Το πολιτικό και θεολογικό υπόβαθρο της Εικονομαχίας – Ι

24 Μαρτίου 2013

ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΤΗΣ ΔΙΑΜΑΧΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΕΙΚΟΝΟΚΛΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΟΛΑΤΡΩΝ (726/30-843 μ.Χ.)

 ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ

 Το 717 ο Λέων ο Γ΄  ανεβαίνει στο θρόνο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η βασιλεία του έμελλε να σφραγιστεί από δύο σημαντικά γεγονότα. Από τη μία πλευρά στο εξωτερικό συνέβηκε η συντριβή των Αράβων. Έτσι, εκείνοι για αρκετά χρόνια σταμάτησαν να αποτελούν σημαντική απειλή για το Βυζάντιο[1]. Παράλληλα στο εσωτερικό, η έριδα της εικονομαχίας ταλανίζει τους Βυζαντινούς.

Jesus

«Εικονομαχία» είναι το κίνημα που στράφηκε κατά της κατασκευής και λατρείας εικόνων που απεικόνιζαν το Θεό η τους αγίους. Στον αντίποδα της υπήρχε η εικονολατρία. Η διαμάχη αυτή χωρίζεται σε δύο περιόδους από το 727 ή 730 έως το 787 και από το 815 έως το 843[2]. Η πρώτη φάση ξεκίνησε, όταν ο Λέων Γ΄ επέβαλε την κατάργηση των εικόνων και έληξε με τη σύγκληση της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, η οποία δικαίωσε θεολογικά τους εικονόφιλους. Η δεύτερη φάση ξεκίνησε, όταν κατά τους χρόνους του Λέοντα Ε΄ αναζωπυρώθηκε το κίνημα της εικονομαχίας μέχρι το 843 που η αυτοκράτειρα Θεοδώρα το καταδίκασε τελειωτικά και συγχρόνως αναστήλωσε τις εικόνες στις Εκκλησίες. Αδιαμφισβήτητο πάντως γεγονός ήταν ότι η εικονομαχία δίχασε τον λαό σε δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις τους εικονολάτρες και τους εικονομάχους με οδυνηρές συνέπειες για την εσωτερική ειρήνη της αυτοκρατορίας.

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1:

Η ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΚΗ ΚΡΙΣΗ

(ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΑ)

1.Συνοπτική αναφορά στις απαρχές του εικονομαχικού κινήματος και στα κυριότερα γεγονότα της εικονομαχικής διαμάχης.

Η εικονομαχία ως γεγονός είναι δύσκολο να αποτιμηθεί αλλά και να φωτιστούν όλες οι πτυχές της λόγω της μη διάσωσης των εικονομαχικών κειμένων και διαταγμάτων. Αντίθετα έχουν διασωθεί έργα με εικονολατρικές αντιλήψεις, τα οποία μας παρέχουν σημαντικές πληροφορίες για την εικονομαχία και τα επιχειρήματα των εικονοφίλων[3].

Οι δύο βασικές πηγές της εποχής αποτελούν τα έργα του Θεοφάνους του Χρονογράφου και του πατριάρχη Νικηφόρου. Σημαντική θέση κατέχουν επίσης, κυρίως, για τη θεολογία των εικόνων τα έργα του Ιωάννη του Δαμασκηνού, του Θεόδωρου Στουδίτη[4] αλλά και τα πρακτικά της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου (787).

