Προσβάσιμη σελίδα για τα άτομα με μερική ή ολική τύφλωση
Α-
Α+

Από την αρετολογική τέχνη του Φώτη Κόντογλου στον σύγχρονο Νεοβυζαντινισμό

Πολιτισμός / Ζωγραφική & Εικαστικές Τέχνες - 19 Μαΐου 2023
 Άννα Κάμπα, Πτυχιούχος Φιλοσοφικής Σχολής Α.Π.Θ., υποψήφια διδάκτωρ

«…καλλιέργησε την ικανότητα της μετάλλαξης, ώστε το παρελθόν να μη μένει εντελώς παρελθόν, αλλά να γίνεται παρόν που θα εκβάλλει στο μέλλον.»

            Ο Φώτης Κόντογλου εγκαθίσταται στον ελλαδικό χώρο το 1922. Μετά την τραγωδία της μικρασιατικής καταστροφής εγκαταλείπει το Αϊβαλί, την πατρίδα που τόσο αγάπησε, και έρχεται στην Αθήνα ως πρόσφυγας. Στη συνείδησή του φέρει πλέον, εκτός από τις διδαχές της κοσμοπολίτικης κουλτούρας που γνώρισε κατά τη διάρκεια των σπουδών του, την πληγή και την τραγωδία του ξεριζωμού. Η εξαναγκαστική εγκατάλειψη της πάτριας γης καθώς και η άχαρη υποδοχή των προσφύγων στον ελλαδικό χώρο, διαμορφώνουν μια νοσταλγική συνθήκη ενατένισης του παρελθόντος. Υπό το φως της συγκρότησης μιας εθνικής ταυτότητας, η ελληνική κοινωνία μοιάζει να ακροβατεί ανάμεσα σε αυτό που κάποτε ήταν, σε αυτό που είναι και σε ό,τι θα μπορούσε ή θα ήθελε να γίνει. Έτσι, ενώ το ελληνικό κράτος πασχίζει ακόμη να ορίσει τον χώρο του, η καλλιεργημένη ελίτ της χώρας επιδιώκει να διαμορφώσει το πολιτιστικό πλαίσιο του νεοέλληνα ενοφθαλμίζοντας δυτικές νοοτροπίες και τάσεις.

            Όσον αφορά τη βυζαντινή τέχνη, τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του ελληνικού κράτους και μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, επανανακαλύπτεται και επηρεάζει την τρέχουσα εκκλησιαστική τέχνη με διαφορετικούς όρους. Ωστόσο, ο επαναπροσδιορισμός της δεν είναι αρμονικός και εξελικτικός. Όπου δεν περιορίζεται στη στείρα αντιγραφή, επιβάλλονται σε αυτή παρεμβατικές διορθώσεις και αλλοιώσεις. Το νέο ελληνικό κράτος επιδιώκοντας να κατοχυρώσει τη θέση του ως συνεχιστή της νικηφόρας αρχαιοελληνικής κουλτούρας, και όχι του ηττημένου και ταπεινωμένου βυζαντινισμού, επιδίδεται στην υιοθέτηση δυτικών προτύπων. Τα βυζαντινά πρότυπα που επικρατούσαν στη λαϊκή τέχνη της περιόδου της Τουρκοκρατίας δεν μπορούν βέβαια να αποσιωπηθούν. Ξεκινάει έτσι μια διαδικασία «βελτίωσης» ώστε, πίσω από αυτά που θεωρήθηκαν τεχνοτροπικές «παρατυπίες» της βυζαντινής τέχνης, να διαφανεί «το κάλλος της ιδέας». Το 1914 ιδρύεται το Βυζαντινό Μουσείο και έτσι αρχίζει η συστηματική μέριμνα για τον βυζαντινό πολιτισμό και ιδίως, αν όχι αποκλειστικά, για την τέχνη του. Πρόκειται, ωστόσο, για μια ιδιότυπη μέριμνα που, πέραν της διαφύλαξης της παραδοσιακής πολιτισμικής κληρονομιάς, προχωράει σε έναν βεβιασμένο εκσυγχρονισμό της, ώστε να ανταποκρίνεται σε αυτό που θεωρείται πως εκφράζει τη νεότερη ελληνική κοινωνία. Η ιδεολογική έριδα συνεχίζεται.

            Μέσα σε αυτό το κλίμα ο Κόντογλου ταξιδεύει το 1923 στο Άγιον Όρος. Εκεί συλλαμβάνει για πρώτη φορά την αίγλη της βυζαντινής τέχνης με τον δικό του προσωπικό τρόπο. Βλέπει μέσα στις βυζαντινές μορφές τη συνέχεια του ελληνισμού, τη ροή της ιστορίας και την αλυσιδωτή πορεία του γένους του στους αιώνες, μια πορεία που διακόπηκε κατά τον ίδιο τόσο βίαια. Εξακολουθεί να συνδιαλέγεται με τα δυτικά μοντερνιστικά ρεύματα, τα οποία γνωρίζει και δεν απορρίπτει ασυλλόγιστα. Ωστόσο, εντοπίζει τον προσωπικό του πυρήνα στη βυζαντινή τέχνη και ασχολείται συστηματικά με αυτή. Την ανασύρει από τον λήθαργο, στον οποίο είχε υποπέσει, την επανατοποθετεί στην ουσία της, την καθιστά βίωμα με λόγο και έργο. Επιχειρεί έτσι συνειδητά να διαμορφώσει μια νεοελληνική εικαστική παράδοση, χτίζει το θεμέλιο πάνω στο οποίο θα μπορέσει να πατήσει η επόμενη γενιά καλλιτεχνών. Όπως διαπιστώνει ο Στέλιος Δασκαλάκης: «Του οφείλουμε και το ότι στη συνάντησή μας με τα σύγχρονα ρεύματα της τέχνης δεν βρεθήκαμε ανερμάτιστοι και χωρίς καταγωγή.»

