Προσβάσιμη σελίδα για τα άτομα με μερική ή ολική τύφλωση
Α-
Α+

Γέροντας Ανανίας: Οσιομάρτυς Ευθύμιος, ο Νέος, Ενώ ήθελε να γίνει Μοναχός αρνήθηκε τον Χριστό!

Αγίων και Γερόντων παραινέσεις - 22 Μαρτίου 2024
Αρχιμανδρίτης †Αρχιμανδρίτης Ανανίας Κουστένης

Αρχιμανδρίτης Ανανίας Κουστένης (1945-2021). (Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Οσιομάρτυς Ευθύμιος, ο Νέος, ο εκ Δημητσάνης

 

Εκατόν ενενήντα δύο χρόνια πέρασαν από τότε, από τα 1814, στις 22 Μαρτίου , σεβαστοί μου πατέρες και αγαπημένοι αδελφοί μου, σαν σήμερα δηλαδή, που μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη, στο προάστιο του Γαλατά, ο άγιος οσιομάρτυς Ευθύμιος ο νέος, ο εκ Δημητσάνης, ο θαυματουργός, του οποίου το εικόνισμα προσκυνήσατε εκεί κάτου.

Κι όποιος δεν πέρασε, ας περάσει μετά. Έζησε στα χρόνια της δουλείας, εκεί στην αγιοτόκο και ηρωοτόκο Δημητσάνα, τον νέο Μυστρά, την ιερή και αγία πόλη που έβγαλε τόσους και τόσους πολλούς και μεγάλους και πρόσφερε στην εκκλησία και στο Γένος και στην πατρίδα μεγάλες, τρισμεγάλες υπηρεσίες. Ακόμη και σήμερα. Όταν πηγαίνει κανείς σ' αυτή την ιερή πόλη, νοιώθει ένα δέος. Μυστικά αισθάνεται το κάτι άλλο. Βρίσκεται αλλού. Και του έρχεται μια χάρη αναπάντεχη.

Γεννήθηκε στα 1794. Το τέταρτο παιδί της οικογένειας. Ο πατέρας του Αθανάσιος Ηλιόπουλος. Κι η μητέρα του Αικατερίνη, η ωραία Βυτινιώτισσα, την οποία ήθελε να πάρει εις γάμον κι ο καπετάν Ζαχαριάς, ο Μπαρπιτσιώτης, ο μεγάλος αυτός κλεφταρματωλός του Μωριά, που τον φόνευσαν σε ενέδρα οι Τούρκοι στα 1804. Οι γονείς της, όμως, δεν την έδωσαν.

Την πάντρεψαν με τον Δημητσανίτη Αθανάσιο Ηλιόπουλο, ο οποίος κατήγετο από την ιστορική οικογένεια των Γαβράδων, τον Ηλία Γαβρά, που άλλαξε μετά το επώνυμό του και έγινε Ηλιόπουλος. Όσοι προήλθαν απ' αυτόν λέγονταν Ηλιόπουλοι και προήλθαν και άλλοι ακόμη Μελετόπουλοι κλπ. Κατά την ώρα της γέννας η μητέρα του δυσκολεύτηκε πολύ. Και παρεκάλεσε ολόθερμα τον άγιο Ελευθέριο, τον προστάτη των επιτόκων γυναικών, «Άγιε μου Ελευθέριε, βοήθει μοι», και αμέσως γεννήθηκε το παιδάκι. Για να τιμήσει τον άγιο η μητέρα του τον ονόμασε στη βάπτιση Ελευθέριο.

Ήταν ένα παιδάκι με έκτακτα χαρίσματα, με ομορφιά ψυχής και σώματος. Με εξυπνάδα και ευφυΐα. Σαν μεγάλωσε λίγο, πήγε στη σχολή της Δημητσάνης, την περίφημη. Και την τελείωσε. Έμαθε γράμματα καλά. Περισσότερα γράμματα απ' ό,τι μαθαίνουν σήμερα τα παιδιά μας στα τόσα Πανεπιστήμια και σχολεία και λοιπά Ιδρύματα που έχομε. Έμαθε γράμματα καλά. Και στη συνέχεια έφυγε για την Κωνσταντινούπολη.

Πήγε εκεί με τον αδελφό του και σπούδασαν στην Πατριαρχική Ακαδημία, παρακαλώ, της Κωνσταντίνου Πόλεως. Της Κωνσταντίνου Πόλεως. Και στη συνέχεια πήγε στο Ιάσιο της Μολδαβίας, που 'ταν ο πατέρας και τα δύο αδέλφια του που κάνανε εμπόριο. Ο πατέρας του ήτο χρυσοχός και έμπορος. Ο Αθανάσιος Ηλιόπουλος.

Έμεινε εκεί δύο χρόνια στο Ιάσιο, που 'ταν ελληνική πόλη, που 'χε βγάλει και Έλληνα πρωθυπουργό. - «Περασμένα μεγαλεία, που διηγώντας τα να κλαις», και «Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει». - Μέσα του, όμως, είχε μια καλή ανησυχία. Δεν τον έφταναν αυτά. Ήθελε περισσότερα. Ήθελε να γεμίσει την ψυχή του με τα κάλλη τ' ουρανού και με τον Θείο έρωτα. Γι' αυτό αποφάσισε να μονάσει. Γι' αυτό και έφυγε απ' το Ιάσιο, με σκοπό να πάει, μέσω Κωνσταντινουπόλεως, στο Άγιον Όρος. Στο Περιβόλι της Παναγίας. Να γίνει μοναχός. Να αφιερωθεί στον Χριστό. Και να γίνει επίγειος άγγελος και ουράνιος άνθρωπος.

