Ερμηνεία στο Πάτερ ημών (Β)

9 Φεβρουαρίου 2013

(Αγίου Μακαρίου Νοταρά)

«Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον»

Δεύτερη έννοια: Άρτος επιούσιος είναι ο λόγος του Θεού, όπως λέει η Αγία Γραφή: «Δεν ζει ο άνθρωπος μόνο με το ψωμί, αλλά και με κάθε λόγο που βγαίνει από το στόμα του Θεού».

Λόγος του Θεού είναι η διδασκαλία του Αγίου Πνεύματος, δηλαδή όλη η Αγία Γραφή. Παλαιά και Νέα. Από αύτη την Αγία Γραφή άντλησαν, σαν από βρύση, όλοι οι άγιοι Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας, οι οποίοι μας ποτίζουν με τα καθάρια νάματα της θεόπνευστης διδασκαλίας τους. Γι’ αυτό τα συγγράμματα και τις διδασκαλίες των Πατέρων πρέπει να τις δεχόμαστε ως άρτο επιούσιο, για να μην πεθάνει η ψυχή μας από την πείνα του λόγου της ζωής, πριν να πεθάνει το σώμα, καθώς το έπαθε και ο Αδάμ, διότι παρέβηκε τη θεϊκή εντολή.

Όσοι δεν θέλουν να ακούσουν το λόγο του Θεού και εμποδίζουν και τους άλλους, ή με τα λόγια τους ή με το κακό τους παράδειγμα να το κάνουν, παρόμοιε και όσοι, όχι μόνο δεν συνεργούν στο να γίνονται σχολεία και άλλα παρόμοια έργα, με τα οποία προκόπτουν τα παιδιά των Χριστιανών, αλλά εμποδίζουν όσους θέλουν να βοηθήσουν, θα κληρονομήσουν το «ουαί» και αλίμονο των Φαρισαίων. Ακόμη και εκείνοι οι ιερείς που αμελούν και δεν διδάσκουν τους ενορίτες τους όσα χρειάζονται για τη σωτηρία τους και εκτός απ’ αυτούς και οι Αρχιερείς -που όχι μόνο δεν διδάσκουν το ποίμνιο τους τις εντολές του Θεού και τα αναγκαία για τη σωτηρία τους, αλλά με την κακή τους ζωή γίνονται πρόσκομμα και αιτία απώλειας στους απλούς Χριστιανούς- αυτοί όλοι θα κληρονομήσουν το «ουαί» και το αλίμονο των Φαρισαίων και Γραμματέων, γιατί κλείνουν τη Βασιλεία των Ουρανών για τους ανθρώπους και ούτε αυτοί μπαίνουν μέσα σ’ αυτήν ούτε αυτούς που επιζητούν να εισέλθουν τους αφήνουν να περάσουν. Γι’ αυτό αυτοί οι άνθρωποι, σαν κακοί οικονόμοι, θα στερηθούν την προστασία και την αγάπη του λαού.

τον άρτον ημών

Πρέπει επίσης και οι δάσκαλοι, όσοι διδάσκουν τα παιδιά των Χριστιανών, να τα παιδαγωγούν και να τα οδηγούν περισσότερο στη χρηστοήθεια, δηλαδή στα χρηστά ήθη. Γιατί ποιά είναι η ωφέλεια, αν μάθει κάποιος γραμματική και άλλα φιλοσοφικά μαθήματα, αλλά παραμένει διεφθαρμένος στα ήθη; Τί όφελος μπορούν αυτά να του προξενήσουν; Ή ποιά προκοπή μπορεί να κάνει ένας τέτοιος άνθρωπος είτε στα πνευματικά θέματα είτε στα κοσμικά; Καμία βέβαια.

Και τα λέω αυτά, για να μην πει και σε μας ο Θεός εκείνα τα λόγια που είπε στους Εβραίους με το στόμα του προφήτη Αμώς : «Έρχονται ημέρες, λέει ο Κύριος, που θα στείλω πείνα στη γη, πείνα όχι από ψωμί, ούτε δίψα από νερό, αλλά πείνα και δίψα από λόγο Κυρίου». Αυτό το έπαθαν οι Εβραίοι από τη σκληρή και αδιάλλακτη προαίρεσή τους. Γι’ αυτό, για να μην πει και σε μας τέτοιου είδους λόγια ο Κύριος και για να μη συμβεί και σε μας τέτοια φοβερή συμφορά, ας ξυπνήσουμε όλοι από το βαρύ ύπνο της αμέλειας και ας τραφούμε με το λόγο και τη διδασκαλία του Θεού, ο καθένας όσο μπορεί, για να μην πεθάνει η ψυχή μας από τον πικρό και αιώνιο θάνατο.

Αυτή είναι η δεύτερη έννοια του επιούσιου άρτου και είναι τόσο σπουδαιότερη από την πρώτη έννοια, όσο είναι σημαντικότερη και πιο απαραίτητη η ζωή της ψυχής από τη ζωή του σώματος.

«Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον»

Τρίτη ερμηνεία: Ο επιούσιος άρτος είναι το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου, το Οποίο τόσο διαφέρει, από το λόγο του Θεού. Όσο ο ήλιος από την ακτίνα. Κατά τη Θεία Μετάληψη, όλος ο Θεάνθρωπος ήλιος εισέρχεται, ενώνεται και ζυμώνεται με όλο τον άνθρωπο. Φωτίζει, λαμπρύνει και αγιάζει όλες τις ψυχικές και σωματικές δυνάμεις και αισθήσεις του ανθρώπου και τον οδηγεί από τη φθορά στην αφθαρσία. Γι’ αυτό ακριβώς, και κυρίως, λέγεται άρτος επιούσιος η Θεία Κοινωνία του πανάχραντου Σώματος και Αίματος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, επειδή συντηρεί και συγκρατεί την ουσία της ψυχής και τη δυναμώνει στο να εκτελεί τις εντολές του Δεσπότη Χριστού και κάθε άλλη αρετή. Και αύτη είναι η αληθινή τροφή της ψυχής και του σώματος, καθώς το λέει και ο Κύριός μας : «Η Σάρκα μου είναι αληθινή τροφή και το Αίμα μου αληθινό ποτό» .

Αν κάποιος αμφιβάλλει ότι λέγεται άρτος επιούσιος το Σώμα του Κυρίου μας, ας ακούσει τι λένε γι’ αυτό το θέμα οι διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας. Και πρώτα-πρώτα ο φωστήρας των Νυσσαέων, ο θείος Γρηγόριος, λέει: «Αν ίσως έλθει καμιά φορά εις εαυτόν ο αμαρτωλός, όπως ο άσωτος υιός της παραβολής, αν επιθυμήσει τη θεία τροφή του Πατέρα του, αν επιστρέφει στην πλούσια τράπεζα Του, θα απολαύσει την τράπεζα αυτή, όπου υπάρχει πολύς από τον επιούσιο άρτο, ο Οποίος τρέφει τους μίσθιους του Κυρίου. Μί¬σθιοι δε είναι εκείνοι που δουλεύουν και εργάζονται στον αμπελώνα Του, με την ελπίδα να λάβουν την πληρωμή τους στη Βασιλεία των Ουρανών».

Ο δε άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης λέει: «Η προσευχή, την οποία ο Κύριος δίδαξε, δεν περιέχει τίποτε το γήινο, αλλά όλα όσα περιέχει είναι ουράνια και αποβλέπουν στην ωφέλεια της ψυχής, ακόμα και αυτό που φαίνεται στην ψυχή πως είναι μικρό και ανεπαίσθητο. Είναι γνώμη πολλών σοφών ανδρών ότι ο Κύριος θέλει, με την προσευχή αυτή, να μας διδάξει τη σημασία του Θείου λόγου και άρτου που τρέφει την ασώματη ψυχή και που κατά κάποιο τρόπο εισέρχεται και ενώνεται με την ουσία της. Γι’ αυτό ονομάστηκε και επιούσιος άρτος, γιατί η έννοια της ουσίας περισσότερο αρμόζει στην ψυχή παρά στο σώμα».

Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων επίσης λέει: «Ο κοινός άρτος που τρώμε, δεν είναι επιούσιος, αλλά ο άγιος Άρτος θεωρείται επιούσιος. Και λέγεται επιούσιος γιατί συγκροτεί όλη τη σύσταση της ψυχής και του σώματος».

Ο δε άγιος Μάξιμος λέει: « Αν διάγουμε τη ζωή μας σύμφωνα με τα λόγια της Κυριακής προσευχής, ας δεχθούμε ως άρτο επιούσιο, ζωτική τροφή για τις ψυχές μας, αλλά και συντηρητή των όσων μας έχουν χαρισθεί, τον Υιό και Λόγο του Θεού, διότι Εκείνος είπε: Εγώ είμαι ο άρτος που κατέβηκα από τους ουρανούς και δίνω ζωή στον κόσμο. Αυτό γίνεται μέσα στην ψυχή του καθενός που τον μεταλαμβάνει, ανάλογα με την αρετή και τη γνώση και τη σοφία που διαθέτει».

Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός επίσης λέει: «Αυτός ο άρτος είναι η απαρχή και το προοίμιο του μέλλοντα αιώνα, ο οποίος είναι και λέγεται επιούσιος. Η έννοια «επιούσιος» δηλώνει ή τον άρτο του μέλλοντα αιώνα ή τον άρτο που τρώγεται για τη συντήρηση της ουσίας μας. Όμως, είτε έτσι το εννοήσεις είτε αλλιώς, ως επιούσιος άρτος προφανώς πρέπει να ονομασθεί το Σώμα του Κυρίου».

Επιπλέον και ο ιερός Θεοφύλακτος προσθέτει ότι «το Σώμα του Χριστού είναι άρτος επιούσιος, για τον Οποίο προσευχόμαστε να αξιωθούμε να Τον μεταλαμβάνουμε ακατακρίτως».

Αλλά επειδή οι Πατέρες θεωρούν το Σώμα του Κυρίου ως άρτο επιούσιο, αυτό δεν σημαίνει ότι αναιρούν και δεν θεωρούν και τον κοινό άρτο που παρέχεται για τη σύσταση του σώματος ως επιούσιο. Διότι και αυτός είναι δώρο του Θεού και καμιά τροφή δεν θεωρείται καταφρονημένη ή απορριπτέα, κατά τον Απόστολο, όταν λαμβάνεται και τρώγεται με ευχαριστία: «Τίποτε δεν θεωρείται απορριπτέο, όταν το δεχόμαστε με ευχαριστία.

