Η μεγάλη εορτή της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού, είναι ημέρα χαρμολύπης για εμάς τους πιστούς. Ημέρα χαράς, διότι δια του σταυρικού θανάτου του Λυτρωτή μας Χριστού λάβαμε την απολύτρωση από τα φρικτά δεσμά του διαβόλου, τη δουλεία της αμαρτίας και τον πικρό θάνατο. Ημέρα λύπης, διότι φέρνει στη θύμησή μας τη θεοκτονία, το σταυρικό θάνατο του Χριστού, την μεγαλύτερη κακουργία όλων των εποχών, την έσχατη κατάντια της πτώσεώς μας και ταυτόχρονα την ανάγκη της από το Θεό σωτηρίας μας.
Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός παραδόθηκε «ίνα σταυρωθή», ως «παραβάτης» του Νόμου, με τις διατάξεις του Νόμου, «ὅτι Θεοῦ υἱόν ἑαυτόν ἐποίησε» (Ἰωάν.10,7). «Ημεῖς νόμον ἔχομεν καί κατά τόν νόμον ἡμῶν ὀφείλει ἀποθανεῖν», απαιτούσαν οι Ιουδαίοι από τη ρωμαϊκή εξουσία. Ο Νομοθέτης καταδικάστηκε από τον δικό Του Νόμο και θανατώθηκε με τις διατάξεις του! Πέθανε (σωματικά) επάνω στο σταυρό ως «επικατάρατος», διότι όποιος πέθαινε δια του θανάτου του σταυρού θεωρούνταν καταραμένος (Δευτ.21,22. Γαλ.3,13).
Αλλά, με τη γενική έννοια της κατάρας, επικατάρατος ήταν ο κάθε άνθρωπος, ως παραβάτης της εντολής του Θεού (Γεν.3,6) και υποκείμενος στο θάνατο, σύμφωνα με την προειδοποίηση του Θεού προς τους πρωτοπλάστους: «ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» (Γεν.2,17). Όμως ήρθε ο Χριστός στον κόσμο για να ελευθερώσει τον άνθρωπο από την αρχέγονη κατάρα και να άρει τις τραγικές συνέπειές της, που ήταν ο θάνατος. Ο Σωτήρας μας «ημάς εξηγόρασεν εκ της κατάρας του νόμου γενόμενος υπέρ ημών κατάρα» (Γαλ.3,13), για να καταργήσει την κατάρα του ανθρωπίνου γένους. Με τον θάνατό Του μετέβαλε την κατάρα σε ευλογία και το φονικό μέσον της σταυρώσεως, τον σταυρό, σε πηγή αγιασμού και απολυτρώσεως. Η θεία αγάπη υπερίσχυσε της ανθρώπινης κακίας και δε λειτούργησε εκδικητικά. Ο άνθρωπος έδωσε πόνο και θάνατο στο Θεό και Εκείνος ανταπέδωσε αγάπη! Ο σταυρός πλέον, από καταραμένο μέσον θανατώσεως κακούργων, έγινε το σύμβολο της αγάπης και της θυσίας. Έγινε το σύμβολο της καταλλαγής, Θεού και ανθρώπου και των ανθρώπων μεταξύ τους. Έπαψε πλέον να είναι συνυφασμένος με το θάνατο, να προξενεί το θάνατο σε όσους ανέβαιναν σε αυτόν και έγινε πηγή της ζωής και της αθανασίας!
