός μου. Εγώ, καθώς βλέπεις, και γυνή και μόνη και γυμνή και ξένη του κόσμου τούτου είμαι, εν μόνον όπλον κατέχουσα, τον Χριστόν μου και Θεόν, το οποίον ούτε διά των πληγών θραύεται, ούτε διά του σιδήρου τεμαχίζεται, ούτε διά του πυρός κατακαίεται».

Ταύτα ακούσας ο ασεβής έπαρχος και εννοήσας, ότι δεν δύναται να μεταβάλη την γνώμην της κόρης, έκλεισεν αυτήν εις την φυλακήν και μεταβάς ταχέως προς τον βασιλέα είπε προς αυτόν· «Ας γνωρίζη ο θειότης σου, ω βασιλεύ, ότι εις βαρείαν πλάνην περιέπεσεν η θυγάτηρ σου. Διότι ευκολώτερον είναι να απαλύνη κανείς σίδηρον, παρά να μεταβάλη την γνώμην εκείνης».

Επί τω ακούσματι τούτω εθυμώθη σφόδρα ο βασιλεύς και ευθύς διέταξε τον έπαρχον να αποστείλη εις την φυλακήν αιθίοπά τινα, φοβερώτατον κατά την μορφήν, ευμεγέθη και περιβόητον διά τας ασωτίας του, ίνα διαφθείρη την Αγίαν παρθένον. Προνοία τότε του Πανσόφου Θεού άρκτος άγνωστον πόθεν ελθούσα, εστάθη εις την είσοδον της φυλακής ως ασφαλής φρουρός της παρθενίας της.

Ο δε αιθίοψ ευθύς ως απεστάλη έτρεχε χαίρων προς την φυλακήν· αλλά προτού εγγίση την θύραν, επετέθη κατ’ αυτού η άρκτος μετά φοβερού βρυχηθμού, και ρίψασα αυτόν κατά γης ήρχισε να τον κατασπαράττη κατατρώγουσα αυτόν διά των οδόντων της.

Τότε η του Θεού παις Κερκύρα προστρέξασα είπε προς την άρκτον, ως εις χειραγωγούμενον αρνίον · «Σε ορκίζω εις την δύναμιν του Χριστού, άφες αυτόν ίνα ακούση τους λόγους μου».

Τότε η άρκτος, ως εντραπείσα, άφησε τον άνθρωπον και απελθούσα εξηπλώθη επί της φωλεάς της.

Ηρώτησε τότε, η Αγία τον αιθίοπα· «Διά ποίον σκοπόν ήλθες εδώ»;

Εκείνος απεκρίθη· «Ο έπαρχος Καρπιανός με απέστειλεν».

Είπε πάλιν η Μάρτυς προς αυτόν· «Ιδού, το άλογον θηρίον, ευθύς ως ήκουσε το όνομα του Χριστού, ηυλαβήθη· και συ, λογικής φύσεως ων, εις τοιαύτας ασωτίας διάγεις, ω άθλιε»;

Κατατρομάξας τότε ο αιθίοψ προσέπεσεν εις τους πόδας της παρθένου και είπε· «Σε παρακαλώ, πρόσταξόν με να εξέλθω εντεύθεν αβλαβής και πιστεύω εις τον Θεόν σου».

Η δε Μάρτυς είπε· «Μη φοβού το θηρίον, αλλά την αμαρτίαν. Διότι το θηρίον τρώγει τας σάρκας τας διά του θανάτου διαλυομένας, η δε αμαρτία την αθάνατον ψυχήν καταστρέφει, αιωνίως ταύτην κολάζουσα».

Εζήτησε τότε ο αιθίοψ να του δοθή σημείον της Πίστεως και να απομακρυνθή.

Η δε Αγία, λαβούσα ξύλον, κατεσκεύασεν αμέσως Σταυρόν και παρέδωσε τούτον εις τον αιθίοπα ειπούσα· «Τούτο είναι το σημείον της Πίστεως πίστευε εις τον Χριστόν και θέλεις σωθή».

Αφού δε ωνόμασε τούτον Χριστόδουλον, προσέταξε να απέλθη.

