«Νικόλαος Γύζης: O μεγάλος ζωγράφος»

30 Οκτωβρίου 2012

Το Ίδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη σε συνεργασία με τη Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης παρουσιάζει από 8 Νοεμβρίου 2012 έως 3 Φεβρουαρίου 2013, την έκθεση «Νικόλαος Γύζης: O μεγάλος ζωγράφος», ενός από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της περίφημης Σχολής του Μονάχου με έργα της πολυσυζητημένης δωρεάς της οικογένειας Γύζη προς τη Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης. Η έκθεση πλουτίζεται με αντιπροσωπευτικά έργα της εξελικτικής πορείας του κορυφαίου δημιουργού από τις συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης-Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτζου, Εθνικής Τράπεζας, Πινακοθήκης Ε. Αβέρωφ, Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, Τράπεζας της Ελλάδος, Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, Συλλογής Εμφιετζόγλου, Συλλογής Μαριάννας Λάτση και πολλών άλλων ιδιωτικών συλλογών.

Αποκριά στην Αθήνα

Στην έκθεση παρουσιάζονται σημαντικές ελαιογραφίες και σπάνια ελαιογραφικά σχέδια, γλυπτά, αφίσες, διπλώματα και ένθετα εφημερίδων του κορυφαίου Έλληνα ζωγράφου του 19ου αιώνα. Οι ενότητές της περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, πορτρέτα και σκηνές από την οικογένεια του ζωγράφου, θρησκευτικά, ηθογραφικά και αλληγορικά θέματα, τοπία και νεκρές φύσεις.

Ζαχαροπλάστης

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Διευθυντής Εικαστικού Προγράμματος Ιδρύματος Θεοχαράκη και επιμελητής της έκθεσης κ. Τάκης Μαυρωτάς «Εκατόν δώδεκα χρόνια μετά το θάνατο του κορυφαίου ζωγράφου, το Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. & Μ. Θεοχαράκη, οργανώνει έκθεση αφιερωμένη στο έργο του, καταθέτοντας έτσι ελάχιστο φόρο τιμής απέναντι στην ανυπολόγιστης αξίας προσφορά του. Εκατό και πλέον έργα ζωγραφικής, σχέδια, «ζελατίνες», δουλεμένες με σινική μελάνη πάνω στη φωτοευαίσθητη επιφάνεια του φωτογραφικού φιλμ και μικρογλυπτά φανερώνουν τις διαρκείς και επίπονες δοκιμές και αναζητήσεις του στο χώρο της τέχνης…» Και συμπληρώνει «Η ζωγραφική του Γύζη εκφράζει την αλήθεια του. Αν και καθηγητής της Ακαδημίας του Μονάχου (το 1888 έγινε τακτικός καθηγητής) κατάφερε να ξεπεράσει την ψυχρότητα του ακαδημαϊκού ύφους στρέφοντας την προσοχή του στην προαιώνια ιστορία της ανθρωπότητας, κατακτώντας έτσι τη δική του προσωπική έκφραση, μια έκφραση γεμάτη συγκίνηση και ζωντάνια».

Ο Νικόλαος Γύζης γεννήθηκε το 1842 στην Τήνο. Μετά τις βασικές σπουδές του στο «Σχολείο των Τεχνών» της Αθήνας πήρε υποτροφία για την Ακαδημία του Μονάχου. Το 1882 έγινε βοηθός καθηγητής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου και το 1888 τακτικός καθηγητής. Ασχολήθηκε με όλα τα είδη ζωγραφικής και πήρε μέρος σε πολλές εκθέσεις αποσπώντας μεγάλες διακρίσεις. Μετά το θάνατό του το 1901, οργανώθηκε αναδρομική έκθεση των έργων του κατά τη διάρκεια της 8ης Καλλιτεχνικής Έκθεσης στο Glaspalast του Μονάχου. Η οικογένειά του παρέμεινε στο Μόναχο και μόνο ο γιος του, ο γλύπτης Τηλέμαχος Γύζης, εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα.