Ο κοινός άρτος, καταχρηστικά και όχι με την κύρια σημασία του, λέγεται επιούσιος, επειδή δυναμώνει μόνο το σώμα και όχι την ψυχή. Κυρίως όμως και κατά κοινή παραδοχή, άρτος επιούσιος λέγεται το Σώμα του Κυρίου και ο λόγος του Θεού, διότι δυναμώνουν την ψυχή και το σώμα. Αυτό μας το αποδεικνύουν με τη ζωή τους πολλοί από τους Αγίους: Ο Μωυσής λ.χ. που νήστεψε σαράντα ημέρες και νύκτες, χωρίς να φάει τροφή σωματική. Το ίδιο και ο προφήτης Ηλίας που νήστεψε σαράντα ημέρες. Επίσης, μετά την ενανθρώπηση του Κυρίου μας, πάρα πολλοί Άγιοι έζησαν για μεγάλα διαστήματα μόνο με τον λόγο του Θεού και την Αγία Κοινωνία, χωρίς να λάβουν τροφή.

Γι’ αυτό κι εμείς που αξιωθήκαμε να αναγεννηθούμε πνευματικά με το μυστήριο του αγίου Βαπτίσματος, είναι ανάγκη συνεχώς να λαμβάνουμε την πνευματική αυτή τροφή με θερμή αγάπη και συντετριμμένη καρδιά, για να ζούμε ζωή πνευματική και να παραμένουμε αβλαβείς από το φαρμάκι του νοητού όφεως, του διαβόλου. Διότι και ο Αδάμ, αν έτρωγε απ’ αυτή την τροφή, δεν θα υφίστατο τον διπλό θάνατο της ψυχής και του σώματος.

Αυτό τον πνευματικό Άρτο πρέπει να τον μεταλαμβάνουμε με την ανάλογη προετοιμασία, γιατί ο Θεός μας ονομάζεται φωτιά η οποία κατακαίει. Και εκείνους βέβαια που τρώνε το Σώμα του Κυρίου Ιησού Χριστού και πίνουν το άχραντο Αίμα Του με καθαρή συνείδηση και αφού πρώτα κάνουν αληθινή εξομολόγηση των αμαρτιών τους, αυτός ο Άρτος τους καθαρίζει, τους λαμπρύνει και τους αγιάζει. Αλίμονο όμως σ’ εκείνους που κοινωνούν αναξίως και χωρίς να εξομολογηθούν προηγουμένως στον ιερέα τις αμαρτίες τους. Διότι η Θεία Κοινωνία αυτούς τους κατακαίει και φθείρει εντελώς τις ψυχές και τα σώματά τους, όπως το έπαθε εκείνος που εισήλθε στους γάμους, χωρίς να έχει το ανάλογο ένδυμα, καθώς αναφέρεται στο Ευαγγέλιο. Δηλαδή χωρίς να έχει έργα και καρπούς άξιους της μετάνοιας.

Εκείνοι πάλι που ακούνε σατανικά τραγούδια, ανόητες συζητήσεις και ανώφελες φλυαρίες ή άλλες παρόμοιες γελοιότητες, καθιστούν τους εαυτούς τους ανάξιους να ακούσουν το λόγο του Θεού. Παρόμοια και εκείνοι που ζουν μέσα στην αμαρτία, δεν μπορούν να μεταλάβουν και να απολαύσουν την αθάνατη ζωή, στην οποία οδηγεί η Θεία Κοινωνία, διότι θανατώνονται οι ψυχικές τους δυνάμεις από το κεντρί της αμαρτίας. Γιατί σαφώς, όπως τα μέλη του ανθρώπου, όσο είναι δεκτικά της ζωτικής δυνάμεως, δέχονται και τη ζωή από την ψυχή, αν όμως σαπίσει η παραμείνει ξερό κάποιο μέλος του σώματος δεν μπορεί πια να περάσει σ’ αυτό ζωή -επειδή η ζωτική δύναμη δεν περνά στα νεκρά μέλη- έτσι και η ψυχή, ζει εφόσον δέχεται από τον Θεό τη ζωτική δύναμη. Όταν όμως αμαρτήσει και γίνει ανεπίδεκτη της ζωτικής δυνάμεως, τότε πεθαίνει η ταλαίπωρη. Μετά δα από κάποιο χρονικό διάστημα πεθαίνει και το σώμα. Και έτσι χάνεται ολόκληρος ο άνθρωπος στην αιώνια κόλαση.

Μιλήσαμε λοιπόν και για την τρίτη και τελευταία έννοια του επιούσιου άρτου, ο οποίος είναι για μας τόσο αναγκαίος και ωφέλιμος, όσο είναι και το άγιο Βάπτισμα. Γι’ αυτό πρέπει να προστρέχουμε συχνά στα Θεία Μυστήρια, να μεταλαμβάνουμε με φόβο και αγάπη τον επιούσιο Άρτο που ζητάμε στην Κυριακή προσευχή από τον επουράνιο Πατέρα μας. μέχρις ότου κρατάει το «σήμερον».

Το «σήμερον» έχει τρεις σημασίες:

Πρώτον, μπορεί να σημαίνει την κάθε ημέρα.

Δεύτερον, όλη τη ζωή του κάθε άνθρωπου.