Ο Τίμιος Σταυρός ορίζεται ως το «Πολίτευμα της Εκκλησίας μας». Ψάλλουμε κατά την αγιώνυμη ημέρα: «Σώσον Κύριε τον λαόν Σου και ευλόγησον την κληρονομίαν Σου … διά του Σταυρού Σου πολίτευμα». Τι είναι όμως το πολίτευμα του Σταυρού και πως βιώνεται στην ζωή των πιστών; Δια της αγάπης! Ο Χριστός έπαθε και πέθανε στο Σταυρό, εξαιτίας της άμετρης αγάπης Του για τον πεσόντα άνθρωπο (Ιωάν.3,16), φανερώνοντας το σταυρικό της χαρακτήρα. Δείχνοντας και σε μας πως και η δική μας αγάπη, δηλαδή η αγαπητική σχέση μας με τους συνανθρώπους μας, θα πρέπει να είναι σταυρική. Να είναι αποτέλεσμα θυσίας και «κενώσεως» από κάθε εγωιστική μας διάθεση και κατάσταση. Αγάπη χωρίς το στοιχείο του Σταυρού δεν υπάρχει. Αγάπη ξέχωρη από το Σταυρό, χωρίς προσωπική «σταύρωση» είναι κάλπικη και εγωιστική. Η αληθινή αγάπη πραγματώνεται και εκδηλώνεται μόνο δια της «κενώσεως», «έως θανάτου, θανάτου δε σταυρού» (Φιλιπ.2,8). Πρότυπο αυτής της αγάπης είναι η «θεία κένωση», η Ενανθρώπηση του Θεού, το «άδειασμα» της θείας δόξας και η «ένδυση μορφής δούλου», για να επιτευχθεί η σωτηρία μας. Δεν μπορούμε να ισχυριζόμαστε ότι «αγάπην έχομεν», αν δεν «σταυρώσουμε» τον εαυτό μας, αν δηλαδή δεν «σκοτώσουμε» το εγώ μας, το ατομικό μας θέλημα, εάν δεν αποκολληθούμε από την ατομικιστική μας περιχαράκωση και αυτάρκεια.
Ο Χριστός μας δίδαξε πως αν θέλουμε να σώσουμε την ψυχή μας, πρέπει να την χάσουμε, «ος γαρ αν θέλῃ την ψυχὴν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν· ος δ᾿ αν απολέσῃ την εαυτού ψυχὴν ένεκεν εμού και του ευαγγελίου, ούτος σώσει αυτήν» (Μαρκ.8,34). Λόγος παράξενος και ακατανόητος για τον «κόσμο». Εδώ με την λέξη ψυχή εννοείται η ζωή, όχι η βιολογική, αλλά ο λόγος της υπάρξεώς μας, ο προορισμός μας. Ο Κύριος μας παραγγέλλει με τον παράξενο και ακατανόητο για τον «κόσμο» αυτό λόγο, να «απολέσουμε» θεληματικά την εγωιστική μας περιχαράκωση και αυτάρκεια, να αποβάλλουμε το δαιμονικό αυτό σύμπτωμα στην πτωτική μας φύση, το οποίο μας οδηγεί αναπόφευκτα στην απώλεια, στον πνευματικό θάνατο. Όσο εμμένουμε στην αφύσικη και παρείσακτη αυτή κατάσταση θα πορευόμαστε στη φθορά και το θάνατο. Το αντίδοτο του ατομικού μας θανάτου είναι η θανάτωση του εγώ μας, δηλαδή ο σταυρικός τρόπος της ζωής μας, η εγκοπή του ατομικού μας θελήματος, η απαγκίστρωσή μας από την εγωιστική μας περιχαράκωση.
Ο Χριστός δίδαξε την αγάπη και την αλληλοδιακονία, ως την θεμελιώδη ειδοποιό διαφορά των πιστών Του με τον «κόσμο», η οποία ερείδεται επί της προσωπικής μας «σταυρώσεως», δηλαδή, του «αδειάσματος» του εγώ μας, της ταπείνωσής μας. Να σημειώσουμε πως η χριστιανική έννοια της αγάπης δεν είναι απλά εκπλήρωση καθήκοντος, εκδήλωση ανθρωπιστικού ενδιαφέροντος, ικανοποίηση συναισθήματος (π.χ. συμπόνιας, λύπης, κλπ), αλλά θυσιαστική διάθεση, στάση και τρόπο ζωής. Ο Χριστός είναι σαφής: «ος αν θέλη γενέσθαι μέγας εν υμίν, έσται υμών διάκονος, και ος αν θέλη υμών γενέσθαι πρώτος, έσται πάντων δούλος» (Μαρκ.9,42-44). Η έμπρακτη αγάπη είναι τρόπος ζωής και πολιτείας.
