Προσβάσιμη σελίδα για τα άτομα με μερική ή ολική τύφλωση
Α-
Α+

Γέροντας Ανανίας: Οσιομάρτυς Ευθύμιος, ο Νέος, Γίνεται μοναχός στο Άγιον Όρος και γυρνά στην Πόλη για να μαρτυρήσει!

Αγίων και Γερόντων παραινέσεις - 24 Μαρτίου 2024

Ο οσιομάρτυρας Ευθύμιος ο εκ Δημητσάνας. (Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Οσιομάρτυς Ευθύμιος, ο Νέος, ο εκ Δημητσάνης

  Συνέχεια από εδώ: http://www.pemptousia.gr/?p=395249  

Και πήγε στη μονή της Μεγίστης Λαύρας, μεγάλη και βασιλική μονή, η πρώτη του Αγίου Όρους, κι εκεί ήτο εξόριστος και εμόναζε, ποιος λέτε; Ο άγιος Γρηγόριος ο Ε΄, ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο συμπατριώτης του. Ο συν-μπατριώτης του. Τον δέχτηκε με μεγάλη αγάπη και στοργή. Τον ευλόγησε, τον άκουσε, τον παρηγόρησε και το παρέδωκε σ' έναν πνευματικό, τον Μελέτιο, από την Κρήτη, για να τον βοηθήσει, όπως έπρεπε.

Κι εκείνος, ο πνευματικός, τον δέχτηκε με στοργή και με αγάπη. Και με αξιοπρέπεια.

Έκλαιγε ο άγιος, έκλαιγε ο άγιος, του 'βαλε κι ένα Κανόνα, και τον διάβαζε κάθε μέρα και στις σαράντα μέρες επάνω τον έχρισε, του έδωσε το χρίσμα, το Πνεύμα το Άγιον, για να επανέλθει μ᾽ Αυτό στους κόλπους της εκκλησίας και της ορθοδοξίας.

Ο Ελευθέριος έκανε μεγάλη χαρά, που η εκκλησία και ο Χριστός και η Παναγία τον δέχθηκαν ξανά στην αγκαλίτσα τους. Ένοιωσε σα να βρισκόταν στον παράδεισο. Και ήταν.

Στη συνέχεια, πήγε να βρει και άλλους πνευματικούς στη σκήτη της αγίας Άννης, στη μονή του Εσφιγμένου, και κατέληξε, τελικά, στην Ιβηριτική σκήτη του Τιμίου Προδρόμου. Πολύ τον αγαπούσε τον άη Γιάννη. Άλλωστε είναι και ο κήρυξ της μετανοίας. Άλλωστε και στη Δημητσάνα κοντά είναι η μεγάλη μονή, η ιστορική μονή του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, απ' τα Βυζαντινά χρόνια. Είχε γνωριμία, λοιπόν, και ιδιαίτερη αγάπη.

Κι ήλθε στο Άγιο Όρος και κατέληξε εκεί, στη σκήτη του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Ήταν μεγάλη η χαρά του. Βρήκε εκεί τον γέροντα Νικηφόρο, βρήκε κι άλλους πέντε Δημητσανίτες, που εμόναζαν. Ανάμεσά τους και τον εξάδελφό του και μετέπειτα βιογράφο του μοναχό Ονούφριο. Άνθιζε τότε ο μοναχισμός. Πολλοί κατέφευγαν τότε στο Περιβόλι της Παναγίας, μεταξύ αυτών και αμέτρητοι από την Πελοπόννησο. Ήταν η χαρά του μεγάλη.

Μπήκε, λοιπόν, στην ακολουθία αυτή του Γέροντος Νικηφόρου κι έκαμε μεγάλο αγώνα. Πολύ μεγάλο αγώνα. Τόσο πολύ, που σε λίγες ημέρες έλαμψε το πρόσωπό του. Και ξεπέρασε, στην υπομονή και στην ταπείνωση και στις αρετές, όλους τους πατέρες εκεί.