Και τρίτον, την παρούσα ζωή της «εβδόμης ημέρας» που διανύουμε.

Στον μέλλοντα αιώνα δεν υπάρχει «σήμερον» και «αύριον», αλλά όλος ο αιώνας εκείνος είναι μία ημέρα αιώνια.

«Και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών»

Γνωρίζοντας λοιπόν ο Κύριος ότι στον Άδη δεν υπάρχει μετάνοια και ότι, ως άνθρωποι μετά το Βάπτισμα, είναι αδύνατον να μη σφάλλουμε, μας προτρέπει, να λέμε στον Θεό και Πατέρα μας: Και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών.

Επειδή προηγουμένως μας ανέφερε ο Κύριος, στην Κυριακή Προσευχή, για τον άγιο Άρτο της Θείας Κοινωνίας και μας συνέστησε να μην τολμά κάποιος να Τον μεταλαμβάνει χωρίς την απαραίτητη προετοιμασία, γι’ αυτό τώρα μας λέει ότι η προετοιμασία αυτή έγκειται, στο να ζητήσουμε συγχώρηση από τον Θεό και από τους αδελφούς μας και τότε να προσερχόμαστε στα θεία Μυστήρια, όπως αναφέρεται σε άλλο σημείο της Αγίας Γραφής: «Αν, άνθρωπε, προσφέρεις το δώρο σου στο θυσιαστήριο και εκεί θυμηθείς ότι ο αδελφός σου έχει κάποιο παράπονο απέναντι σου, άφησε εκεί το δώρο σου, μπροστά στο θυσιαστήριο, και πήγαινε πρώτα να συμφιλιωθείς με τον αδελφό σου και τότε να επανέλθεις να προσφέρεις το δώρο σου».

Εκτός απ’ αυτά, και τρία άλλα θέματα πραγματεύεται ο Κύριός μας με τα λόγια αυτά της προσευχής:

Πρώτον, παρακινεί τους ενάρετους να ταπεινοφρονούν, καθώς αναφέρει και σε άλλο σημείο: «Έτσι και σεις, όταν εκτελείτε όλες τις εντολές, να λέτε ότι είμαστε δούλοι τιποτένιοι, γιατί ό,τι οφείλαμε να πράξουμε, το πράξαμε».

Δεύτερον, συμβουλεύει όσους αμαρτάνουν, μετά το Βάπτισμα, να μην πέφτουν σε απόγνωση.

Και τρίτον, φανερώνει με τα λόγια αυτά ότι ο Κύριος θέλει και αγαπά να έχουμε σπλάγχνα οικτιρμών ο ένας προς τον άλλο, επειδή τίποτε άλλο δεν εξομοιώνει τον άνθρωπο με τον Θεό, όσο η ευσπλαχνία.

Γι’ αυτό, όπως θέλουμε να φέρεται ο Θεός σε μας, με τον ίδιο τρόπο να φερόμαστε και εμείς στους αδελφούς μας. Και ας μη λέει κάποιος ότι ο δείνα με πίκρανε πολύ με τα σφάλματα του και δεν μπορώ να τον συγχωρήσω. Διότι, αν στοχαστούμε πόσο πικραίνουμε εμείς με τα σφάλματά μας κάθε μέρα, κάθε ώρα και κάθε στιγμή τον Θεό, και Εκείνος μας τα συγχωρεί, τότε θα συγχωρήσουμε κι εμείς τους αδελφούς μας.

Και αν σκεφθεί κανείς ότι είναι τόσο πολλά και ασυγκρίτως μεγαλύτερα τα δικά μας σφάλματα από των αδελφών μας, ώστε και ο Ίδιος ο Θεός, που είναι η αυτοδικαιοσύνη, τα παρομοίασε συγκρίνοντας τα με μύρια τάλαντα, ενώ των αδελφών μας τα παρομοίασε με εκατό δηνάρια, θα διαπιστώσει ότι πραγματικά είναι ελάχιστα τα αμαρτήματα των αδελφών μπροστά στα δικά μας. Γι’ αυτό λοιπόν, αν εμείς συγχωρούμε στους αδελφούς μας τα λίγα και μικρά που μας έφταιξαν, όχι μόνο με τα χείλη, καθώς συνηθίζουν πολλοί, αλλά με όλη μας την καρδιά, θα μας συγχωρήσει και μας ο Θεός τα μεγάλα και αναρίθμητα πταίσματα, για τα οποία είμαστε υπεύθυνοι. Αν τυχόν δε, και δεν συγχωρούμε τα σφάλματα των αδελφών μας, τίποτε δεν ωφελούμαστε και από τις άλλες αρετές, τις οποίες νομίζουμε ότι έχουμε.

Και τί λέω ότι δεν ωφελούμαστε από τις αρετές; Ούτε οι αμαρτίες μας δεν μπορούν να συγχωρεθούν, καθώς ο Κύριος αποφάσισε, λέγοντας: «Αν δεν συγχωρήσετε στους συνανθρώπους σας τα σφάλματά τους, ούτε ο Πατέρας σας ο ουράνιος θα συγχωρήσει τα δικά σας σφάλματα». Και σε άλλο σημείο για εκείνον που δεν συγχώρησε τον αδελφό του, λέει: «Δούλε κακέ, εγώ σου χάρισα όλο το χρέος που μου χρώσταγες, επειδή μου το ζήτησες. Δεν έπρεπε και συ να είσαι σπλαχνικός στον συνάδελφό σου και να κάνεις αυτό που έκανα εγώ σε σένα; Και θύμωσε, λέει, ο Κύριος και τον παρέδωσε στους βασανιστές, για να τον βασανίσουν, μέχρις ότου ξεπληρώσει όλο το χρέος. Έτσι, λέει, θα κάνει και ο Πατέρας μου ο επουράνιος σε σας, αν δεν συγχωρήσετε από την καρδιά σας τα σφάλματα του αδελφού σας».