Οι χριστιανοί καλούνται να αποδείξουν την γνησιότητά τους με την διακονία των αδελφών τους. Να αισθάνονται τους συνανθρώπους τους ως «μέλη του ενός σώματος», καθ’ ότι «καθάπερ γὰρ τὸ σῶμα ἕν ἐστι καὶ μέλη ἔχει πολλά, πάντα δὲ τὰ μέλη τοῦ σώματος τοῦ ἑνός, πολλὰ ὄντα, ἕν ἐστι σῶμα, οὕτω καὶ ὁ Χριστός· καὶ γὰρ ἐν ἑνὶ Πνεύματι ἡμεῖς πάντες εἰς ἓν σῶμα ἐβαπτίσθημεν, εἴτε ᾿Ιουδαῖοι εἴτε ῞Ελληνες, εἴτε δοῦλοι εἴτε ἐλεύθεροι, καὶ πάντες εἰς ἓν Πνεῦμα ἐποτίσθημεν. καὶ γὰρ τὸ σῶμα οὐκ ἔστιν ἓν μέλος, ἀλλὰ πολλά» (Α΄Κορ.12,12-14). Να πονάνε στον πόνο τους και να χαίρονται στη χαρά τους. Αυτή είναι η «κοινωνία των αγίων», η «καινή κτίσις» (Β΄Κορ.5,17), ο νέος κόσμος του Θεού, θεμελιωμένος στην προσωπική «σταύρωση» του καθενός και όλων μαζί. Αυτή είναι η κοινωνία της αγάπης. Αυτό είναι το πολίτευμα του Σταυρού!
Ο Σταυρός του Χριστού αποτελεί πλέον την ενοποιό δύναμη της ανθρωπότητας. Αν το ξύλο της γνώσεως του καλού και του κακού στην Εδέμ (Γεν.3ο κεφ.) έγινε πρόξενος κακού και έχθρας του ανθρωπίνου γένους, το ξύλο του Σταυρού έγινε σημείο επανένωσης των ανθρώπων στο Σώμα Του Κυρίου Ιησού Χριστού. Τα δύο σταυρωτά ξύλα του Σταυρού συμβολίζουν τη διπλή ένωση, των ανθρώπων με το Θεό (κάθετο ξύλο) και την ένωση των ανθρώπων μεταξύ τους (εγκάρσιο ξύλο). Επίσης το κάθετο ξύλο εικονίζει το πανάγιο Σώμα του Χριστού και το εγκάρσιο ξύλο παριστά τα δύο ανοιγμένα χέρια του Εσταυρωμένου Λυτρωτή μας, τα οποία αγκαλιάζουν ολόκληρη την ανθρωπότητα. Η ενοποιός δύναμη του Σταυρού του Χριστού αδελφοποιεί τους ανθρώπους, δημιουργώντας την κοινωνία της αγάπης, της αδελφοσύνης, της δικαιοσύνης και της ειρήνης.
Η Εκκλησία μας πορεύεται στο δισχιλιόχρονο διάβα της ιστορίας της «σταυρικά». Δεν υπάρχει εποχή που η Εκκλησία να έχει απολέσει τον σταυροαναστάσιμο χαρακτήρα της, διότι έτσι θα παρέκκλινε το σωστικό Της έργο. Ο «κόσμος» τη «σταυρώνει» και Εκείνη φανερώνει το θρίαμβο της σταυρικής της πορείας, αποδεικνύοντας πως, παρά την πολεμική εναντίον Της από τις αντίθεες δυνάμεις, «πύλαι Άδου ου κατισχύουν αυτής» (Ματθ.16.18), νικώντας δια του Σταυρού. Αυτό είναι άλλωστε και το μέγιστο θαύμα της ιστορίας.
