Το Παγκύπριο Γυμνάσιο και η ελληνική παιδεία στην Κύπρο

22 Μαρτίου 2012

Θα μου επιτρέψετε να ξεκινήσω με μια προσωπική αναφορά. Το Παγκύπριο Γυμνάσιο το συνάντησα στα χρόνια της εφηβείας μου στη Θεσσαλονίκη, στο πρόσωπο ενός εκλεκτού ανθρώπου, απόφοιτου του Παγκυπρίου Γυμνασίου, του πατρός Λεοντίου Χατζηκώστα. Ως παιδί ήταν βοσκός που φύλαγε τα πρόβατα της οικογένειάς του σε χωριό της Κερύνειας. Μόλις δέκα μέρες μετά την εισβολή των Ιταλών στρατεύτηκε με το Κυπριακό Σύνταγμα σε λόχο Σκαπανέων και πολέμησε στην Ήπειρο. Μετά τη γερμανική εισβολή αιχμαλωτίστηκε στην Ελλάδα. Δραπέτευσε από στρατόπεδο πολέμου στην Ιταλία αλλά παρέμεινε εκεί για χρόνια. Απολύθηκε από το στρατό μόλις στις 8 Δεκεμβρίου 1949, πριν καρεί μοναχός στη Μονή Σταυροβουνίου. Σε σχετικά μεγάλη ηλικία φοίτησε στο Παγκύπριο της Λευκωσίας, όπου ξεχώρισε για την ποιητική του φλέβα, πριν έλθει για σπουδές στη Θεσσαλονίκη των μαθητικών μου χρόνων. Τότε, στον καιρό του αγώνα της ΕΟΚΑ ήταν ο σημαιοφόρος των παρελάσεων και των διαδηλώσεων για το Κυπριακό στη Θεσσαλονίκη. Είχε όμως ήδη βρει διέξοδο προς τη λογοτεχνία και είχε γράψει τα πρώτα διηγήματα, που αποκάλυπταν το λογοτεχνικό του ταλέντο και τον πλούτο της ψυχικής του ευαισθησίας. Εργάστηκε αργότερα ως κληρικός στην Αγγλία και στην κυπριακή ιεραποστολή στην Αφρική πριν αποσυρθεί ως απλός εφημέριος στη γυναικεία Μονή του Αγίου Μηνά, κοντά στα Λεύκαρα, όπου επί δεκαετίες εφημέρευε και …έγραφε. Ο πατήρ Λεόντιος ασφαλώς και δεν είχε τα χαρακτηριστικά του μέσου μαθητή του Παγκυπρίου (Αποφοίτησε το 1954 σε ηλικία 36 ετών). Διέθετε όμως τη γοητεία ενός σοφού και καλλιεργημένου αποφοίτου, ενός ζώντος φορέα της πνευματικότητας και της λογιοσύνης που καλλιεργείτο στο σχολείο, για το οποίο μιλούσε με περισσή αγάπη. Από αυτόν έμαθα να αγαπώ το Παγκύπριο και να υποκλίνομαι στην ποιότητά του Στη μνήμη του πατρός Λεοντίου αφιερώνω τις λίγες σκέψεις που ακολουθούν.

Τον ρόλο του Παγκυπρίου Γυμνασίου στην εξέλιξη της εκπαίδευσης και της εκπαιδευτικής πολιτικής στη μεγαλόνησο, τον έχουν μελετήσει αρκετά και από διάφορες οπτικές γωνίες ειδικοί ερευνητές, όπως ο Ιωάννης Περιστιάνης, ο Παναγιώτης Περσιάνης, ο Λοϊζος Φιλίππου, ο Θεόδωρος Παπαδόπουλλος, ο Δημήτρης Χαραλάμπους και άλλοι σημαντικοί ιστορικοί ή παιδαγωγοί. Στην αποψινή μας συνάντηση θα ήθελα να προσθέσω μια πλευρά που συνήθως μνημονεύεται στο περιθώριο του θέματος. Είναι η αρχιτεκτονική και αισθητική πλευρά των σχολικών κτηρίων.

