Page 3 - Gkrillas_EkklhsiastikoDikaio
P. 3

Ορθόδοξη  Εκκλησία  είναι  θεωρητική,  ανεφάρμοστη  και  μη  ευσταθούσα
                                         1
                   αποδεικνύεται άτοπη .
                          Η διάκριση αυτή πρέπει να υφίσταται για να μπορεί να υπάρχει άμεση

                   διάγνωση των δεδομένων που αφορούν την Πολιτεία με την Εκκλησία αφ’ ενός
                   και αφ’ ετέρου την Εκκλησία με το ίδιο της το Σώμα, ως ρυθμίζουσα τα του

                   οίκου της. Βέβαια δεν μπορεί να παραθεωρηθεί ένας βασικός παράγοντας, που
                   δικαιολογεί την τοποθέτηση της αδυναμίας διάκρισης μεταξύ Εκκλησιαστικού

                   και Κανονικού Δικαίου. Ο παράγων αυτός σχετίζεται με το ιστορικό περιβάλλον

                   ανάπτυξης της Ορθόδοξης Εκκλησίας σε συμπαγή και ομοιογενή κατά κύριο
                   λόγο πολιτειακά περιβάλλοντα. Η Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία αναπτύχθηκε

                   σε  κοινωνικές  πολιτειακές  και  πολιτικές  με  ομόδοξο  Ορθόδοξο  φρόνημα.
                   Αποτέλεσμα αυτής της ενότητας υπήρξε,  και  ως  ένα βαθμό  υφίσταται μέχρι

                   σήμερα,  η  σχέση  αλληλεξάρτησης  και  αλληλεπίδρασης  Εκκλησίας  και
                   Πολιτείας.  Η  Πολιτεία,  ούσα  Ορθόδοξη,  παράγει  Δίκαιο  για  την  Εκκλησία

                   λαμβάνοντας υπ’ όψη τους Κανόνες και τους Όρους που διέπουν την Εκκλησία.

                   Κατ’ ακολουθία η Εκκλησία λαμβάνει αποφάσεις στην άσκηση της διοίκησής
                   της, χωρίς να αντιτάσσεται στους νόμους της ευνομούμενης Πολιτείας, εντός

                   της οποίας αναπτύσσεται.

                          Η πραγματικότητα  για  την  Ορθόδοξη  Ανατολική  Εκκλησία  είναι  ότι:  ο
                   πιστός της Εκκλησίας είναι και πολίτης του κράτους και παράλληλα ο πολίτης


                   1   ΚΟΤΣΩΝΗΣ  ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ,  (μετέπειτα  Αρχιεπίσκοπος  Αθηνών),  «Κανονικόν  και
                   Εκκλησιαστικόν  Δίκαιον»,  Θρησκευτική  και  Ηθική  Εγκυκλοπαίδεια  (Θ.Η.Ε.),  τόμ.  07,  εκδ.
                   Μαρτίνος  Αθ.,  Αθήνα  1962-1968,  στ.  302-306  κυρίως  στ.  303.  Αντιπροσωπευτικό  δείγμα
                   λανθασμένης  τοποθέτησης  στο  θέμα  της  διάκρισης  μεταξύ  Κανονικού  και  Εκκλησιαστικού
                   Δικαίου αποτελεί η τοποθέτηση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Ιερωνύμου Κοτσώνη, ο οποίος
                   ενώ  λαμβάνει  αφετηριακή  τοποθέτηση  ότι  δεν  μπορεί  να  επέλθει  διάκριση  ανάμεσα  στο
                   Κανονικό  και  το  Εκκλησιαστικό  Δίκαιο,  επικαλείται  στην  ιστορική  του  ανασκόπηση  τον
                   Νομοκάνονα  του  Φωτίου,  αποδεχόμενος  στην  ουσία  την  σαφή  διάκριση  των  πολιτειακών
                   νόμων από τους ιερούς Κανόνες. Το ακόμα πιο παράδοξο της τοποθέτησης είναι ότι, εξαίρει τη
                   σημαντικότητα του Νομοκάνονα αναφέροντας ότι ακριβώς εξ’ αιτίας αυτής της διάκρισης, το
                   έργο  καθίσταται  εξαιρετικά  εύχρηστο  γι’  αυτό  και  μετά  την  επικύρωσή  του  το  920  από  την
                   Σύνοδο  της  Κωνσταντινουπόλεως,  θεμελιώθηκε  ο  Νομοκάνων  ως  η  θεμελιώδης  συλλογή
                   νόμων  και  κανόνων  της  Ορθόδοξης  Εκκλησίας.  Είναι  εμφανής  ότι  η  αδυναμία  πολλών
                   ερευνητών να κατανοήσουν  το μέγεθος και την αξία της Εκκλησίας από τη μια, και το μέγεθος
                   και την αξία της Πολιτείας από την άλλη, άγει σε λανθασμένα περιβάλλοντα συμπερασμάτων
                   με μια έκδηλη ροπή αγχωτικής προσπάθειας απόδειξης της υπεροχής της Εκκλησίας έναντι
                   της Πολιτείας. Το ουσιαστικό, ωστόσο, είναι η αντίληψη λειτουργίας Εκκλησίας-Πολιτείας σε μια
                   αδιάσπαστη ενότητα προς όφελος και οικοδομή του πιστού-πολίτη και του πολίτη-πιστού.

                                                                                                     3
   1   2   3   4   5   6   7   8