Ο επιμελητής της έκθεσης, κ. Τάκης Μαυρωτάς γράφει για τον Νικόλαο Γύζη:

«Ο Γύζης αντιμετωπίζει την τέχνη με δέος σαν συνέχεια μιας ιδέας ή μιας πραγματικότητας θεμελιωμένης στις ανθρώπινες αξίες. Γι’ αυτό τον απασχολούν βασανιστικά η ποιότητα της ζωγραφικής διατύπωσης, η δύναμη της σύνθεσης, η απόδοση του πραγματικού φωτός, ο στέρεος ρυθμός και η έκφραση των μορφών. Βαθύτατα ουμανιστής και θρησκευόμενος, καταγράφει την αλήθεια του κόσμου μέσα από ένα πλήθος ανθρώπων, όπου η κάθε μορφή καθρεφτίζει την εσωτερικότητά της και εκφράζεται από το δικό της βλέμμα, τη δική της κίνηση και τις δικές της χειρονομίες. Η κάθε φιγούρα κατέχει την προσωπική της θέση στη σύνθεση και στον κόσμο, γιατί κύριο μέλημα του ζωγράφου ήταν η ύπαρξη, αλλά και η συνύπαρξη, ο άνθρωπος στη σχέση του με τον άλλο, στο χρόνο και στην ιστορία.

Τα πορτρέτα της μητέρας του, Μαργαρίτας Γύζη (Συλλογή Πανελληνίου Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου), για την οποία, τονίζοντας τον στενό δεσμό μαζί της γράφει, «Υποφέρω τα δυστυχήματά μου με την υπομονήν, την οποία η καλή μου Μάνα μου καλλιέργησεν», μαζί με τις προσωπογραφίες της συζύγου και των παιδιών του σηματοδοτούν τον προσωπικό ανθρωποκεντρικό πυρήνα της τωρινής έκθεσης. Αξίζει να αναφερθεί το ενδιαφέρον και η αγάπη για τη διαφύλαξη που επέδειξε η οικογένειά του στη διάδοση του έργου του με τη σημαντική δωρεά το 2002, των 196 έργων (33 πίνακες ζωγραφικής, 116 σχέδια, 41 «ζελατίνες», 4 γλυπτά και 2 άλμπουμ με 432 σχέδια), με την προτροπή και την παρότρυνση του Δρ. Κωνσταντίνου Διδασκάλου στη Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης (μέρος αυτής της σπουδαίας συλλογής εκτίθεται μόνιμα στην Casa Bianca).

Κρυφό σχολειό

Παράλληλα με τα ηθογραφικά έργα του, όπως το περίφημο «Κρυφό σχολειό» (Συλλογή Πρόδρομου Εμφιετζόγλου), «Παιδικοί αρραβώνες» (Συλλογή Εθνικής Πινακοθήκης), «Παππούς και εγγονός» (Ιδιωτική Συλλογή), «Τα ορφανά» (Συλλογή Μαριάννας Λάτση), «Αποκριά στην Αθήνα» (Συλλογή Μεγάρου Μουσικής Αθηνών) και «Ο ζαχαροπλάστης» (Ιδιωτική Συλλογή) παρουσιάζονται και τα αλληγορικά, όπως «Οι ελευθέριες τέχνες με τα πνεύματά τους», «Η αποθέωση της Βαυαρίας», «Εαρινή συμφωνία» (Συλλογή Εθνικής Πινακοθήκης), θρησκευτικά θέματα «Ιουδήθ και Ολοφέρνης» (Συλλογή Εθνικής Τράπεζας), καθώς και τοπία, νεκρές φύσεις, αφίσες, «ζελατίνες», προμετωπίδες περιοδικών, διπλώματα και μετάλλια, συμπληρώνοντας έτσι τον πολυεπίπεδο εικαστικό του κόσμο. Η παράλληλη παρουσίαση σχεδίων και αντιπροσωπευτικών πινάκων αποκαλύπτει την ξεχωριστή του πορεία, η οποία χαρακτηρίζεται αποκλειστικά και μόνο από τη γέννηση και την ακμή της, προσπερνώντας τη γήρανση που συναντούμε στο έργο πολλών ομοτέχνων του.

Ο κόσμος των σχεδίων και των έργων του σφραγίζεται από τη ζωντάνια, την άρρηκτη συνοχή, το ρυθμό και την αρμονία. Ο ίδιος γράφει χαρακτηριστικά: «Μετά των εκατοντάδων σχεδίων, μικρών και μεγάλων, μέχρι Κολάσεως και Παραδείσου, έζησα ονειρευόμενος». Τα σχέδιά του αντανακλούν τη μεγάλη σχεδιαστική και πνευματική του δύναμη: γρήγορα και σταθερά, με λιγοστό ή με περισσότερο χρώμα και κάποια με λίγες άσπρες ελεύθερες πινελιές. Σχέδια που άλλοτε αποδίδουν τον οραματικό του κόσμο και άλλοτε εστιάζονται σε αντικείμενα εκ του φυσικού. Το παιχνίδισμα των φωτισμών προσδίδει σε πολλά από αυτά μια ιδιαίτερη λεπτότητα, μια μοναδική ευαισθησία. Αξίζει να επισημάνουμε ότι σχεδιάζει με διαφορετικά μολύβια, σκληρά ή μαλακά, μυτερά ή πλατύτερα πάνω σε χαρτιά διαφόρων αποχρώσεων, άλλοτε με λιτές γραμμές, άλλοτε με φωτοσκιάσεις και άλλοτε μόνο με την άσπρη κιμωλία στο μαύρο χαρτί.