Πολλοί λένε ότι με τη Θεία Κοινωνία συγχωρούνται τα αμαρτήματα. Άλλοι πάλι λένε το αντίθετο. Ότι δεν συγχωρούνται, αλλά μόνο αν τα εξομολογηθεί κανείς στον ιερέα. Όμως εμείς σας λέμε ότι και η προετοιμασία με την εξομολόγηση είναι αναγκαία για την άφεση των αμαρτιών και η Θεία Κοινωνία, επειδή ούτε στο ένα μπορούμε να αποδώσουμε το παν ούτε στο άλλο. Αλλά, όπως ένα φόρεμα βρώμικο το πλένουμε και χρειάζεται και η θερμότητα του ήλιου για να το στεγνώσει από τη νοτίδα και την υγρασία -διότι θα σαπίσει αν θα μείνει υγρό και δεν θα μπορέσει άνθρωπος να το φορέσει- το ίδιο και εδώ. Και όπως μια πληγή, αφού την καθαρίσει κάποιος από τα σκουλήκια και αφαιρέσει τα κομμάτια που έχουν σαπίσει, δεν μπορεί να την αφήσει χωρίς αλοιφή, έτσι και η αμαρτία, αφού πλυθεί και καθαριστεί με την εξομολόγηση και αφαιρεθούν τα σαπισμένα υπολείμματά της, είναι αναγκαία και η Θεία Μετάληψη, για να την ξηράνει τελείως την πληγή και να την γιατρέψει σαν ένα είδος αλοιφής. Διότι, διαφορετικά, «πάλι έρχεται ο άνθρωπος στην πρώτη κατάσταση και γίνονται τα έσχατα χειρότερα από τα πρώτα», λέει ο Κύριος.

Γι’ αυτό είναι ανάγκη να καθαρίζουμε προηγουμένως τον εαυτό μας από κάθε μολυσμό με την εξομολόγηση. Και μάλιστα να τον καθαρίζουμε από τη μνησικακία και τότε να πλησιάζουμε τα Θεία Μυστήρια. Γιατί πρέπει να ξέρουμε ότι, όπως η αγάπη είναι πλήρωμα και τελείωση όλου του νόμου, έτσι και η μνησικακία και το μίσος είναι αναίρεση και αθέτηση όλου του νόμου και κάθε αρετής. Ο Παροιμιαστής, θέλοντας να μας παραστήσει όλη την κακία των μνησίκακων, λέει: «Οι μνησίκακοι τρέχουν ολοταχώς προς το θάνατο». Και σε άλλο σημείο: «Όποιος μνησικακεί, είναι παράνομος».

Αυτή την πικρή ζύμη της μνησικακίας είχε μέσα του ο δύστυχος Ιούδας και γι’ αυτό, μόλις πήρε τον άρτο στα χέρια του, μπήκε μέσα του ο Σατανάς.

Ας φοβηθούμε, αδελφοί, την καταδίκη και την κόλαση της μνησικακίας και ας συγχωρούμε τους αδελφούς μας σε ό,τι κι αν μας έφταιξαν. Και να το κάνουμε αυτό, όχι μόνο όταν θέλουμε να κοινωνήσουμε, αλλά πάντοτε, καθώς μας προστάζει ο Απόστολος, λέγοντας: «Ο ήλιος όταν βασιλεύει, ας μη σας βρίσκει με οργή και μίσος κατά του αδελφού σας». Και σε άλλο σημείο: «Μη δίνετε τόπο στον διάβολο». Μην αφήνετε δηλαδή να παίρνει χώρο μέσα σας ο διάβολος, για να μπορείτε να λέτε με παρρησία στον Θεό και το υπόλοιπο της Κυριακής προσευχής.

«Και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν»

Ο Κύριος μας παραγγέλλει να παρακαλούμε τον Θεό και Πατέρα μας να μην παραχωρήσει να μπούμε σε πειρασμό. Και ο προφήτης Ησαΐας ως εκπρόσωπος του Θεού, λέει: «Εγώ δημιούργησα το φως και το σκότος. Εγώ είμαι εκείνος που δίνω την ειρήνη και παραχωρώ να γίνονται τα κακά». Και ο προφήτης Αμώς παρομοίως λέει: «Δεν υπάρχει κάποιο κακό στην πόλη, που να μην έγινε με την παραχώρηση του Κυρίου ».