Κατά τη διάρκεια της Αγγλοκρατίας ένας ακήρυκτος πόλεμος διεξαγόταν για την ιδεολογική κατεύθυνση που έπρεπε να ακολουθήσει η εκπαίδευση και στον πόλεμο αυτόν η αρχιτεκτονική ήταν από τα ισχυρότερα, αν και συμβολικά όπλα. Στην αγγλική διοίκηση της νήσου, αρχικά επικράτησε η άποψη ότι έπρεπε στα σχολεία των ελληνοκυπρίων και των τουρκοκυπρίων μαθητών να εισαχθεί το αγγλικό εκπαιδευτικό σύστημα με μόνη γλώσσα διδασκαλίας την αγγλική. Τελικά όμως ο υπουργός για τις Αποικίες στην κυβέρνηση Γλάδστωνος, ο φιλελεύθερος λόρδος Kimberley, επέβαλε την άποψή του, ότι τα παιδιά των δυο κοινοτήτων έπρεπε να εκπαιδεύονται στη γλώσσα τους. Την άποψή του στήριζε στην ευχέρεια ιδιαίτερα της ελληνικής γλώσσας να στηρίξει ένα πρόγραμμα υψηλής παιδείας και πολιτισμού. Έτσι, στην πρώτη περίοδο, με τις κυβερνήσεις του κόμματος των Φιλελευθέρων, και όταν ο Αρμοστής ήταν μορφωμένος και καλλιεργημένος άνθρωπος, με φιλελληνικά αισθήματα και εκτίμηση της κλασικής παιδείας, όπως ο Walter Sendall και ο Charles King-Herman, επικράτησε στάση ευνοϊκή προς ένα ελληνοκεντρικό πρόγραμμα σπουδών, αν και η Αρμοστεία προσπαθούσε να αποσυνδέσει τα μαθήματα με κλασικό περιεχόμενο, όπως τα αρχαία ελληνικά, την αρχαία ιστορία και τη φιλοσοφία, από την νεοελληνική αγωγή, που ήταν δεδομένη για σχολεία ελληνοπαίδων. Στην τελετή των εγκαινίων του Παγκυπρίου Γυμνασίου ο Αρμοστής Walter Sendall έπλεξε το εγκώμιο της ελληνικής παιδείας ως κληρονομιάς του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Η φιλική αυτή στάση συνοδευόταν πρακτικά από την πολιτική της αυτονομίας που διατήρησε ο νέος κυρίαρχος στην οργάνωση και λειτουργία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων από τις τοπικές εθνικές κοινωνίες, που στηριζόταν αποκλειστικά στην ιδιωτική και την εκκλησιαστική χρηματοδότηση.

Η πολιτική αυτή ανατράπηκε δραματικά μετά το 1930, με την εξέγερση των Ελλήνων της Κύπρου, τα γνωστά Οκτωβριανά του 1931, όταν οξύνθηκαν οι σχέσεις των Κυπρίων με τη βρετανική αποικιοκρατική διοίκηση. Οι φορείς της εκπαίδευσης στην ελληνοκυπριακή κοινότητα, με πρωτοστάτη την Εκκλησία και με διακριτική ενθάρρυνση του Ελληνικού Προξενείου και μαχητές τους εκπαιδευτικούς, ανάμεσα στους οποίους ξεχώριζε ο Λοϊζος Φιλίππου και ο Κωνσταντίνος Σπυριδάκις, προωθούσαν με αυξανόμενους ρυθμούς ένα πρόγραμμα σπουδών που στερέωνε την ελληνική συνείδηση των μαθητών συνδυάζοντας το ελληνοκεντρικό αυτό πρόγραμμα του σχολείου με το πολιτικό όραμα της Ένωσης με την μητέρα Ελλάδα. Διακοσμούσαν τις αίθουσες των σχολείων με ελληνικές σημαίες, ακόμη και με φωτογραφίες των μελών της βασιλικής οικογένειας της Ελλάδος και οργάνωναν εθνικές εορτές και παραστάσεις αρχαίου θεάτρου στην αυλή με σταθερό φόντο τη νεοκλασική πρόσοψη των σχολείων.

