(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
.
Όθεν ελθών ο Ελλάδιος εις την θυγατέρα του Ελέσαν, λέγει μετά δακρύων προς αυτήν: «Ελέσα, θυγάτηρ μου παμφιλτάτη, τι είναι τούτο όπου μου έκαμες του δυστυχούς και ταλαιπώρου και έφυγες από τον οίκον μας και με ελύπησες σφόδρα, και όλοι μας οι συγγενείς πολύ θλίβονται διά σε; άραγε δεν σου ήρεσεν ο τόπος και η χώρα και τα πλούτη, αι τιμαί και αι αναπαύσεις όπου απελάμβανες, μόνον ήλθες εις τούτον τον έρημον και άγριον τόπον να κατοικής μαζί με τα θηρία;
Πώς υπέφερες εις όλας τας ημέρας που κατοικείς εδώ και δεν απέθανες από την πείναν και την γυμνότητα και εταλαιπωρήθης, συ ήτις ήσο τόσον ωραία και ήδη κατεστάθης αγνώριστος; Όμως, τέκνον μου, ας είναι συγχωρημέναι αι ανοησίαι αυταί, τας οποίας διέπραξες ως νέα εισέτι την ηλικίαν, και άκουσόν μου. Τώρα να επιστρέψωμεν μαζί εις την πατρίδα μας, και να είσαι κυρία εις τον οίκον μας ως και πρότερον, και όπως θέλεις να κυβερνάς, διότι γινώσκεις καλώς, ότι δεν έχω άλλην ελπίδα, διότι συ είσαι το φως των οφθαλμών μου· όθεν εγείρου να υπάγωμεν».
Η δε Αγία ταύτα ακούσασα λέγει προς αυτόν: «Πάτερ μου, καλώς εποίησας και ήλθες προς με διά να λάβω συγχώρησιν παρά σου ως γεννήτορός μου το δε να έλθω μετά σου δεν γίνεται ποτέ».
Ο δε λέγει προς αυτήν με αυστηρότητα: «Αυτούς τους λόγους μη τους λέγης· εάν δεν σε είχον εύρει, θα απέμενες εδώ διά να γίνης βορά των θηρίων· όμως οι θεοί σε ελυπήθησαν, και ιδού εγώ σε εύρον· λοιπόν έλα ταχέως να υπάγωμεν, ει δε θα σε οδηγήσω διά της βίας και κακώς έχουσαν· αλλ’ ερωτώ σε, διά ποίαν αιτίαν έφυγες με πολλήν σου ευχαρίστησιν, και διά τον γυρισμόν τώρα εις την γνώμην μου εναντιώνεσαι;».
Η δε θυγάτηρ του απεκρίθη: «Εγώ, να σου είπω, πάτερ μου, την αλήθειαν, και ας μη σου κακοφανή, επειδή συ είσαι άλλης θρησκείας, και εγώ είμαι Χριστιανή εφ’ όσον εβαπτίσθην από την μικράν μου ηλικίαν εις το όνομα της Αγίας Τριάδος, δεν αρμόζει δε να συγκατοικώ με σε ούτε με άλλους ειδωλολάτρας, διά τούτο ήλθον εις τούτον τον τόπον, και προτιμώ να κατοικώ με τα θηρία παρά με ανθρώπους ασεβείς και ειδωλολάτρας, οι οποίοι είναι περισσότερον ανόητοι και από τα θηρία και λατρεύουσιν άψυχα, κωφά και αναίσθητα είδωλα, τα οποία κατασκευάζουν με τας χείρας των και τα σέβονται ως θεούς.
Αλλ’ εγώ προσκυνώ και πιστεύω εις τον αληθινόν Θεόν, όστις εποίησε τον ουρανόν και την γην, και όσα φαίνονται και όσα δεν φαίνονται, και εις τον Μονογενή Του Υιόν, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, και εις το Πνεύμα το Άγιον, ένα Θεόν Τρισυπόστατον, εις του οποίου το όνομα εβαπτίσθην, και εις εκείνον έχω την αγάπην μου, δεν προτιμώ δε άλλο πράγμα υπέρ την αγάπην του, ούτε και αυτήν την ζωήν μου. Ιδού λοιπόν, σου είπα όλην την αλήθειαν και άφες με, δος μοι την συγχώρησιν και ύπαγε».
Ο δε λέγει εις αυτήν: «Άφες τα μωρολογήματα και ελθέ να οδεύσωμεν, μη με αγανακτής και θυμώσω, ίνα μη σου δώσω πολλάς πληγάς και βάσανα ανήκουστα η και τέλος να σε θανατώσω».
Τότε πάλιν η μακαρία Ελέσα απεκρίθη: «Κάλλιον, λαμβάνω αυτά, παρά να έλθω μετά σου εις το σκότος των ειδώλων».
Ο δε, θυμωθείς, ήρπασεν αυτήν από τους πλοκάμους της κεφαλής και έσυρε κατά γης, και έτυπτε διά ράβδων, έως ότου την κατεπλήγωσεν. Αυτή δε έψαλλε το «Ελέησόν με ο Θεός».