Από αυτά λοιπόν τα λόγια, πολλοί από τους αμαθείς και ακατάρτιστους πέφτουν σε διάφορους λογισμούς για τον Θεό. Ότι δήθεν μας ρίχνει ο Θεός στους πειρασμούς. Πάνω σ’ αυτό το θέμα μας ομιλεί ο απόστολος Ιάκωβος και μας λύνει τις απορίες. Μας λέει λοιπόν: «Κανένας, απ’ αυτούς που μπαίνουν σε πειρασμό, να μη λέει· ο Θεός με βάζει σε πειρασμό. Γιατί ο Θεός ούτε μπαίνει σε πειρασμό από το κακό ούτε βάζει σε πειρασμό κανέναν. Καθένας μπαίνει σε πειρασμό από δική του επιθυμία. Αυτή τον παρασύρει και τον εξαπατάει· έπειτα, η επιθυμία αυτή συλλαμβάνει το κακό και γεννάει την αμαρτία· και η αμαρτία, όταν ολοκληρωθεί, φέρνει θάνατο».

Οι πειρασμοί που έρχονται στους ανθρώπους είναι δύο ειδών. Το ένα είδος των πειρασμών προέρχεται από την ηδονή και γίνονται με το θέλημά μας, αλλά και με τη συνεργία των δαιμόνων. Το άλλο είδος των πειρασμών προέρχεται από τις λύπες, τα βάσανα και τους πόνους της ζωής, γι’ αυτό μας φαίνονται και πικροί και καταθλιπτικοί αυτοί οι πειρασμοί. Σ’ αυτούς τους πειρασμούς δεν συνεργεί το θέλημά μας, αλλά συνεργεί ο διάβολος.

Αυτά τα δύο είδη των πειρασμών τα υπέστησαν στην πράξη οι Εβραίοι. Εκείνοι όμως, επειδή διάλεξαν με το θέλημά τους τούς πειρασμούς που προέρχονται από τις ηδονές και επιδίωξαν τα πλούτη, τη δόξα, την ελευθερία στο κακό και την ειδωλολατρία, γι’ αυτό ο Θεός παραχώρησε να τους έλθουν όλα τα αντίθετα, δηλαδή φτώχεια, ατιμία, αιχμαλωσία και τα λοιπά. Και μ’ αυτά τα ίδια κακά πάλι τους φοβέριζε ο Θεός, για να επιστρέψουν στη θεία ζωή με τη μετάνοια.

Τα διάφορα αυτά είδη των τιμωριών του Θεού, τα ονομάζουν οι προφήτες «κακά» και «κακίες». Όπως είπαμε προηγουμένως, επειδή όσα προξενούν πόνο και θλίψη στους ανθρώπους, συνηθίζουν οι άνθρωποι να τα ονομάζουν κακά. Όμως αυτό δεν είναι αληθινό. Απλά έτσι το αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι. Οι συμφορές αυτές γίνονται, όχι σύμφωνα με το «προηγούμενο» θέλημα του Θεού, αλλά σύμφωνα με το «επόμενο» θέλημά Του, για το σωφρονισμό και το καλό των ανθρώπων.

Ο Κύριός μας, συνδέοντας το πρώτο αίτιο των πειρασμών με το δεύτερο, δηλαδή τους πειρασμούς που προέρχονται από την ηδονή και τους πειρασμούς που προέρχονται από τις πίκρες και τα βάσανα, δίνει και στους δύο ένα όνομα, τους αποκαλεί «πειρασμούς», γιατί εξαιτίας τους πειράζεται και δοκιμάζεται η προαίρεση των ανθρώπων. Όμως, για να κατανοήσουμε καλύτερα την υπόθεση αυτή, πρέπει να ξέρουμε ότι όσα μας συμβαίνουν χωρίζονται σε τρία είδη: Στα καλά, στα κακά και στα ενδιάμεσα. Και καλά μεν είναι, η σωφροσύνη, η ελεημοσύνη, η δικαιοσύνη και όλα τα παρόμοια, τα οποία ποτέ δεν μπορούν να μετατραπούν σε κακά. Τα δε κακά είναι, η πορνεία, η απανθρωπιά, η αδικία και όλα τα ομοειδή, τα οποία ποτέ δεν μπορούν να γίνουν καλά. Τα δε ενδιάμεσα είναι, ο πλούτος και η φτώχεια, η υγεία και η αρρώστια, η ζωή και ο θάνατος, η δόξα και η καταφρόνια, η ηδονή και ο πόνος, η ελευθερία και η δουλεία και άλλα παρόμοια, τα οποία άλλοτε μεν λέγονται καλά, άλλοτε πάλι λέγονται κακά, ανάλογα πως τα μεταχειρίζεται η προαίρεση του ανθρώπου.

Οι άνθρωποι λοιπόν διαιρούν τα ενδιάμεσα σε δύο είδη και άλλα απ’ αυτά τα ονομάζουν καλά, γιατί τα αγαπούν, όπως π.χ. τον πλούτο, τη δόξα, την ηδονή και τα υπόλοιπα. Ενώ άλλα απ’ αυτά τα ονομάζουν κακά, διότι τα αποστρέφονται, όπως είναι η φτώχεια, ο πόνος, η ατιμία και τα παρόμοια. Γι’ αυτό, αν θέλουμε να μη μας έλθουν τα θεωρούμενα κακά, ας μην κάνουμε τα πραγματικά κακά, καθώς μας συμβουλεύει και ο προφήτης : «Άνθρωπε, μην μπεις με τη θέλησή σου μέσα σε κανένα κακό ούτε σε καμιά αμαρτία και τότε ο Άγγελος που σα προστατεύει, δεν θα σε αφήσει να πάθεις κανένα κακό».