Απλά ερμηνευομένη, η διαμάχη ξεκίνησε από την αντίδραση εναντίον της θρησκοληψίας και των υπερβολών στη λατρεία των αγίων λειψάνων και εικόνων[5]. Στα χρόνια αυτά υπήρχε μεγάλη έξαρση του μοναχισμού. Χιλιάδες νέοι άνθρωποι κατέφυγαν στα μοναστήρια για να αποφύγουν την στράτευση η τις άλλες κοινωνικές υποχρεώσεις. Για να ζήσουν πολλοί από αυτούς εκμεταλλεύονταν την αμάθεια του κόσμου με την πώληση λειψάνων αγίων η χρώματος από θαυματουργές εικόνες για θεραπευτικούς σκοπούς κ.λπ.[6]. Όλα αυτά αποτέλεσαν την αφορμή και όχι την κύρια αιτία του θεολογικού και λατρευτικού ζητήματος που συντάραξε για σχεδόν δύο αιώνες -8ο και 9ο- τα θεμέλια της αυτοκρατορίας[7]. Πολλοί ιστορικοί και θεολόγοι, κυρίως από το 19ο έως σήμερα, προσπάθησαν να εξηγήσουν τα βαθύτερα αίτια της εικονομαχίας. Κάποιοι θεώρησαν ότι τα κίνητρα υπήρξαν αποκλειστικά θεολογικά, κάποιοι άλλοι μίλησαν για μία μεταρρύθμιση στην βυζαντινή κοινωνία, ενώ άλλοι αναφέρθηκαν σε κίνητρα οικονομικά και πολιτικά[8]. Σήμερα πολλοί θεωρούν ότι ρίζες της εικονομαχίας υπήρξαν: α) Η προσπάθεια των Ισαύρων να εξουσιάσουν την εκκλησία, και να επωφεληθούν από την περιουσία των μοναστηριών. β) Σε πολιτικά αίτια, αφού οι εικονομάχοι αυτοκράτορες χρησιμοποίησαν την πρόφαση της προσπάθειας να περιστείλουν την ασυδοσία κάποιων μοναχών, στην πραγματικότητα σκοπό είχαν να αποσπάσουν την εκπαίδευση από τα χέρια της Εκκλησίας και να τονώσουν την μοναρχική εξουσία με την απόσπαση του λαού από την επιρροή της Εκκλησίας. γ) Παράλληλα οι κρατούντες ένιωθαν μεγάλο φόβο για την αύξηση της ήδη μεγάλης δύναμης της Εκκλησίας στο λαό λόγω των κοινωφελών ιδρυμάτων της (νοσοκομεία, γηροκομεία κ.α. και τέλος δ) Οι εικονομάχοι ήταν επηρεασμένοι από την αίρεση των μονοφυσιτών[9], τον ωριγενισμό[10] και από τις μονοθεϊστικές θρησκείες, Ιουδαϊσμό και Μονοθεϊσμό, στις οποίες απαγορευόταν η απεικόνιση της Θεότητας. Ταυτόχρονα την εχθρική στάση απέναντι στις εικόνες καλλιεργήθηκε κυρίως στα χρόνια των Ισαύρων. Αυτοί προσπάθησαν να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις, για να πλησιάσουν πολιτικά τους Μωαμεθανούς και τους Ιουδαίους και να τους ενσωματώσουν ευκολότερα στην αυτοκρατορία. Τέλος σημαντικό ρόλο έπαιξαν και οι θεολογικές παρεκκλίσεις μερικών πιστών που λάτρευαν όχι το εικονιζόμενο πρόσωπο αλλά την συγκεκριμένη φορητή εικόνα ως θαυματουργή[11].

Ο Λέων Γ΄[12]  είχε επηρεασθεί από την πολιτική του χαλίφη Ιζίδ Β  (720-724) σχετικά με την απαγόρευση ανάρτησης εικόνων στις χριστιανικές εκκλησίες του της επικράτειάς του[13]. Επιχείρησε, λοιπόν, να εφαρμόσει κάτι παρόμοιο και στο Βυζάντιο από το 726[14]. Ως δικαιολογία για το συγκεκριμένο εγχείρημα χρησιμοποίησε την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης. Υποστήριξε ότι με τον τρόπο αυτό ο Θεός τιμωρούσε τους Βυζαντινούς για την υποτιθέμενη ασέβειά τους να προσκυνούν τις εικόνες[15]. Μεγάλη αναταραχή προκλήθηκε στους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης, όταν κατόπιν διαταγής του, βασιλικοί άνθρωποι προσπάθησαν να αφαιρέσουν την εικόνα του Χριστού από της μεγάλης Χαλκής Πύλης των ανακτόρων. Η εικόνα αντικαταστάθηκε με τον τρισόλβιο τύπο του σταυρού[16]. Η αντίδραση υπήρξε μεγάλη.