Βλέπων ο Ελλάδιος το αμετάθετον της γνώμης της έδεσεν οπίσω τας χείράς της και την εκρέμασεν από τους πλοκάμους εις δένδρον τι κερατέας, εβασάνιζε δε αυτήν με πικράς τιμωρίας και φρικτούς δαρμούς, έως ότου εξέπνευσε ναί παρέδωκε την μακαρίαν ψυχήν της εις χείρας Θεού.
Αυτός δε έλυσε το άγιον και μαρτυρικόν της σώμα, και το έρριψε κατά γης· ελθούσα δε η χάρις του Θεού επ’ αυτήν, ανεστήθη και εκάθισεν, ευχαριστούσα δε έλεγεν: «Ευχαριστώ σοι, Κύριε, Ποιητά ουρανού και γης, ότι με ηξίωσας και υπέμεινα διάφορα βάσανα διά την αγάπην σου. Ούτω παρακαλώ να με βοηθήσης έως τέλους να υπομείνω, και να με λυτρώσης από τας χείρας του ασεβεστάτου και τυράννου πατρός μου και να με αξιώσης της ουρανίου σου Βασιλείας· αν δε τις Χριστιανός σε επικαλεσθή εις το όνομά μου, σε παρακαλώ να του δώσης το ζητούμενον».
Ακούσας ταύτα ο πατήρ της Αγίας επλήσθη θυμού, και έλαβεν εις χείρας λίθον να λιθάση αυτήν, η δε Αγία έτρεχε φεύγουσα, αυτός δε την επλησίαζε με πολύν θυμόν. Τότε εσχίσθη μία πέτρα μεγάλη του βουνού, και επέρασεν η Αγία εις το άλλο μέρος (ως φαίνεται μέχρι της σήμερον η πέτρα εκείνη), κλίνασα δε τα γόνατα προσηύχετο·ο δε θηριόγνωμος πατήρ αυτής τρέξας κατόπιν της, την κτυπά με ένα λίθον εις το μέτωπον και της συνέτριψε τους οδόντας, είτα σπασάμενος την μάχαιράν του απέκοψε την αγίαν της κεφαλήν, τη Α’ Αυγούστου, του έτους 375 μ. Χ. και ούτως έλαβεν η αοίδιμος τον στέφανον του μαρτυρίου.
Η δε μία δούλη της Αγίας έστεκεν αντίκρυ και εθεώρει τα γενόμενα· την δε άλλην την επήρε και την έβαλεν ακουσίως ο Ελλάδιος εις το πλοίον και επέστρεψαν εις την Πελοπόννησον εις την χώραν αυτού. Η δε πρώτη δούλη, ήτις ήτο κρυμμένη άντικρυ και εθεώρει, όταν έφυγε το πλοίον, ήλθεν εις το λείψανον της Αγίας μακαρίζουσα και καταφιλούσα αυτό μετά δακρύων και ευλαβώς εκήδευσε το μακάριον εκείνο λείψανον εις τόπον υψηλόν, εις τον οποίον ήτο νεκρά, εις το όρος επάνω.
Διά ταύτην λοιπόν την ν το όρος αυτό ονομάζεται έως την σήμερον όρος της Αγίας Ελέσας.
Η δε δούλη της Αγίας έμεινεν εις αυτόν τον τόπον τεσσαράκοντα ημέρας και ήκουε πολλάς ψαλμωδίας Αγγέλων επάνω του τάφου κατά πάσαν νύκτα, εθεώρει δε και φως ουράνιον όπερ περιέλαμπεν άνωθεν του τάφου της Αγίας, αυτή δε εδόξαζε τον Θεόν, εμακάριζε δε και την Αγίαν εις τα θεωρούμενα.
Μετά δε τεσσαράκοντα ημέρας ήλθεν εν πλοίον των Χριστιανών εις αυτήν την νήσον, και κατελθούσα αυτή από του όρους εισήλθεν εις αυτό και ανεχώρησεν εκ της νήσου, διηγείτο δε άπαντα τα περί της Αγίας γενόμενα εις πάσαν πόλιν και χώραν, τας οποίας διώδευσε · πολλοί δε των Χριστιανών, ακούοντες τα τοιαύτα, ήρχοντο εις την νήσον ταύτην χάριν ευλαβείας και προσκυνήσεως της Αγίας, έκτισαν δε και μικρόν Ναόν εις το όνομα της Αγίας εκεί όπου ήτο το άγιον αυτής και μαρτυρικόν λείψανον.
Ο Ναός αυτός έγινε πηγή θαυμάτων εις τους προσερχομένους μετά πίστεως, διότι εφημίσθη το όνομα της Αγίας, και προσήρχοντο πολλοί από τους πλησιοχώρους τόπους, και εώρταζον την μνήμην της (κατά την πρώτην του Αυγούστου μηνός, διότι εις αυτήν την ημέραν απετμήθη) και ελάμβανον πολλάς ευεργεσίας και χάριτας σωτηριώδεις από την Αγίαν, ολίγον δε κατ’ ολίγον κατώκουν εις την νήσον ταύτην, και με την βοήθειαν της Αγίας εις ολίγους χρόνους κατωκήθη η νήσος αύτη όλη από πλήθος λαού, πάντες δε εις την μνήμην αυτής συνηθροίζοντο μετά λαμπάδων και θυμιαμάτων δοξάξοντες και υμνολογούντες εις την πανήγυριν αυτής.
Από τον «Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας», μήνας Αύγουστος, τόμος 8ος.