Κάποτε, έξω από την εκκλησία ενός χωριού, είχε φυτρώσει ένα έλατο. Δεν είχε άλλα δέντρα ή λουλούδια γύρω του συντροφιά. Κοιτούσε με λαχτάρα τα άλλα έλατα που είχαν σχηματίσει συστάδες, για να κάνουν παρέα πάνω στα βουνά και ζήλευε την τύχη τους. «Αχ», αναστέναζε συχνά και μονολογούσε, «δεν υποφέρετα...
Κάποτε, μέσα σε ένα δάσος του βουνού, εκεί όπου τα πουλιά δε σταματούν να κελαηδούν και το χορτάρι είναι πάντα δροσερό, ζούσε και μεγάλωνε ένα δέντρο, η οξιά. Η οξιά λάτρευε την άνοιξη και το καλοκαίρι. Χαιρόταν να βλέπει τα σκιουράκια και τα λαγουδάκια να τρέχουν γύρω από τον κορμό της, χαιρόταν το...
Είχε έρθει λοιπόν και η ώρα του Σεπτέμβρη. Χασμουρήθηκε, τεντώθηκε, φόρεσε τα καλά του, χαιρέτισε τους άλλους Μήνες και, παίρνοντας τη μορφή του βοριά, ξεχύθηκε πάνω από τα σπίτια και τις γειτονιές. Τα σύννεφα στον ορίζοντα είχαν αρχίσει να μαζεύονται σιγά – σιγά και σιγομουρμούριζαν, αλλά δε θα ξεσ...
«Για μαζευτείτε εδώ κοντά», φώναξε ο παπα–Νεκτάριος τα παιδιά που έπαιζαν έξω, στο προαύλιο της εκκλησίας. Υπάκουη η παρέα μαζεύτηκε γύρω από τον ιερέα. Ο εσπερινός μόλις είχε τελειώσει και ο ήλιος δεν έκαιγε πια τόσο πολύ. Τα παιδιά κάθισαν στα πεζούλια. Κάποιος μάλιστα έφερε μια καρέκλα από τον πρ...
Ζαλισμένο το ψαράκι μας άνοιξε τα μάτια του. Μα πώς την είχε πατήσει έτσι; Μάλλον ο ψαράς είχε χρησιμοποιήσει κάποιο καινούριο δόλωμα, δεν εξηγείται αλλιώς. Και τώρα από το ποτάμι, είχε βρεθεί μέσα σε ένα παραγεμισμένο κουβά με νερό. Πού την πήγαινε άραγε ο ψαράς; Θα την πήγαινε για πούλημα ή κατευθ...
Πολύ συχνά έγραφε η Μελίνα ποιήματα. Ποιήματα για τη φύση, για τη θάλασσα, για το καλοκαίρι. Μπορούσε να περνάει ώρες ολόκληρες μπροστά στο γαλάζιο σημειωματάριο, καθισμένη στη βεράντα, αγναντεύοντας πού και πού τη θάλασσα, γράφοντας στίχους. Η γιαγιά της την παρακολουθούσε από το παράθυρο και πο...
Η περιφορά της εικόνας του Αγίου είχε αρχίσει. Κατά μήκος της παραλιακής οδού, πλήθος κόσμου ακολουθούσε με δέος την ιερή εικόνα υπό τη μουσική συνοδεία της φιλαρμονικής μπάντας του δήμου. Τα λευκά κυκλαδίτικα σπιτάκια, αν και είχε βραδιάσει πια, έμοιαζαν πιο φωτεινά από ποτέ, χάρη στον στολισμό της...
«Ουφ! Επιτέλους, λίγος αέρας!», ξεφώνισε η μικρή Βαγγελίτσα, καθώς ανασηκωνόταν στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, προκειμένου να την "χτυπήσει" ο αέρας στο πρόσωπο. Το αυτοκίνητο μόλις είχε περάσει κάτω από τη μεγάλη γέφυρα, βγαίνοντας από την τελευταία έξοδο της πόλης. Από δω και πέρα ο αέρας ήταν...
Ο Ιούνιος είχε φτάσει πια στο τέλος του κι επιτέλους η πολυπόθητη στιγμή είχε φτάσει. Ο Γιώργος, ο μεγαλύτερος αδερφός του ο Φίλιππος, ο μπαμπάς κι η μαμά θα επιβιβάζονταν στο πλοίο για την Κρήτη. Το δροσερό αεράκι του λιμανιού φυσούσε τα πρόσωπά τους και τους έκανε να ξεχάσουν για λίγο την αφόρητη...
- Φίλιππε, ξύπνα! Σήκω να πάμε στην παραλία! - Αχ βρε Γιώργο, άσε με λίγο να χουζουρέψω! - Έλα, σήκω, το υποσχέθηκες! Απρόθυμα ο Φίλιππος σηκώθηκε από το κρεβάτι του. Τεντώθηκε και κοίταξε με απορία τον μικρό του αδερφό. Πώς είχε καταφέρει να σηκωθεί τόσο νωρίς από μόνος του; Όταν είναι να ...