Η στάση αυτή των Ελληνοκυπρίων βρέθηκε αντιμέτωπη με την βρετανική πολιτική αντίδραση, που εξ αντιθέτου στόχευε πια να καλλιεργήσει μια άλλη Κυπριακή, μη ελληνική εθνική συνείδηση, προβάλλοντας την ιδιαιτερότητα των Κυπρίων μέσα στα πλαίσια του αποικιοκρατικού συστήματος της κοινοπολιτείας, όπου κυριαρχούσε η βρετανική εκπαίδευση και φυσικά η αγγλική γλώσσα. Πήγε βέβαια περίπατο και η πολιτική αυτονομίας των κοινοτήτων σε θέματα εκπαίδευσης, την οποία ανέλαβε απευθείας η Αρμοστεία και με λογική καθαρώς αποικιοκρατική. Ίδρυσε τότε επίτηδες γεωργικά σχολεία, γιατί υπολόγιζε ότι εκεί θα ήταν μειωμένη η παρουσία του εθνικού ιδεολογικού λόγου, αλλά χωρίς επιτυχία, και άλλαξε το περιεχόμενο του μαθήματος της ιστορίας, όχι πια ως Ελληνικής Ιστορίας, που έτσι εξαφανίστηκε ως μάθημα, αλλά ως Ιστορίας της Κύπρου. Παράλληλα με τις επεμβάσεις αυτές στην εκπαίδευση έγινε συνειδητή προσπάθεια να εισαχθεί στην κυπριακή συνείδηση και να εξαρθεί ο λεγόμενος «ετεοκυπριακός» πολιτισμός με την έννοια του «αληθινού κυπριακού» και γηγενούς πολιτισμού, κατ’ αντιδιαστολήν προς τους αλλοδαπούς πολιτισμούς που έφεραν μαζί τους ως ξένοι έποικοι οι Έλληνες και οι Φοίνικες.

Στον πόλεμο αυτό των συμβόλων σημαντικό ρόλο έπαιξε λοιπόν η αρχιτεκτονική των σχολικών κτηρίων που συνειδητά διεξήγαγε η ελληνοκυπριακή κοινωνία. Πρωταγωνιστικό ρόλο στο οργανωμένο αυτό κίνημα έπαιξε ο Κύπριος αρχιτέκτων Θεόδωρος Φωτιάδης (1878-1952), ο οποίος ιδιοποιήθηκε τον νεοκλασικό ρυθμό στην Αθήνα, τον εφάρμοσε με επιτυχία στην Αλεξάνδρεια και τον τελειοποίησε στην Κύπρο, κυρίως στη δεκαετία του 1920. Η αρχιτεκτονική αυτή βρίσκεται σε ευθεία αντιπαράθεση με την αρχιτεκτονική που επέβαλλαν οι Βρετανοί στις αποικίες τους. Απτή παράσταση της αντίθεσης αυτής έχουμε στα τρία σημαντικότερα σχολικά κτήρια της Λευκωσίας. Αφενός το κτήριο του Παγκυπρίου Γυμνασίου (που ανοικοδομήθηκε το 1922), με την εντυπωσιακή νεοκλασική πρόσοψη και τους εμβληματικούς κίονες Ιονικού ρυθμού, που λειτούργησε ως αρχιτεκτονικό πρότυπο για είκοσι άλλα σχολεία σε ολόκληρη την Κύπρο, και παράλληλα το Παρθεναγωγείο της Φανερωμένης (που ανεγέρθηκε το 1925).

Σε συνειδητή αντιπαράθεση προς τα χαρακτηριστικά αυτά οικοδομήματα, το κεντρικό κτήριο του Πανεπιστημίου Κύπρου, (που ανοικοδομήθηκε το 1958 – μεσούντος του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ – για να στεγάσει την Παιδαγωγική Ακαδημία), χαρακτηρίζεται από ένα μίγμα πλήθους ανατολικών αρχιτεκτονικών στοιχείων, όπου όμως απουσιάζει εντελώς κάποιο ίχνος αναφοράς στην ελληνική αρχιτεκτονική. Σε αρμονία προς την πολιτική αυτή των Βρετανών η τουρκοκυπριακή κοινότητα δεν φαίνεται να είχε διλήμματα για την αρχιτεκτονική των σχολείων της. Έτσι το κτήριο του τουρκικού Λυκείου στη Λευκωσία το σχεδίασε και κατασκεύασε ο βρετανός αρχιτέκτονας της Υπηρεσίας Δημοσίων Έργων το 1928 σε καθαρά αποικιοκρατικό στιλ.