Ιστορία

Η επιρροή του από την αρχαία ελληνική τέχνη είναι έκδηλη με ευδιάκριτες αναφορές στο κλασικιστικό ύφος. Κατόρθωσε να συνδυάσει τις αρχές της αρχαίας ελληνικής τέχνης με την πραγματικότητα της εποχής του σε πολλά έργα, όπως στα «Ιστορία» και «Αρμονία». Στην «Ιστορία» (Ιδιωτική Συλλογή) δίνει μια άλλη διάσταση, πέρα από το αρνητικό παράδειγμα της πολιτικής ιστορίας με τις καταστροφές και τα φρικιαστικά εγκλήματα, εμμένοντας στα μοναδικά επιτεύγματα της ιστορίας και του πολιτισμού. Ο ίδιος, χαρακτηριστικά, γράφει για την επίσκεψη του στην Ακρόπολη: «εις το αγαπητόν εν αυτή Μουσείον, έτι ωραιότερα γλυπτικής τέχνης έργα είδον πάλιν και έμεινα εντός αυτού μέχρι σχεδόν της δύσεως του ηλίου… Είδα σήμερον μικρά ανάγλυφα εκ πηλού, μιαν Αθηνάν αρχαϊκήν αναβαίνουσαν επί του άρματος, μιαν άλλην φιγούραν, κεφάλια μικρά και πάλιν τα του Παρθενώνος ανάγλυφα και en torse του αετώματος, τα της Απτέρου Νίκης αριστουργήματα…».

Ο Γύζης με το χρωστήρα του προσέγγισε με ευλάβεια το πνεύμα της Ελλάδας, μετουσιώνοντάς το σχεδόν σε ολόκληρο το έργο του. Παράλληλα, είχε δηλώσει με περίσσια ταπεινότητα ότι «την Ελλάδα δεν ημπορώ να την ζωγραφίσω τόσον ωραίαν ως την αισθάνομαι».

Άλλοτε Απολλώνιος και άλλοτε Διονυσιακός, όπως στο κεφάλι του Έρωτα από το άρμα του πίνακα «Θρίαμβος της Βαυαρίας», δίνει έμφαση στη μορφή του προσώπου στον καθρέφτη προς τον καθαρό κόσμο της ψυχής. Στο «Θρίαμβο της Βαυαρίας» οι αλληγορικές μορφές της Ποίησης με τη λύρα, της Επιστήμης με το λύχνο, της Βιομηχανίας και του Εμπορίου με τη μορφή γυναίκας και το κηρύκειο του Ερμή, της Τύχης με το κέρας της Αμάλθειας και ο Έρωτας τονίζουν την κλασική αντίληψη αυτής της αξεπέραστης δουλειάς του ακτινοβολώντας τη βαθιά του ελληνικότητα. Η ζωγραφική του κορυφώνεται τόσο στη δύναμη της σύνθεσης όσο και στη διαύγεια της χρωματικής της αρμονίας, καθώς προσέχει και την παραμικρή λεπτομέρεια. Ο κόσμος των πνευμάτων μέσα από τη μουσική και την τέχνη προκαλεί τη ζωγραφική του δράση. Οι μορφές του, σε αρκετούς πίνακες, τονίζουν τη μουσική διάσταση των συνθέσεων μέσα από την πνοή της κίνησης των αγγέλων–μορφών, όπως στην «Εαρινή συμφωνία» ή στο εκπληκτικό σχέδιο «Ορφέας και Απόλλων», μεταξύ των άλλων.