Και ο προφήτης Ησαΐας λέει: «Αν θέλετε να με ακούσετε και να εφαρμόσετε τις εντολές μου, θα απο¬λαύσετε τα αγαθά της γης. Αν όμως δεν θελήσετε να με ακούσετε, θα σας θανατώσει το σπαθί των εχθρών σας». Και πάλι, αν δεν υπακούουμε στις εντολές Του, μας ξαναλέει με τον ίδιο Προφήτη: «Πηγαίνετε στη φωτιά και στη φλόγα των κακών της κολάσεως, την οποία φλόγα εσείς ανάψατε με τις αμαρτίες σας».

Ο διάβολος βέβαια πρώτα επιχειρεί να μας πολεμήσει με τους ηδονικούς πειρασμούς, επειδή γνωρίζει ότι κλίνουμε προς την ηδονή. Κι αν βρει το θέλημά μας να είναι υπήκοο προς το θέλημά του, μας ξεμακρύνει από τη Χάρη του Θεού, η οποία μας φυλάττει. Και τότε ζητά άδεια από τον Θεό να ξεσηκώσει εναντίον μας τον πικρό πειρασμό, δηλαδή τις θλίψεις και τις συμφορές, για να μας αφανίσει εντελώς, από το πολύ μίσος που έχει εναντίον μας και για να μας κάνει από τις πολλές θλίψεις να πέσουμε σε απελπισία. Αν πάλι δεν βρει το θέλημά μας να είναι ακόλουθο στο δικό του θέλημα, στο να εκτελέσουμε δηλαδή τον ηδονικό πειρασμό, πάλι ξεσηκώνει τον δεύτερο πειρασμό των θλίψεων, για να μας βιάσει με τις θλίψεις να πέσουμε στον ηδονικό πειρασμό.

Γι’ αυτό μας παραγγέλλει ο απόστολος Πέτρος λέγοντας : «Έχετε νήψη, αδελφοί μου, προσέχετε καλά και αγρυπνείτε, διότι, ο εχθρός σας διάβολος περπατάει και σαν το θυμωμένο και πεινασμένο λιοντάρι ψάχνει να βρει κάποιον, για να τον καταπιεί». Επιτρέπει δε ο Θεός να πέσουμε σε πειρασμούς, ή κατ’ οικονομία προς δοκιμασία μας, όπως στον δίκαιο Ιώβ και τους άλλους Αγίους, καθώς το είπε ο Κύριος προς τους μαθητές Του: «Σίμων, Σίμων, να ο Σατανάς ζήτησε άδεια να σας κοσκινίσει, όπως το σιτάρι, δηλαδή να σας ταράξει με πειρασμούς». Ή επιτρέπει ο Θεός να πέσουμε στους πειρασμούς κατά παραχώρηση, όπως στον Δαβίδ, που παραχώρησε να πέσει στην αμαρτία και στον απόστολο Πέτρο που επέτρεψε να πέσει στην άρνηση, επειδή είχε κάποια έπαρση. Υπάρχουν επίσης και πειρασμοί που προέρχονται από τη Θεοεγκατάλειψη, όταν δηλαδή ο Θεός εγκαταλείπει κάποιον, όπως λ.χ. τον Ιούδα και τους Ιουδαίους.

Και οι πειρασμοί που γίνονται κατ’ οικονομία Θεού στους Αγίους, έρχονται από το φθόνο του διαβόλου, για να αναδειχθούν οι Άγιοι δίκαιοι και τέλειοι και να λάμψουν περισσότερο με τη νίκη τους εναντίον του αντίπαλου διαβόλου. Οι πειρασμοί που γίνονται κατά παραχώρηση, επιτρέπονται για να σταθούν εμπόδιο στην αμαρτία, η οποία έγινε ή γίνεται ή πρόκειται να γίνει. Εκείνοι δε οι πειρασμοί που γίνονται κατά Θεία εγκατάλειψη, έχουν αιτία την αμαρτωλή ζωή του ανθρώπου και την κακή του προαίρεση και επιτρέπονται για την ολοσχερή του καταστροφή και απώλεια.

Έτσι λοιπόν εμείς, όχι μόνο πρέπει να αποφεύγουμε τους πειρασμούς που προέρχονται από τις ηδονές σαν να είναι φαρμάκι του πονηρού όφεως, αλλά, αν μας έλθει τέτοιος πειρασμός χωρίς το θέλημα μας, να μην τον δεχθούμε καθόλου.

Όσον αφορά τώρα στους πειρασμούς, που δοκιμάζεται το σώμα μας, να μη ριψοκινδυνεύουμε τους εαυτούς μας με υπερηφάνεια και αυθάδεια, αλλά να παρακαλούμε τον Θεό να μη μας έλθουν, αν είναι θέ¬λημά Του. Και είθε να Τον ευαρεστήσουμε, χωρίς να περάσουμε μέσα απ’ αυτό το είδος των πειρασμών. Αν πάλι έλθουν τέτοιοι πειρασμοί, να τους δεχθούμε με χαρά και με ευχαριστία ως μεγάλα χαρίσματα. Αυτό μόνο να παρακαλούμε, να μας ενδυναμώνει να νικήσουμε μέχρι τέλους τον πειραστή μας, γιατί τούτο μας λέει το «μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν». Τον παρακαλούμε δηλαδή να μη μας αφήσει, να πέσουμε νικημένοι στο φάρυγγα του νοητού δράκοντα, καθώς και σε άλλο σημείο μας λέει ο Κύριος: «Να είστε νηφάλιοι και πάντοτε να προσεύχεσθε, για να μην εισέλ¬θετε σε πειρασμό». Δηλαδή να μην νικηθείτε από τον πειρασμό, γιατί το πνεύμα είναι πρόθυμο, αλλά η σάρκα είναι ασθενής.