Τον έβλεπαν και έλαμπε. Τον έβλεπαν και χαιρότανε. Τον έβλεπαν και γέμιζε και η δική τους ψυχή ευφροσύνη και αγαλλίαση. Και δεν ήταν μεγάλος. Γύρω στα είκοσι χρόνια. Παιδάκι ήταν. Κι αν έκανε ό,τι έκανε, «χαλεπόν η νεότης», κατά τον Χρυσορρήμονα, «και ευβόλιστον και ευξαπάτητον». Εύκολα ολισθαίνει κανείς και εύκολα απατάται. Και δύσκολο πράγμα τα νειάτα.

Γι' αυτό και λέει ο Μέγας Βασίλειος στην άγια Λειτουργία του, που τη διαβάζομε τώρα στις πέντε Κυριακές των Νηστειών, μεταξύ των άλλων λέει «την νεότητα παιδαγώγησον», λέει στον Χριστό μας, στον Θεό μας. Να παιδαγωγεί. Να είναι κοντά με την νεότητα. Να την οδηγεί, για τι παιδαγωγός σημαίνει παις και άγω. Λοιπόν. Να την οδηγεί στα βήματα του καλού και του ωραίου. Στο δρόμο της εκκλησίας και της αρετής.

Και έκλαιγε κάθε μέρα. Όταν τον έβλεπαν, έκλαιγε. Όποια στιγμή κι αν ήταν. Προσευχότανε, νήστευε, αγρυπνούσε. Κι έφθασε, λοιπόν, σε χάρη μεγάλη ο Ελευθέριος. Και είδαν οι πατέρες και ο αρχηγός της συνοδείας του ιερομόναχος Νικηφόρος, ότι πρέπει τώρα να γίνει μοναχός. Να εκπληρώσει το τάμα και τον πόθο του που είχε από παιδάκι.

Και τον έκαμαν μοναχό. Και τον ονόμασαν Ευθύμιο. Όνομα και πράγμα. «Βρε συ, λάμπεις. Βρε συ, ευθυμείς, είσαι ωραίος. Ευθύμιο θα σε βάλομε. Ευθύμιο θα σε βάλομε. Και τον έβαλαν Ευθύμιον». Ευθυμεί τις ψαλλέτω. Τι ωραία! Χαρά μεγάλη.

Παντρεύτηκε με τον Χριστό και με την εκκλησία. Μπήκε μέσα στην Αγία Χάρη. Ήταν επίγειος άγγελος και ουράνιος άνθρωπος, όπως προείπαμε. Και διάβαζε και τους βίους και τα μαρτύρια των αγίων. Τα διάβαζε κι ευφραινότανε. Και μέσα του ήρχετο μεγάλη, τρισμεγάλη επιθυμία να μαρτυρήσει κι εκείνος για τον Χριστό. Να χύσει το αίμα του γι' Αυτόν τον οποίον αρνήθηκε.

Και τον οποίον τόσο πολύ εστενοχώρησε. Το 'λεγε, το ξανά 'λεγε, κι οι πατέρες του έλεγαν, «Κάνε υπομονή, πάτερ Ευθύμιε. Κάμε προσευχή. Να μας δείξει η Παναγία και ο Χριστός τι θέλουν. Κι άμα είναι θέλημά τους, να το κάμεις». Γιατί, για να μαρτυρήσεις τότε, στα χρόνια της τουρκοκρατίας, έπρεπε να πας στον πασά και σ᾽ όποιον άλλον εξέχοντα και να ομολογήσεις την χριστιανική ορθόδοξη πίστη, το μέγα όνομα, δηλαδή, του Χριστού μας. Κι ήταν σπουδαίο αυτό για εκείνα τα χρόνια, «που όλα τα 'σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά». Κι αν είχες αρνηθεί τον Χριστό, να καταπατήσεις το σαρίκι που φορούσες και να αρνηθείς την θρησκεία του Μωάμεθ.

