Ο ουράνιος φλογεροπαίκτης

 
Παιδικά / Ιστορίες και Παραμύθια

flogeropaiktis

της Σταυρούλας Κουμενίδου, δασκάλας

Ο Τσιν Φου ζούσε σ’ ένα μικρό παραθαλάσσιο χωριουδάκι. Ήταν ψαράς όπως όλοι οι κάτοικοι του χωριού του. Κάθε πρωί πριν ακόμα βγει ο ήλιος έριχνε τα δίχτυα του στη θάλασσα και περίμενε ώρες μέχρι να γεμίσουν. Καθώς περίμενε έπαιζε τη φλογέρα του. Την είχε φτιάξει από ένα κλωνάρι μπαμπού και την είχε πάντοτε μαζί του, κρεμασμένη απ’ το λαιμό του. Είχε θεϊκό χάρισμα στη μουσική. Έπαιζε δικούς του μελωδικούς σκοπούς και γοήτευε όλους τους συγχωριανούς του. Μόλις ξυπνούσαν τα παιδιά του χωριού του έτρεχαν στην παραλία για ν΄ ακούσουν τις γλυκές μελωδίες που ξεχύνονταν από τη φλογέρα του. Τραγουδούσαν κι αυτά ή χόρευαν ανάλαφρα σύμφωνα με το σκοπό. Κι οι μεγάλοι προσπαθούσαν να τελειώσουν γρήγορα τις δουλειές τους και να τρέξουν στην ακροθαλασσιά για να γευθούν λίγη απ’ τη μαγεία του. Όταν ερχόταν η ώρα να μαζέψει τα δίχτυα του ήταν πάντα παραφορτωμένα κι οι συγχωριανοί του πίστευαν πως τα ψάρια μαγεύονταν από τις υπέροχες μελωδίες, κολυμπούσαν βιαστικά προς το μέρος του και πιάνονταν στα δίχτυα του.

Ο Τσιν Φου ήταν πολύ ήρεμος κι ευτυχισμένος. Δεν ήθελε τίποτ’ άλλο στη ζωή του. Χαιρόταν ακούγοντας τη μελωδία που ο ίδιος έφτιαχνε. Χαιρόταν που έδινε τόση ευτυχία σ’ όλους τους συμπατριώτες του. Χαιρόταν που οι ψαριές του ήταν πάντα καλές και μπορούσε να ταΐζει την οικογένειά του, αλλά και όποιον άλλον συγχωριανό του είχε ανάγκη. Γιατί ο Τσιν Φου δεν ήταν καθόλου πλεονέκτης. Κρατούσε όσα ψάρια του χρειάζονταν για να περάσει αυτός και οι δικοί του κι όλα τ’ άλλα τα μοίραζε. Το καλύβι του ήταν φτωχικό. Δεν είχε τίποτα παραπανίσιο. Τα ρουχαλάκια του μετρημένα. Η απλή ζωή του κι φλογέρα του ήταν ο θησαυρός του.

Σήμερα, όπως και όλες τις άλλες μέρες, έχει ρίξει τα δίχτυα του και περιμένει να γεμίσουν. Περιμένει παίζοντας τη φλογέρα του. Βρέχει και κάνει κρύο. Τα παιδιά δεν έχουν μαζευτεί στην ακρογιαλιά. Ξάφνου η θάλασσα αναστατώνεται και φουσκώνει παράξενα. Ο Τσιν Φου τρομάζει, αλλά συνεχίζει να παίζει έναν τρυφερό σκοπό στη φλογέρα του. Από τη θάλασσα ξεπετάγεται ένα πολύ μεγάλο δελφίνι. Πίσω του ακολουθούν κι άλλα πολλά. Κατευθύνονται προς τον Τσιν Φου. Το πρώτο του μιλάει μ’ ανθρώπινη λαλιά:
«Τσιν Φου, όλα τα πλάσματα του βυθού είναι ενθουσιασμένα με τη μουσική σου! Μας στέλνει ο Βασιλιάς του βυθού και σε παρακαλεί να μας ακολουθήσεις. Σε προσκαλεί στο παλάτι του για να διδάξεις τη θεϊκή σου τέχνη στο μονάκριβο παιδί του. Μην αρνηθείς. Ο Βασιλιάς μας πλούσια θα σ’ ανταμείψει!»

Ο Τσιν Φου διστάζει λίγο μπροστά σ’ αυτήν την πρόσκληση προς το άγνωστο. Γρήγορα όμως ξεπερνάει τους φόβους του κι ανεβαίνει στη ράχη του δελφινιού. Το ταξίδι τους είναι συναρπαστικό. Περνούν από νερένιες πολιτείες με κοραλένια σπίτια. Ο Τσιν Φου παίζει ασταμάτητα φλογέρα κι όλα τα ψαράκια χορεύουν στο ρυθμό της μουσικής του. Το παλάτι του Βασιλιά είναι απερίγραπτα όμορφο. Υψώνεται πάνω σ’ έναν μεγάλο ύφαλο κι είναι φτιαγμένο από κατακόκκινα κοράλια. Ο Βασιλιάς τους περιμένει μ’ ανοιχτή αγκαλιά. Ο Τσιν Φου κατεβαίνει από τη ράχη του δελφινιού και τον προσκυνά:
«Στις διαταγές σου, Βασιλιά μου! Τι προστάζεις;»
«Θέλω την τέχνη σου τη μουσική να μάθεις στο παιδί μου. Κι από μένα θα ‘χεις χάρισμα όλους τους θησαυρούς που θα επιθυμήσεις».