Οι πιστοί ανά τους αιώνες πορεύονται σταυρικά, θυσιαστικά, αγαπητικά. Είναι ιστορικά αποδεδειγμένο πως η Εκκλησία υπήρξε η καταλυτική «μαγιά», η οποία «ζύμωσε» τον τραγικό προχριστιανικό κόσμο, εξημερώνοντας τα απάνθρωπα ήθη του, αλλάζοντας τις νομοθεσίες του, μεταλλάσσοντας τις νοοτροπίες του. Η Εκκλησία εμφανίστηκε και θεμελιώθηκε ως μια ουράνια όαση μέσα στην έρημο του προχριστιανικού κόσμου, ο οποίος ήταν το θέατρο το Σατανά, όπου διαδραματίζονταν η διαρκής τραγωδία του ανθρώπου. Για πρώτη φορά ο άλλος άνθρωπος λογίστηκε ως αδελφός, ως αξία, ως εικόνα του Θεού. Γκρεμίστηκαν όλα τα ανυπέρβλητα διαχωριστικά μεταξύ των ανθρώπων, ώστε πλέον, «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ, πάντες γαρ υμείς εις έστε εν Χριστώ Ιησού» (Γαλ.3,28). «Ει γαρ εχθροί όντες κατηλλάγημεν τω Θεώ διά του θανάτου του υιού αυτού, πολλώ μάλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα εν τη ζωή αυτού» (Ρωμ.5,8-10)!
Στις πρωτοχριστιανικές κοινότητες εφαρμόστηκε για πρώτη φορά η απόλυτη ισοτιμία και η ισονομία, με βάση την αγάπη, εις τρόπον ώστε «τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. … χάρις τε μεγάλη ἦν ἐπὶ πάντας αὐτούς. οὐδὲ γὰρ ἐνδεής τις ὑπῆρχεν ἐν αὐτοῖς· ὅσοι γὰρ κτήτορες χωρίων ἢ οἰκιῶν ὑπῆρχον, πωλοῦντες ἔφερον τὰς τιμὰς τῶν πιπρασκομένων καὶ ἐτίθουν παρὰ τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων· διεδίδετο δὲ ἑκάστῳ καθότι ἄν τις χρείαν εἶχεν» (Πραξ.4,32-35). Είναι ευνόητο πως για να ενταχθεί κάποιος πλούσιος, ή ευγενής, η εξέχων σε αυτή την κοινωνία έπρεπε να «σταυρωθεί», να «κενωθεί» από κάθε ατομική και εγωιστική του περιχαράκωση. Να θυσιάσει την περιουσία του, να ταπεινώσει τον εαυτό του, να τον εξισώσει με τον δούλο και τον άσημο εν Χριστώ αδελφό του. Το δικό του περίσσευμα να αναπληρώσει το υστέρημα των ενδεών. Να φάει από το κοινό φαγητό στις «αγάπες». Να εναγκαλιστεί και να σπασθεί τον κουρελή, να υπηρετήσει τον ασθενή, να προστατέψει τη χήρα και το ορφανό, να στεγάσει τον άστεγο, να παρηγορήσει και να στηρίξει τον πονεμένο, να δώσει ελπίδα στον απελπισμένο. Και τον πλέον θαυμαστό: η αγάπη εκτείνεται και ως τους εχθρούς: «Αγαπάτε τους εχθρούς ημών, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς … όπως γένησθαι υιοί του πατρός υμών του εν ουρανοίς» (Ματθ.5,44-45)! Κανένας δε μένει έξω από την εν Χριστώ αγάπη! Αυτή είναι η έμπρακτη «σταύρωση»!