Ο ανθρωποκεντρικός κόσμος του Γύζη παρουσιάζει μορφές με αυτοδύναμη αξία, άλλοτε οικείες και καθημερινές, άλλοτε διαχρονικές και εξιδανικευμένες, που δίνουν την αίσθηση ότι αναζητούν την αιωνιότητα. Αυτές οι μορφές, με την ανάλογη κάθε φορά σχεδιαστική ένταση, ονειρικές ή φευγαλέες, ερμητικές ή εφιαλτικές, αρνούνται την πτώση τους στο απύθμενο μηδέν, στρέφοντας πάντα το βλέμμα τους προς το φως και το Θείο. Η βαθιά του θρησκευτικότητα είναι δηλωτική σε αρκετά έργα, ιδιαίτερα στα τελευταία του χρόνια όπου στάθηκε αιτία και αφορμή της δημιουργικής του δράσης για μια φιλοσοφική και ποιητική προσέγγιση του μυστηρίου της ζωής. Οι φιγούρες των τελευταίων του έργων εμπεριέχουν την πείρα εκείνου που μελέτησε σε βάθος το χθες και αφουγκράστηκε το σήμερα, αφήνοντας τη φαντασία να τον οδηγήσει στα άγνωστα μονοπάτια της άλλης φώτισης, της άλλης δημιουργικής έκφρασης. Η μυστηριακή τους ατμόσφαιρα έρχεται αντιμέτωπη με την αίσθηση της ζωής και του χρόνου. Και η διάθεσή του προς καθετί υψηλό, αλληγορικό και υπερβατικό ενδυναμώνει την πρόθεσή του να προσεγγίζει την ανθρώπινη ύπαρξη με τα αισθήματα και τα πάθη της ή την πίστη και την ανάγκη της για ελευθερία. Και όπως ο ίδιος γράφει: «ο δαιμόνιος Σολωμός με ενέπνευσεν Δόξαν αρχαίαν, Δόξαν αυστηράν και σοβαράν. Δεν ζωγραφίζονται οι λέξεις, αλλά το πνεύμα αυτών».

Κυδώνια

Οι μορφές του Γύζη δημιουργούν την αίσθηση ότι εμφορούνται από την ίδια αιώνια ουσία της ζωής και αποκαλύπτουν την εσωτερική του τελείωση, την αυτούσια και πλήρη ζωγραφική του ωριμότητα προσημαίνοντας την απέραντη σημασία τους. Σε έναν μόνο πίνακά του, «Τα ορφανά», προσθέτει τη λέξη «Ο Έλλην» δίπλα στην υπογραφή του, ενώ στο σύνολο του ανθρωποκεντρικού του έργου υπάρχει ένας αόρατος, αλλά υπαρκτός, συνεκτικός ιστός προς έναν στόχο, αυτόν που ο Πλάτωνας αποκαλούσε Αγαθό, έναν ιστό που στη ζωγραφική του αποτυπώνεται με τον διαυγέστερο τρόπο, αποκαλύπτοντας το ήθος των ανθρώπων.. Έτσι, το ήθος αντανακλάται διακριτικά σε όλο το εύρος του ζωγραφικού του κόσμου. Ο Γύζης ανήκει στους υπέρμαχους του ιδεαλισμού και του συμβολισμού και αναζητούσε με σεβασμό και ταπεινοφροσύνη την ανθρώπινη αλήθεια.

Λίγο πριν από το τέλος της ζωής του, αφοσιώνεται στην αναζήτηση της αιώνιας γαλήνης, στον κόσμο των Η σοφία του γνώθι σαυτόν και η χριστιανική αγάπη εκφράζουν την εικόνα των μορφών του, που φωτίζονται και ενδυναμώνουν καθημερινά από την ίδια την πραγματικότητα ιδεών και δημιουργεί τα σχέδια και το ανολοκλήρωτο έργο «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται» ακολουθώντας ένα τελείως διαφορετικό ύφος από την «Τελευταία κρίση» του Μιχαήλ Αγγέλου και τη «Μικρή τελευταία κρίση» του Ρούμπενς. Πρόκειται για ένα έργο μεγάλης πνοής και διαυγούς ενόρασης που συναιρεί τη ζωγραφική έκφραση με την ποίηση και τη θρησκεία. Αποφεύγοντας την έννοια της κρίσεως και της τιμωρίας, την κόλαση και την κάθαρση, αφήνει να βασιλεύει μόνο η αίσθηση και η ανάγκη της Αγάπης. «Πάντες απολαύσατε του συμποσίου της πίστεως, πάντες απολαύσατε του πλούτου της χρηστότητας» (Ιωάννης Χρυσόστομος).

Ο Γύζης ελευθερώνεται και ο ερχομός του Νυμφίου προαγγέλλει την άλλη ζωή, την αιώνια, που αποτελεί το μέγιστο βήμα της επίγειας ζωής και τη νίκη κατά του θανάτου. «Εγώ αισθάνομαι την θρησκείαν μόνον με αγάπη» εξομολογείται ο ίδιος. «Η Αγάπη είναι το έμβλημά της».

Κατερίνα Χουζούρη