Στη νήσο Μελίτη

 
Παιδικά / Ιστορίες σε συνέχειες

back2676. Όταν ξημέρωσε, είδαν μπροστά τους μια άγνωστη στεριά. Διέκριναν έναν κόλπο που είχε αμμουδιά κι αποφάσισαν να οδηγήσουν εκεί το πλοίο, για να μπορέσουν να κατεβούν με ασφάλεια. Έλυσαν λοιπόν τα σχοινιά που κρατούσαν τις άγκυρες και τις άφησαν να πέσουν στη θάλασσα. Με τη βοήθεια του ανέμου κατεύθυναν το πλοίο προς τον κόλπο, αλλά έπεσαν σ΄ έναν ύφαλο από άμμο κι εκεί το πλοίο ακινητοποιήθηκε. Η πλώρη βυθίστηκε στην άμμο και την πρύμνη την χτυπούσαν μανιασμένα κύματα, που τη διέλυαν.

77. Έπρεπε να πέσουν στη θάλασσα. Οι στρατιώτες, για να μην τους ξεφύγει κανένας κρατούμενος, θέλησαν να σκοτώσουν τον Παύλο και τη συνοδεία του, αλλά ο εκατόνταρχος τους εμπόδισε να εκτελέσουν τα σχέδιά τους. Διέταξε να πέσουν όλοι στη θάλασσα, να κολυμπήσουν και να βγουν στη στεριά. Αν κάποιος δεν ήξερε κολύμπι θα πιανόταν από κάποια σανίδα ή εξάρτημα του πλοίου. Έτσι βγήκαν όλοι στη στεριά και σώθηκαν.

78. Το νησί όπου βγήκαν έμαθαν αργότερα ότι λεγόταν Μελίτη (πιθανόν η σημερινή Μάλτα ή η Κεφαλονιά). Οι ντόπιοι τους δέχτηκαν φιλικά. Άναψαν μια μεγάλη φωτιά, για να ζεσταθούν οι ναυαγοί. Ο Παύλος πλησίασε στη φωτιά κι έριξε μια αγκαλιά με ξερόκλαδα. Μια οχιά πετάχτηκε από τα ξερόκλαδα και τον δάγκωσε στο χέρι. Οι ντόπιοι, όταν είδαν το φίδι να κρέμεται στο χέρι του Παύλου, έλεγαν συναμεταξύ τους: “Δίχως άλλο φονιάς θα είναι αυτός ο άνθρωπος και τον κυνηγάει η Θεία Δίκη. Σώθηκε από τη θάλασσα, για να πεθάνει από το φίδι”. Ο Παύλος τίναξε το ερπετό στη φωτιά και δεν έπαθε τίποτα. Όλοι περίμεναν ότι θα έπεφτε νεκρός. Όταν είδαν ότι η ώρα περνούσε κι ο Παύλος ήταν καλά, άρχισαν να λένε ότι είναι θεός.

Άκουσε την αφήγηση του κειμένου

Pemptousia-gia-paidia-Footer-600x122