Η δισχιλιόχρονη ιστορία της Εκκλησίας μας είναι μια αδιάκοπη μαρτυρία, στον άνυδρο πνευματικά κόσμο, του σταυρικού πολιτεύματός της. Δεν υπάρχει εποχή που να μην σημαδεύτηκε από την θυσιαστική προσφορά της στον άνθρωπο, την κοινωνία και την ανθρωπότητα. Αυτή δημιούργησε πρώτη την κοινωνική πρόνοια και τον εθελοντισμό. Αυτή εφεύρε, οργάνωσε και λειτούργησε τα κοινωφελή ιδρύματα, τα δημόσια νοσοκομεία, τα ορφανοτροφεία, τα γηροκομεία, τη στέγαση των αστέγων, την διατροφή των πεινασμένων, την περίθαλψη των ασθενών, τη στήριξη των αδυνάτων. Είναι γνωστός ο θαυμασμός ακόμα και των ειδωλολατρών προς τους Χριστιανούς: «Δείτε πως αγαπώνται οι Χριστιανοί»! Και το κυριότερο: Αυτή εναντιώθηκε στον προχριστιανικό κόσμο, καταδεικνύοντας και καταγγέλλοντας την δαιμονική του κατοχή, τα σατανικά του πολιτεύματα, τον φρικώδη τρόπο ζωής! Ο Χριστιανισμός υπήρξε η μεγαλύτερη και πιο καταλυτική επανάσταση της ιστορίας, πληρώνοντας το τίμημα των διωγμών και των ποταμών των αιμάτων!
Στα δύσκολα πρωτοχριστιανικά χρόνια των διωγμών, στο Βυζάντιο, όπου η κοινωνία εκχριστιανίζεται, στη φραγκοκρατία, στην τουρκοκρατία, στα φρικώδη αθεϊστικά καθεστώτα του περασμένου αιώνα, το σταυρικό πολίτευμα της Εκκλησίας ήταν πάντα παρόν, υπηρετώντας τον άνθρωπο, ως εικόνα του Θεού και δίνοντας ώθηση για την συνέχιση της πορείας του κόσμου. Αυτό, και μόνον αυτό, «μπόλιασε» τις κοινωνικές δομές του κόσμου και τους έδωσε κάποια αποτελεσματικότητα. Δεν υπάρχουν ευγενείς και επωφελείς αρχές σ’ αυτές, που να μην έχουν προέλευση χριστιανική!
Στις δύστηνες ημέρες μας η Εκκλησία μας συνεχίζει να πολιτεύεται με το πολίτευμα του Σταυρού. Υπηρετεί τον άνθρωπο, χωρίς καμιά διάκριση, ως στοργική μητέρα, αθόρυβα και συχνά επικρινόμενη από τις αντίθεες δυνάμεις, δοξολογώντας έτσι το Θεό και δείχνοντας στον πεισματικά εμμένοντα στην πτώση κόσμο, τη πολυπόθητη και «άπιαστη» γι’ αυτόν, λύση του κοινωνικού προβλήματος, η οποία δεν είναι άλλη από το Πολίτευμα του Σταυρού.
Με την ευκαιρία του εορτασμού της Παγκοσμίου Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού, ας στοχαστούμε τις αστείρευτες ευλογίες, οι οποίες απορρέουν από αυτόν. Ας συνειδητοποιήσουμε πως δεν υπάρχουν πολλές έξοδοι από την τραγικότητα του πτωτικού και δαιμονοκρατούμενου κόσμου (Α΄Ιωάν.5,19), παρά μία, ο Ιησούς Χριστός. Πως δεν υπάρχουν πολλές πηγές αγιασμού, παρά αυτή του Τιμίου Σταυρού, ο οποίος μας αγιάζει δια της μυστηριακής οργανικής μας μετοχής στην Εκκλησία μας. Πως όλα τα δοκιμασμένα πολιτεύματα του κόσμου έχουν αποδειχθεί απόλυτα αναποτελεσματικά να λύσουν τα τραγικά διαχρονικά κοινωνικά προβλήματα, εκτός από ένα: Το Πολίτευμα του Σταυρού, το Σταυρικό Πολίτευμα στης Εκκλησίας μας, την προσωπική και συλλογική μας «σταύρωση» όπως, δι’ αυτής, «τη δικαιοσύνη ζήσωμεν» (Α΄Πέτρ.2,21).