Συνέπεια των εικονοκλαστικών γεγονότων, ο τουρμάρχης των Ελλαδικών Αγαλλιανών εκστράτευσε κατά της βασιλεύουσας, χωρίς να έχει αίσιο τέλος. Στη συνέχεια ο αυτοκράτορας εκθρονίζει τον πατριάρχη Γερμανού[17], μην πετυχαίνοντας να κερδίσει τη συμπαράστασή του. Το 730 νέος πατριάρχης ορίστηκε ο πατριαρχικός σύγκελλος Αναστάσιος[18].

Η αντίδραση των εικονοφίλων άρχισε να παίρνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Ο πάπας Γρηγόριος σε επιστολή του προς τον αυτοκράτορα τον καλούσε να αφήσει την εικονομαχική πολιτική. Ο ίδιος ο πάπας την καταδίκασε σε σύνοδο το 732. Ως απάντηση στη στάση του πάπα, ο Λέων αντέδρασε λαμβάνοντας διάφορα πολιτικά μέτρα, όπως η φυλάκιση των παπικών απεσταλμένων κ.α.[19]

Το 741 ο Λέων πέθανε, έχοντας σώσει εξωτερικά την αυτοκρατορία από τους Άραβες, εξανθρωπίσει τους νόμους αλλά και διχάσει στο εσωτερικό με τη στάση του απέναντι στις εικόνες[20]. Τον Ιούνιο του 741 ο νέος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε΄ δέχθηκε επίθεση στα εδάφη του θέματος Οψικίου από τον Αρτάβασδο, κόμητα του Οψικίου και παλαιό συνεργάτη του Λέοντος. Οι δυνάμεις του Αρτάβασδου έτρεψαν σε φυγή τα στρατεύματα του Κωνσταντίνου και εισήλθαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο Αρτάβασδος ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας και αμέσως διέταξε την αναστήλωση των εικόνων. Ύστερα από πολεμικές επιχειρήσεις δύο ετών στα εδάφη της Λυδίας και της Βιθυνίας, ο Κωνσταντίνος ανακατέλαβε την Κωνσταντινούπολη το Νοέμβριο του 743[21].

Μετά την επικράτηση στο θρόνο του Κωνσταντίνου Ε΄, έγιναν προσπάθειες για τη σύγκληση μίας συνόδου που θα υποστήριζε τις εικονομαχικές θέσεις του αυτοκράτορα. Έτσι το 754 συνήλθε στη Ιέρεια η Σύνοδος[22], όπου καταδικάστηκε και αναθεματίστηκε η λατρεία των εικόνων με βάση τη χριστολογική διδασκαλία για το αχώριστο και αδιαίρετο των δύο φύσεων του Χριστού[23]. Παράλληλα ο Κωνσταντίνος στράφηκε εναντίον των μοναχών. Οι περισσότεροι έφευγαν από τα μοναστήρια τους καταφεύγοντες στην Ιταλία. Το 775 ο Κωνσταντίνος πέθανε και στο θρόνο ανεβαίνει ο Λέων Δ΄, ο οποίος  συνέχισε ηπιότερα την πολιτική του πατέρα του. Φραγμό στην εικονομαχική πολιτική έδωσε ο θάνατος του Λέοντος το 780. Την εξουσία ανέλαβε η εικονόφιλη χήρα του Ειρήνη, επίτροπος και συναυτοκράτειρα του ανήλικου γιου τους Κωνσταντίνου Στ΄ [24].