Συμφώνησαν. Ο Τσιν Φου έμεινε στο βυθό για μήνες. Ο γιος του Βασιλιά έμαθε τέλεια την τέχνη του. Κατάφερνε να παίζει στη φλογέρα όλους τους σκοπούς του Τσιν κι έφτιαξε και δικούς του.

Ο Βασιλιάς πολύ ευχαριστημένος κάλεσε τον Τσιν Φου στο υποβρύχιο θησαυροφυλάκιό του. Χρυσάφια, ασήμια, διαμάντια, ζαφείρια και σμαράγδια στραφτοκοπούσαν στις κασέλες.
«Όσα διαλέξεις θα γενούν δικά σου μ’ όλη μου την καρδιά!» του είπε ο Βασιλιάς.
«Σ’ ευχαριστώ, Μεγαλειότατε» είπε ο Τσιν και προσκύνησε τον Βασιλιά. «Χαίρομαι που τόσο πολύ εκτίμησες την τέχνη μου. Μα, σε τι θα μου χρησιμέψει ένας τέτοιος θησαυρός; Εγώ θέλω να ξαναγυρίσω στο αγαπημένο μου χωριουδάκι, να ξαναβρώ την οικογένειά μου, τα παιδάκια που μ΄ αγαπούν και τους συγχωριανούς μου. Θέλω να συνεχίσω το ψάρεμα και τη μουσική μου. Μ΄ αυτά θα είμαι ευτυχισμένος. Θέλω λοιπόν να μου χαρίσεις…ένα ωραίο πανέρι για τα ψάρια μου κι ένα αδιάβροχο για να με προστατεύει στο ψάρεμα όταν βρέχει».

Ο Βασιλιάς τον θαύμασε πολύ που περιφρόνησε τα πλούτη.

«Έννοια σου, Τσιν, κι αυτά που ζήτησες θα τα έχεις!» Διέταξε ο Βασιλιάς να του ετοιμάσουν αμέσως ένα όμορφο καλάθι κι ένα πολύχρωμο αδιάβροχο, τα πρόσφερε μ’ ευγνωμοσύνη στον Τσιν Φου και τον ξεπροβόδισε. Το δελφίνι ξανάφερε τον φλογεροπαίχτη στην ακροθαλασσιά του ψαροχωριού του. Ο Τσιν γύρισε στο σπίτι του κι αγκάλιασε τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Πόσο είχαν ανησυχήσει! Νόμιζαν πως είχε πια χαθεί… Απόθεσε το πανέρι και το αδιάβροχο σε μια γωνιά, διηγήθηκε στους δικούς του την περιπέτειά του και ξάπλωσε επιτέλους στο φτωχικό του στρώμα.

Το πρωί σηκώθηκε νωρίς. Έβρεχε δυνατά. Πήγε να πάρει το καλάθι του και το πανέμορφο αδιάβροχό του για να πάει για ψάρεμα. Τι έκπληξη! Το καλάθι ήταν γεμάτο ψάρια! «Δεν θα χρειαστεί να ψαρέψω σήμερα» σκέφτηκε. Φόρεσε το αδιάβροχο και βγήκε στη βροχή. Καθώς άρχισε να περπατά αισθάνθηκε πως δεν πατούσε πάνω στη γη. Είχε υψωθεί και πετούσε. Έβλεπε τώρα το χωριό του από ψηλά, το καλυβάκι του, των γειτόνων του τα φτωχόσπιτα. Έβγαλε τη φλογέρα του κι άρχισε να παίζει. Η μελωδία του ήταν ακόμα πιο γλυκιά και ταξίδευε πια παντού. Την άκουσαν κι άλλα χωριά κι άλλες πολιτείες κι οι καρδιές των ανθρώπων που την άκουγαν γέμιζαν γαλήνη κι ευτυχία. Έφτασε ως τα σύννεφα κι ως τ’ άστρα τ’ ουρανού…

Κι έμεινε ο Τσιν Φου στην ιστορία των παραμυθιών ως ο «ουράνιος φλογεροπαίχτης» …Κι ίσως ν΄ακούσετε κάποτε κι εσείς τους όμορφους σκοπούς του… και τότε κι η δική σας καρδιά θα γεμίσει γαλήνη κι ευτυχία…

 

see this video hosting for more info




Pemptousia-gia-paidia-Footer