Και τι γίνεται; Άναβε ο πόθος και η επιθυμία στον πατέρα Ευθύμιο για το μαρτύριο. Οι πατέρες προσευχόντουσαν. Κι όλοι συντονιζόντουσαν στην παράκληση προς τον Κύριο και στη Θεοτόκο Μαρία, τη μάνα του Αγίου Όρους, στο να δείξουν τι θέλουν για τον μοναχό Ευθύμιο. Τον καταχαρούμενο και λάμποντα.

Και όντως τους ήλθε είδηση και νεύση στην καρδιά τους και περισσότερο στον μοναχό Ευθύμιο να πάει στη Βασιλεύουσα και να μαρτυρήσει, ομολογώντας το όνομα του Χριστού και αρνούμενος τη θρησκεία του Μωάμεθ.

Και φεύγει η ψυχούλα, αφού απεχαιρέτησε τους πατέρες και αδελφούς, και αφού φίλησε την κυρά Παναγιά και τον μεγάλο άη Γιάννη, έφυγε κλαίγοντας αλλά και συνάμα χαρούμενος, γιατί θα πήγαινε σε γάμο, σε πανηγύρι. Σε Πασχαλιά. Έφυγε αλλομένω ποδί, να πάει να μαρτυρήσει για τον φιλάνθρωπο Χριστό μας. Τον φιλότιμο Δεσπότη μας.

Είχε δε συνοδεία κι ένα μοναχό, Γρηγόριο ονόματι. Έφυγαν απ' τ' Άγιο Όρος 19 Φεβρουαρίου 1814, μνήμη της αγίας Φιλοθέης, της νεομάρτυρος. Και προχώρησαν με καράβι και με μεγάλη θαλασσοταραχή κι έφθασαν στην Καλλίπολη στις 2 Μαρτίου. Προχώρησαν ακόμα, κι έφθασαν 9 Μαρτίου στην Αρτάκη, που 'ναι γύρω στην Κωνσταντινούπολη, έχουμε και τη Νέα Αρτάκη, πρόσφυγες είναι, εκεί στη Χαλκίδα, στην Εύβοια.

Ήταν Σάββατο του Ακαθίστου. Λειτουργήθηκαν και κοινώνησαν. Και στη συνέχεια έφυγαν, μεγάλες αποστάσεις με τα πόδια, οι ψυχούλες, κι έφθασαν στον Γαλατά, «πο 'χει κρύο νερό» που λέει και το τραγούδι, στις 19 Μαρτίου. Στις 21 Μαρτίου, του αγίου Λαζάρου ανήμερα, λειτουργήθηκαν στην Παναγία την Καφατιανή και κοινώνησαν των αχράντων μυστηρίων.

Και την άλλη μέρα, τελευταία μέρα της επιγείου ζωής του, λειτουργήθηκαν, πού αλλού; Στον ναό του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Δεν είναι τυχαίο αυτό. Μετάλαβαν, πήραν και τα Βαΐα, τα σύμβολα της νίκης και της αθανασίας, και στη συνέχεια, αφού έγραψε πέντε επιστολές στους συνασκητές του στο Άγιον Όρος και τις παρέδωκε στον Γρηγόριο, εκείνος φόρεσε τα τούρκικα και πήγε στον Ρεσήτ Πασά, στον Βεζύρη, στον Πρωθυπουργό θα λέγαμε της Κωνσταντίνου Πόλεως. Και με θάρρος και παρρησία και ανδρεία μεγάλη παρουσιάστηκε μπροστά του.

Συνεχίζεται

Ο λόγος εξεφωνήθη στις 22 Μαρτίου του 2006.

 

Από το βιβλίο του Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστενη, «Νέφος Μαρτύρων, Λόγοι για τους νεομάρτυρες της τουρκοκρατίας», τόμος β’ των εκδόσεων Ακτή, Λευκωσία 2007.


Valid CSS! Valid HTML!