Κανείς όμως, ακούοντας ότι πρέπει να αποφεύγουμε τους πειρασμούς, ας μην προφασίζεται «προφάσεις εν αμαρτίαις» και να προβάλλει ότι είναι αδύνατος και άλλα παρόμοια, όταν έλθουν οι πειρασμοί. Διότι, την ώρα τη δύσκολη, όταν κάποιος φοβηθεί τον πειρασμό και δεν αντισταθεί, γίνεται αρνητής της αλήθειας. Λόγου χάριν: Αν έλθει κανείς σε περίσταση να βιασθεί και να απειληθεί για την πίστη του, ή για να αρνηθεί την αλήθεια, ή για να καταπατήσει τη δικαιοσύνη, η να αρνηθεί την ευσπλαχνία προς τους αδελφούς ή κάποια άλλη εντολή του Χριστού, αν σ’ αυτές τις περιπτώσεις παραιτηθεί, από φόβο για να διασώσει τη σωματική του ακεραιότητα, και δεν αντισταθεί γενναία, ας ξέρει αυτός ο άνθρωπος ότι δεν έχει μέρος με τον Χριστό και μάταια ονομάζεται Χριστιανός. Εκτός αν μετανοήσει μετά απ’ αυτά με πικρά δάκρυα. Και πρέπει να μετανοήσει γιατί δεν μιμήθηκε τους αληθινούς Χριστιανούς, δηλαδή τους μάρτυρες, που έπαθαν τόσα για την πίστη τους. Εννοώ τον ιερό Χρυσόστομο, που πέρασε τόσα μαρτύρια για τη δικαιοσύνη, τον όσιο Ζωσιμά που κακοπάθησε για την ευσπλαχνία προς τους αδελφούς και άλλους πολλούς, που δεν είναι ώρα τώρα να αναφέρουμε, και οι οποίοι υπέμειναν πολλά βάσανα και πειρασμούς, για να εκπληρώσουν το νόμο και τις εντολές του Χριστού. Τις εντολές αυτές πρέπει να φυλάττουμε και εμείς, για να μας ελευθερώσουν, όχι μόνο από τους πειρασμούς της αμαρτίας, αλλά και από τον Πονηρό, σύμφωνα με την Κυριακή Προσευχή.

«Αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού»

Πονηρός κυρίως, αδελφοί μου, είναι αυτός ο διάβολος, διότι είναι αίτιος και γεννήτορας κάθε αμαρτίας και δημιουργός κάθε πειρασμού. Από τις ενέργειες και τις επιβουλές του Πονηρού, διδασκόμαστε και παρακαλούμε τον Θεό να μας ελευθερώσει και πιστεύουμε ότι δεν θα μας αφήσει να πειρασθούμε πάνω από τη δύναμη μας, καθώς το λέει και ο Απόστολος, ότι «θα μας δώσει μαζί με τον πειρασμό και τη δύναμη, ώστε να μπορέσουμε να τον σηκώσουμε και να τον υπομείνουμε». Είναι όμως αναγκαίο και απαραίτητο να μην αμελήσουμε να Τον παρακαλούμε και να Τον ικετεύουμε με ταπεινό φρόνημα.

«Ότι σου εστιν η βασιλεία και η δύναμις και η δόξα εις τους αιώνας αμήν».

Γνωρίζοντας ο Κύριός μας ότι η ανθρώπινη φύση πάντοτε διστάζει, σαν ολιγόπιστη που είναι, γι’ αυτό μας παρηγορεί λέγοντας: Επειδή έχετε έναν τέτοιο Πατέρα και Βασιλέα δυνατό και υπερένδοξο, μην αμφιβάλετε για όσα Του ζητάτε κατά καιρούς. Μόνο μην αμελήσετε να Τον ενοχλείτε, όπως ενοχλούσε η χήρα εκείνη τον άρχοντα και κριτή της αδικίας, λέγοντας προς Αυτόν: Κύριε, λύτρωσέ μας από τον αντίδικό μας, διότι δική Σου είναι η αδιάδοχη Βασιλεία, η ανίκητη δύναμη, και η δόξα η ακατάληπτη. Και ως δυνατός Βασιλιάς που είσαι, προστάζεις και τιμωρείς τους εχθρούς μας· ως Θεός δε υπερένδοξος, δοξάζεις και μεγαλύνεις εκείνους που Σε δοξάζουν και ως Πατέρας φιλάνθρωπος και φιλόστοργος, περιθάλπεις και αγαπάς εκείνους που αξιώθηκαν με το Άγιο Βάπτισμα να γίνουν υιοί σου και Σε αγαπούν με όλη τους την καρδιά, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

( Πάτερ ημών κατά τους Πατέρες, Εκδ. «Ετοιμασία», Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Καρέας σ. 41- 91).