[Συνεχίζεται]

  1. Καραγιαννοπούλου: Το Βυζαντινό Κράτος, σσ. 134, 135.
  2. P. Karlin – Hayter, «Εικονομαχία», σ. 212.
  3. Βλ. σχετικά H. Hennephof, Textus Byzantini ad iconomachiam pertinentes, Leiden 1969.
  4. Βλ. Κ. Ι. Κορναράκη, Η θεολογία των ιερών εικόνων κατά τον Όσιο Θεόδωρο τον Στουδίτη, εκδ. Επέκταση, Κατερίνη 1998.
  5. Κατά τη γνώμη του Δ. Ζακυθηνού, που μάλλον είναι η ορθότερη, «ο αληθής, ο πρωτογενής χαρακτήρ της Εικονομαχίας είναι θρησκευτικός και πνευματικός», Δ. Ζακυθηνού, Βυζαντινή Ιστορία, 324-1071, Εν Αθήναις 1972, σ. 195
  6. Όσον αφορά την ειδωλολατρική χρήση των εικόνων, το επιχείρημα, δηλαδή, που κυριάρχησε κατά την πρώτη φάση της Εικονομαχίας, ο Κ. Σκουτέρης επισημαίνει σχετικά: «Όλοι γνωρίζουν τις δύο πρώτες αντιρρήσεις που είχαν οι Εικονοκλάστες κατά της ευλάβειας των εικόνων: τον υποτιθέμενο ειδωλολατρικό χαρακτήρα της πρακτικής και η απαγόρευση της ειδωλολατρείας από την Παλαιά Διαθήκη. Οι αντιρρήσεις αυτές κυριάρχησαν την πρώτη περίοδο της Εικονομαχίας. Ίσως και πριν ακόμη από την επίσημη έναρξη της Εικονομαχίας από τον Λέοντα τον Γ  τὸ 725, ο Κωνσταντίνος Νακωλείας εξήγησε στον πατριάρχη Γερμανό ότι ήταν αντίθετος με την ευλάβεια προς τις εικόνες, εξαιτίας της απαγόρευσης από την Παλαιά Διαθήκη. Ο Αυτοκράτορας Λέοντας ο ίδιος ανήγγειλε ότι οι εικόνες «έχουν τη θέση ειδώλων» και έτσι «όσοι τις προσκυνούν είναι ειδωλολάτρες». Ο άγιος Θεόδωρος δεν βρίσκει ιδιαίτερη βαρύτητα σε αυτά τα επιχειρήματα και γι  αὐτὸ δεν προσπαθεί να τα απορρίψει». Bλ. C. Scouteris, «La personne du verbe incarné et l’ icône», στο F. Boespflung, N. Lossky, (editors) Nicιe II 787- 1987, Douze siθcles d’ images religieuses, εκδ. Cerf, Paris 1987, σελ. 123. Πρβλ. Ει. Κοσμίδου, Το Μυστήριο της θείας Οικονομίας στους «ΑΝΤΙΡΡΗΤΙΚΟΥΣ ΚΑΤΑ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΩΝ ΛΟΓΟΥΣ» του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου, μεταπτυχιακή διατριβή, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 15
  7.  http://www.angelfire.com/bc/byzantium/eikonomaxia.html (2011)
  8. Δ. Ζακυθηνού, «Σκέψεις τινες περί εικονομαχίας», τιμητικός τόμος Α. Αλιβιζάτου, Αθήναι 1958, σ. 90-120. Του ιδίου, Βυζαντινή Ιστορία, Αθήναι 1977,  σσ. 192-195.
  9. Σύμφωνα με τον Χρ. Γιανναρά, όπως «οι μονοθελητές αρνήθηκαν τη διάκριση θελήσεως και προσώπου. Δηλαδή αρνήθηκαν να ξεχωρίσουν το πρόσωπο από τη φύση», έτσι και οι εικονομάχοι «προσκόπτουν στο σκάνδαλο του προσώπου», καθώς «η εικόνα είναι η βεβαίωση του προσώπου, η βεβαίωση της ελευθερίας». Έτσι, συνδέει την έναρξη της Εικονομαχίας με τον μονοθελητισμό. Περισσότερα βλ. Χρ. Γιανναρά, «Εικονοκλάστες, οι Συντηρητικοί της ορθοδοξίας», Περιοδικό Σύνορο, 36, 1965, δικτυακός τόπος: http://www.apostolikidiakonia.gr/GR_MAIN/catehism/theologia_zoi/themata.asp?cat=art&contents=contents.asp&main=ART_9&file=9.1.htm. (2012).