            Ο Φώτης Κόντογλου δημιουργεί ένα εικαστικό ρεύμα το οποίο  αργότερα θα ονομαστεί Νεοβυζαντινισμός. Αναδεικνύει τη βυζαντινή τέχνη και την ανανεώνει μέσα από την αυθεντικότητα της ζωής και της δράσης του. Δεν «βελτιώνει» ούτε «αντιγράφει» αλλά «βιώνει» την τέχνη. Όλη η ιδιοσυγκρασία του διακατέχεται από την αρμονία της θεωρίας και της πρακτικής. Πάντοτε, βέβαια, υπό το φως της Ορθοδοξίας. Αρνείται τα καθαρά αισθητικά κριτήρια που συχνά υιοθετούνται ακρίτως από τη Δύση. Προσεγγίζει τη βυζαντινή τέχνη με όρους εκκλησιαστικούς και ανθρωπολογικούς. Βιώνει μέσα από αυτή τη θεολογία της ορθοδοξίας στην πλήρη ελευθερία της. Για αυτό και είναι σε θέση να πρωτοπορεί και να ανανεώνει χωρίς να διαρρηγνύει τις σχέσεις με το οντολογικό υπόβαθρο από το οποίο εκπηγάζουν οι μορφές του. Δημιουργεί έργα με πλήρη συνέπεια, η οποία προκύπτει αβίαστα μέσα από την ίδια την προσωπικότητά του. Σύμφωνα με τον Τριανταφυλλόπουλο:

ό,τι βγήκε από το χέρι του -εικόνα, ή γραπτό- έχει τη σφραγίδα του γνήσιου, του αψευδούς, του αψιμυθίωτου εκπήγασαν από μιαν ατόφια στάση ζωής, που προερχόταν από συνείδηση και βίωση της Ορθοδοξίας.

            Στην παρούσα μελέτη θα επιδιώξω να αναδείξω ορισμένες αρχές του έργου του Κόντογλου, την αλληλεπίδραση της τέχνης με τη γενικότερη κοσμοθεωρία που ο ίδιος υιοθετεί. Θα αναδειχθεί έτσι το θεωρητικό υπόβαθρο που συνέχει το έργο του και το καθιστά αυθεντικό και διαχρονικό, καθώς αυτό που εν τέλει κατάφερε ήταν να ξεπεράσει τις συνοριακές γραμμές που ορίζει η ιστορία της τέχνης. Η βυζαντινή τέχνη αναδείχθηκε ως μορφή ζώσα που δύναται να ανανεωθεί μέσα από την απλότητά της, να διατρανωθεί και να εκβάλλει στο παρόν και στο μέλλον. Φτάνει μάλιστα ολοζώντανη στις μέρες μας μέσα από τον σύγχρονο νεοβυζαντινισμό. Έχει ενδιαφέρον να εντοπίσουμε την παρουσία της στη σύγχρονή μας τέχνη και να προβληματιστούμε σχετικά με τους όρους και τις προϋποθέσεις της. Πώς μεταλλάσσεται η ατόφια τέχνη του Κόντογλου και πώς διαμορφώνεται η δική μας; Ποιες είναι πλέον οι αρχές της, ο λόγος και η ουσία της;

Κουτσομάλλης Κυριάκος, «Ο Φώτης Κόντογλου και η επιρροή του στους νεότερους: Το τώρα από το χθες με προοπτική το αύριο», στο: Ο Φώτης Κόντογλου και η επιρροή του στους νεότερους, Αθήνα: Ίδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή, 2022, σ. 15.

Γεωργιάδου-Κούντουρα Ευθυμία, Θρησκευτικά Θέματα στη Νεοελληνική Ζωγραφική 1900-1940, Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1984, σ. ΙΙ.

Ζωγραφίδης Γιώργος, Εικαστική Φιλοσοφία, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 1998, σ. 193, γενικότερα 192-197.

Παρατίθεται από τον Μυλωνά Γιώργο, «Το άγιο και μοντέρνο χέρι του Φώτη Κόντογλου», στο: Ο Φώτης Κόντογλου και η επιρροή του στους νεότερους, Αθήνα: Ίδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή, 2022, σ. 70.

Τριανταφυλλόπουλος Δημήτρης, «Πελιδνός ο παράφρων τύραννος»: Αρχαιολογικά στον Παπαδιαμάντη, Αθήνα: Νεφέλη, 1996, σ. 48.


Valid CSS! Valid HTML!