Ο καθηγητής Δημήτρης Χαραλάμπους του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, συγγραφέας της μονογραφίας Η ίδρυση του πρώτου δημόσιου γυμνασίου στην Κύπρο (1893), έκδοση του Παγκυπρίου Γυμνασίου του 1997, σε αδημοσίευτο άρθρο του διακρίνει δυο ξεχωριστές φάσεις στο ιδεολογικό πλαίσιο της εκπαίδευσης στην Κύπρο, που συμπίπτουν με τις δυο ιδρύσεις του Παγκυπρίου, το 1812 και το 1893. Στην πρώτη φάση κυριαρχεί η ιδεολογία του νεοελληνικού διαφωτισμού. Η παιδεία θεωρείται μονόδρομος για τη μετάβαση από το σκότος στο φως, με την παιδεία ο άνθρωπος γίνεται αληθινός άνθρωπος. Στο πρακτικό της ίδρυσης της Ελληνικής Σχολής το 1812 ο δωρητής εκφράζει την πεποίθηση ότι τα ελληνικά γράμματα «είναι το μόνον μέσον όπου στολίζουσι τον ανθρώπινον νουν και όπου αποκατασταίνουσι τον άνθρωπον άξιον τω όντι άνθρωπον».

Πρέπει βέβαια να πούμε ότι η ιδεολογική αυτή αφετηρία δεν εμπόδισε αυτούς που ανέλαβαν την πρωτοβουλία ιδρύσεως σχολείων να τα οραματισθούν ως καθαρώς ελληνικά σχολεία. Το 1808 ο Κύπριος ιερομόναχος του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων Ιωαννίκιος, που δώρισε την οικία του, που βρισκόταν δίπλα στην Αρχιεπισκοπή, για να στεγασθεί το «Ελληνομουσείον», στην πράξη αποδοχής της δωρεάς το αποκαλεί «Σχολείον κοινόν των Ελληνικών μαθημάτων». Τέσσερα χρόνια αργότερα ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός να ιδρύσει τη δική του «ελληνική Σχολή», που δικαίως θεωρείται ο πρόδρομος του Παγκυπρίου Γυμνασίου. Επομένως η στροφή προς την παιδεία δεν ήταν γενική και αόριστη με αναγωγή στην επικράτηση του Ορθού Λόγου, αλλά είχε από την αρχή σαφή ελληνικό προσανατολισμό.

Την πρώτη αυτή φάση τη βλέπει ο συνάδελφος Χαραλάμπους να υποχωρεί περί τα μέσα του 19ου αιώνα και το ιδεολογικό τοπίο να αντικαθίσταται σταδιακά από τη Μεγάλη Ιδέα. Τώρα η εκπαίδευση των νέων ταυτίζεται με τη μύησή τους και τη στράτευσή τους στον εθνικό στόχο της Ένωσης. Η ένωση της Επτανήσου με το ελληνικό κράτος το 1864 σηματοδοτεί ουσιαστική ώθηση και για το κυπριακό ενωτικό κίνημα, ώστε να επιτευχθεί η ενσωμάτωση και της Κύπρου στο ελληνικό βασίλειο. Έτσι όταν οι Άγγλοι, δεκατέσσερα χρόνια αργότερα, ανέλαβαν τη διακυβέρνηση του νησιού το 1878, η διευθέτηση του επτανησιακού θεωρήθηκε προοίμιο και προάγγελος για τη λύση του «ζητήματος της Κύπρου». Είναι χαρακτηριστικό ότι ήδη σε έγγραφο του 1869 που αφορά τη δωρεά του μητροπολίτου Πάφου Νεοφύτου υπέρ της εκπαίδευσης, ο δωρητής τονίζει «κατά πόσον εισι και οφείλουσιν είναι αδιάσπαστα τα συμφέροντα του έθνους και της εκκλησίας του και εύχεται «αδιαλείπτως αμφότερα να προοδεύωσι καταλλήλως», τα δε σχολεία ονομάζει «εθνικά εκπαιδευτικά καταστήματα». Είναι προφανές ότι η φιλοπατρία του δωρητή μητροπολίτη υπερβαίνει τη φιλοπατρία ή τη φιλογένεια που προέβλεπε ο Διαφωτισμός και εγγράφεται πια στο πλαίσιο της «πανελληνίου ιδέας».