Τον καιρό εκείνο, όμως, βαστούσε ο ρωσοτουρκικός πόλεμος, αφενός. Και αφετέρου είχε μεγάλη κακοκαιρία. Και αντί να πάει στην Κωνσταντινούπολη, πήγε στην Οδησσό της Ρωσίας. Πόλις με ακμάζουσα ελληνική κοινότητα και τόσα άλλα καλά, που αργότερα εκεί ετάφη ο συμπατριώτης του άγιος Γρηγόριος ο Ε', ο μεγάλος μας πατριάρχης. Κι από την Οδησσό ήλθε στο Βουκουρέστι της Ρουμανίας.

Έμεινε εκεί ενάμιση χρόνο. Δούλεψε ως υπάλληλος στο γαλλικό προξενείο, στη γαλλική πρεσβεία, για την ακρίβεια. Και ύστερα δούλεψε πάλι ως υπάλληλος στο ρωσικό προξενείο. Απέκτησε γνωριμίες, αφού σήμερα θέλουν να τον βάλουν και ως προστάτη των διπλωματών. Έπιασε λεφτά, γνωρίστηκε εκεί και με τον υπάλληλο του τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών, που 'ταν ιδιαίτερος του σουλτάνου, και κέρδισε την εύνοιά του.

Και γνωρίστηκε και μ' ένα από την Αδριανούπολη, Κωνσταντίνο, που 'ταν εξωμότης, δηλαδή αρνησίθρησκος, και τον κέρδισαν οι ηδονές του βίου και η ματαιότης αυτής της πλάσεως. Τόσο πολύ, που για να 'ναι πιο ελεύθερος να πράττει αυτά που επιθυμούσε τα κακά, κι ενώ πήγαινε προς την Αδριανούπολη, έγινε εξωμότης.

Αρνήθηκε, φευ, τον Χριστό μας, που τόσο αγαπούσε και που ήθελε να γίνει με μεγάλη διάθεση καλογέρι. Του έκαναν περιτομή και του έδωσαν το χάραγμα του Μωάμεθ. Και στο μέτωπο και στο χεράκι. Πόνεσε αφάνταστα. Αυτό, όμως, δεν κράτησε για πολύ. Δεν ήταν γι' αυτά τα πράγματα ο Ελευθέριος. Ήταν για άλλα.

Γι' αυτό άρχισε η συνείδησίς του να τον τύπτει. Να τον κτυπά, δηλαδή. Να τον κτυπά πολύ. Και να του λέει, «Άθλιε, τι έκαμες, Αμαρτωλέ, γιατί αρνήθηκες τον Κύριο; Είχες τίποτα καλύτερο; Αυτά που έκαμνες σου δίνουν τίποτε; Πόνο και θλίψη και οδύνη σου προσφέρουν». Τι να κάνει η ψυχούλα!

Έφτασε στην Αδριανούπολη, κτύπαγαν οι καμπάνες το Σαββατόβραδο για τον εσπερινό, και ο άγιος, ο μετά ταύτα οσιομάρτυς Ευθύμιος, άρχισε να κλαίει. Του 'ρθαν οι θύμησες της ορθοδοξίας. Οι θύμησες της Θείας αγάπης. Και έκλαιγε. Μπήκε σε μια εκκλησιά, και κάθισε στην άκρη σαν άλλος τελώνης. Και δεν ήθελε να σηκώσει τα μάτια του στον ουρανό. Και καθώς άκουγε τους αναστάσιμους ύμνους, έκλαιγε, έκλαιγε, έκλαιγε, και παρακαλούσε τον φιλάνθρωπο, τον ζωοδότη, τον αναστάντα εκ νεκρών, να τον αναστήσει κι εκείνον από την χαλεπή του πτώση. Από το μεγάλο του ολίσθημα. Και να τον ξαναδεχθεί στο φως της Αναστάσεως και στη χαρά της εκκλησίας Του.

Έμειναν για λίγο στην Αδριανούπολη κι έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη. Πήγε κατ' ευθείαν, πού; Στον πατριάρχη. Και ζήτησε πνευματικό στο πατριαρχείο για την ακρίβεια, και ζήτησε πνευματικό. Βρήκε εκεί κάποιον, τον άκουσε, και του λέει: «Πήγαινε στη ρωσική πρεσβεία ν' αλλάξεις ενδύματα, να πάρεις κι ένα χαρτί για να 'σαι καλυμμένος».

Πήγε στη ρωσική πρεσβεία, τους εγνώριζε από το Βουκουρέστι που είπαμε, και όντως τον δέχτηκαν με αγάπη, του έδωσαν χριστιανικά ενδύματα κι ένα χαρτί για να κυκλοφορεί ελεύθερος. Ο πνευματικός τον ξαναδιάβασε και ύστερα έφυγε για το Άγιον Όρος μ' ένα καράβι και με τη συνοδεία ενός Ιωάννου ευσεβούς από την Πελοπόννησο.

Έφθασε ο άγιος στο Περιβόλι της Παναγίας μας. Κι εκεί άρχισε να κλαίει. Να κλαίει πολύ. Κι έλεγε μέσα του στην κυρά Παναγία: «Τι σου 'ταξα, Κυρία μου, και δεν το 'κανα; Δεν ερχόμουν εγώ ο άθλιος πριν, πριν πέσω και πριν σε στενοχωρήσω και στενοχωρηθώ κι εγώ»;

Ο λόγος εξεφωνήθη στις 22 Μαρτίου του 2006. Συνεχίζεται  

Από το βιβλίο του Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστενη, «Νέφος Μαρτύρων, Λόγοι για τους νεομάρτυρες της τουρκοκρατίας», τόμος β' των εκδόσεων Ακτή, Λευκωσία 2007.


Valid CSS! Valid HTML!