  10. Για τη σχέση Εικονομαχίας και Ωριγενισμού βλ. Γ. Φλωρόφσκυ, Χριστιανισμός και Πολιτισμός, (μτφ. Ν. Πουρναρά), εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1982, σελ. 128- 151. Βλ. και J. Meyendorff, Byzantine Theology Historical Trends & Doctrinal Themes, εκδ. Fordham University Press, New York 1979, σελ. 43-44: «Υπάρχουν στοιχεία ότι οι θεολογικοί σύμβουλοι του Λέοντα Γ , του πρώτου εικονομάχου αυτοκράτορα, ήταν επίσης ωριγενιστές με απόψεις σχεδόν ίδιες με αυτές του Ευσεβίου. Γι  αὐτὸ μία αμιγώς «ελληνική» εικονοκλασία –αρκετά διαφορετική από φιλοσοφική άποψη, από την ανατολική και την ισλαμική– συνέβαλλε στην επιτυχία του κινήματος».
  11. Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία Β , σ. 108.
  12. Ο Λέων ο Γ΄ ο Ίσαυρος απέκρουσε με επιτυχία τους Βούλγαρους και κυρίως τους Άραβες Σαρακηνούς, σώζοντας έτσι την Αυτοκρατορία και την Ευρώπη ολόκληρη από τον αραβικό κίνδυνο. Ταυτοχρόνως ισχυροποιεί οικονομικά την αυτοκρατορία και φροντίζει την εύρυθμη λειτουργία των διοικητικών και των οικονομικών ζητημάτων της,  Την προσπάθεια του αυτή συνέχισε ο γιος του Κωνσταντίνος ο Ε΄. Βλ. Σ. Ράνσιμαν, Βυζαντινός Πολιτισμός, εκδ. Γαλαξίας, Αθήνα 19712, σσ. 49-50.
  13. Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία Β , σ. 108, υποσ. 2.
  14. Καραγιαννοπούλου, Ιστορία Β , σ. 131. Τσορμπατζόγλου, Εικονομαχία, σ. 142.
  15. Νικηφόρου, Ιστορία Σύντομος, 60. Παναγιωτοπούλου, «Το ηφαίστειο της Θήρας …», σ. 242.
  16. A. Frolow, «Le Christ de la Chalcé» Byzantion 33(1963) 107-120. Χριστοφιλοπούλου, σ. 108.
  17. Αυτόθι, σ. 109
  18. Νικηφόρου, Ιστορία, 62.
  19. Αυτόθι, σ. 112 κε.
  20. J. J. Norwich Byzantium, The Early Centuries, 1988, μτφρ. Ε. Πιερρή, Αθήνα 1996, σ. 316.
  21. Χ. Μακρυπούλια «Εικονομαχία στη Μ. Ασία», 2007, Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=4160>
  22. Η εικονομαχική σύνοδος της Ιέρειας τόνιζε ότι όσοι υποστηρίζουν την απεικόνιση του Χριστού «εις έτερον ανομίας βάραθρον εμπίπτουσι χωρίζοντες την σάρκα εκ της θεότητος και ιδιοϋπόστατον αυτήν παρεισάγοντες και έτερον πρόσωπον διδόντες τη σαρκί, όπερ εικονίζειν λέγουσιν, εκ τούτου δεικνύντες τετάρτου προσώπου προσθήκην εν τη Τριάδι». (Mansi 13, 260A).
  23. «Οι Πατέρες κατέληξαν πως τόσο στην θεωρία όσο και στην πράξη η εικονομαχία συνόψιζε όλα τα λάθη των προηγουμένων αιρέσεων. Ήταν το σύνολο ενός μεγάλου αριθμού αιρέσεων και λαθών», Λ. Ουσπένσκυ, Η Θεολογία της εικόνας στην Ορθόδοξη Εκκλησία (μτφ. Σπ. Μαρίνη), εκδ. Αρμός, Αθήνα 1998, σελ. 152. Επίσης, Καραγιαννοπούλου, Ιστορία ΙΙ, σ. 152 κ.ε.
    1. Αυτόθι, σσ. 163-182.