Εκείνος δε ηρώτησε την Αγίαν· «Σε παρακαλώ, δέσποινα και κυρία, δίδαξόν με τι να αποκρίνωμαι εις τους ερωτώντας με».

Απεκρίθη η Αγία· «Ουδέν έτερον να αποκρίνεσαι, η τούτο μόνον. Τον Χριστόν ζητώ, Αυτόν ποθώ και Αυτόν προσκυνώ».

Λαβών λοιπόν ο Χριστόδουλος την τελειότητα της Πίστεως, έφυγεν εκείθεν.

Κρατών δε τον Σταυρόν, διήρχετο διά μέσου της πόλεως, κηρύττων μετά παρρησίας τα θαυμάσια του Χριστού και κραυγάζων· «Τον Χριστόν ζητώ, Αυτόν ποθώ και Αυτόν προσκυνώ».

Ερωτώμενος δε παρά πολλών τι σημαίνουσι ταύτα, ουδέν άλλο έλεγεν, ει μη μόνον τον λόγον τον οποίον έμαθε παρά της Αγίας παρθένου. Κατά δε την επομένην, ανεγερθέντος βήματος προ της πύλης της πόλεως, εκάθισεν επ’ αυτού ο έπαρχος, ίνα ανακρίνη.

Προσέταξε λοιπόν να φέρουν ενώπιόν του αμέσως τον αιθίοπα, όστις πάραυτα ωδηγήθη κρατών τον Σταυρόν.

Παρατηρήσας τότε τούτον ο έπαρχος αγρίως και μετά φθόνου, είπε· «Σκοτεινόμορφε και δυσειδέστερε παντός ζώου, τέρας φρικτόν και πρόσωπον ελεεινόν και μιαρώτατον, δεν είχες τίποτε άλλο να πράξης, παρά να συναρπαγής από την πλάνην της κατηραμένης εκείνης κόρης»;

Αλλ’ ο Χριστόδουλος, υψώσας τον Σταυρόν διά της δεξιάς του χειρός, είπε· «Χριστόν ζητώ, Χριστόν ποθώ και Αυτόν προσκυνώ».

Ο άρχων τότε διέταξε να απλωθή αμέσως επί ξύλου και να κτυπηθή εις το μέσον της κεφαλής.

Ευθύς δε εξετελέσθη η προσταγή του. Κτυπηθείς δε ο μακάριος και διογκωθείσης της κεφαλής του μέχρι των οφθαλμών, εβόησε διά φωνής μεγάλης· «Ευχαριστώ σοι, Κύριε Ιησού Χριστέ. Ιδού, εν τω αίματί μου βαπτίζομαι δέχθητι εν ειρήνη την ψυχήν μου».

Αμέσως δε ετελειώθη. Ο δε άρχων, λαβών πέλεκυν, διεχώρισε διά τούτου αυτόν εις το μέσον και έρριψεν αυτόν έξω της πόλεως ίνα καταφαγωθή υπό των κυνών.

: Ο δε προαναφερθείς πρεσβύτερος Θεοδόσιος, παραμείνας εις τον τόπον του Μαρτυρίου της Αγίας, ευθύς ως εγένετο νυξ και ανεχώρησαν πάντες, ανεσήκωσε το καρτερικόν και πολύαθλον σώμα και απέθεσε τούτο υποκάτω της γης, πλησίον της πύλης της πόλεως.

Ως επίσης και το του Χριστοδούλου, του αιθίοπος, όπερ ερευνήσας εύρε, διότι και τούτο είχε ριφθή εκεί και μέχρι τούδε διετηρείτο ακέραιον μη βλαβέν ούτε υπό των θηρίων ούτε υπό των ορνέων, κατέθεσε δε και τούτο εις τα δεξιά του τάφου της Αγίας Μάρτυρος Κερκύρας.

Πολλοί δε των της πόλεως, κατά την νύκτα, έβλεπον εις τον τόπον εκείνον στήλην φωτός και ήκουον φωνήν υμνωδίας.

 

Από τον «Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας», μήνας Απρίλιος, τόμος δ'.


Valid CSS! Valid HTML!