Ο Θεόδουλος Κωνσταντινίδης, σημαντικός εκπαιδευτικός και συγγραφέας του ενδιαφέροντος αφηγήματος Απομνημονεύματα διδασκάλου, εκφράζει το 1889 ως εξής την κυρίαρχη εκπαιδευτική ιδεολογία: «Οι ‘Ελληνες διδάσκαλοι, όταν ευρίσκονται εν υποδούλοις Ελληνικοίς μέρεσιν εκτός των διδασκαλικών έχουσι και άλλα, σπουδαιότερα καθήκοντα να εκπληρώσωσιν. Αυτοί πρέπει να ώσιν οι απόστολοι της Μεγάλης Εθνικής ιδέας∙ αυτοί οι ρήτορες, οι υποδαυλίζοντες πάντοτε το εθνικόν αίσθημα των συμπολιτών των∙ αυτοί οι διδάσκαλοι, οι διδάσκοντες προς όλους τα προς την Πατρίδα καθήκοντα∙ αυτοί οι δαδούχοι, οι οδηγούντες διαμέσου του σκότους της δουλείας τους συμπολίτας των προς το αληθινόν της Ελευθερίας φως. Διδάσκαλος περιοριζόμενος εις μόνα τα διδασκαλικά καθήκοντά του και μη εργαζόμενος εν η κοινωνία ζη και υπέρ πατρίδος είνε ανάξιος του προορισμού και της αποστολής του. Αι σκέψεις αύται μοι επέβαλον να ενεργήσω όλαις δυνάμεσιν, όπως εορτασθή η ιερά της εξεγέρσεως της Ελλάδος εκ σκληράς δουλείας ημέρα όσω οίον τε μεγαλοπρεπώς».

 

Στο πνεύμα αυτό η τελετή των εγκαινίων του Παγκυπρίου το 1893 είναι, όπως καταγράφει ο τοπικός τύπος, κυρίως η Φωνή της Κύπρου αλλά και ο Ευαγόρας, «πανήγυρις των γραμμάτων», αλλά ταυτόχρονα και μια εθνική εορτή, που συνεγείρει όλους τους πολίτες, γιατί διαβλέπουν «εν τη τελευτή ταύτη την απαρχήν της πραγματώσεως προαιωνίων πόθων». Το Γυμνάσιον είναι «προάγγελος μέλλοντος εθνικωτέρου» και η Κύπρος «αποδείκνυσι σήμερον δια της ιδρύσεως Γυμνασίου, ότι ουδαμώς υστέρει των αισθημάτων των κατεχόντων το πανελλήνιον». Η στελέχωση του Γυμνασίου από ελλαδίτες εκπαιδευτικούς γίνεται αντιληπτή ως μια επιπλέον ένδειξη που πιστοποιεί την εθνική διάσταση του νέου εκπαιδευτηρίου. Οι ελλαδίτες καλαμαράδες γίνονται δεκτοί, όπως γράφει η Φωνή της Κύπρου, «εν τη υποδούλω εισέτι αλλά καθαρώς ελληνική χώρα υπέρ της αναπτύξεως και αναζωοπυρήσεως ακραιφνούς ελληνικού αισθήματος». Η δε άμεση αναγνώριση του Γυμνασίου από το Ελληνικό Υπουργείο Παιδείας ως ισοτίμου με τα Γυμνάσια της Ελλάδος θεωρήθηκε ότι «συνάπτει επί μάλλον και μάλλον πνευματικώς ημάς προς τους ελευθέρους αδελφούς», ενισχύει τους «ιερούς δεσμούς τους συνέχοντας την Κύπρον και το ελεύθερον ελληνικόν κράτος» και είναι «νέα απόδειξις της μητρικής στοργής και του θερμού ενδιαφέροντος, μεθ’ ου η μήτηρ Ελλάς ατενίζει προς ημάς».

Άρχισα με μια προσωπική αναφορά. Θα μου επιτρέψετε να τελειώσω με άλλη μια προσωπική αναφορά. Ο νυν διευθυντής του Παγκυπρίου, ο κύριος Σόλων Χαραλάμπους, είναι ο πρώτος απόφοιτος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Μεσαιωνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου, που ιδρύσαμε στα χρόνια που ευτύχησα να είμαι καθηγητής στην γλυκεία νήσο. Εντελώς πρόσφατα έχει καταθέσει τη διδακτορική του διατριβή στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έτσι στο πρόσωπο του κυρίου διευθυντού ενώνονται με ένα ακόμη ωραίο ακαδημαϊκό δεσμό τα δυο Ιδρύματα που σήμερα συνεορτάζουν τα γενέθλια του Παγκυπρίου Γυμνασίου στην Αθήνα.

(Ομιλία του Καθηγητή Ευάγγελου Χρυσού στην Αίθουσα Τελετών του Πανεπιστημίου Αθηνών, στις 16 Μαρτίου 2012)