Τα βυζαντινά μνημεία στη νεότερη Ελλάδα

4 Απριλίου 2013

Η σημερινή αποκατάσταση, διάσωση και προστασία των εκκλησιαστικών βυζαντινών μνημείων της πολιτισμικής μας κληρονομιάς, διήλθε μια πορεία ιδεολογικών και επιστημονικών αναζητήσεων.

Λεπτομέρειες για την ιστορική αντιμετώπιση των αποκαταστάσεων μπορούμε να λάβουμε από τη μελέτη της αρχιτέκτονος Ελένης-Άννα Χλέπα στη μελέτη της:  «Τα Βυζαντινά μνημεία στη Νεότερη Ελλάδα. Ιδεολογία και πρακτική των αποκαταστάσεων 1833-1939» από τις εκδόσεις Καπόν. Αναφέρουμε την έκδοση αυτή καθώς αποτελεί ουσιαστική συμβολή τόσο στην έρευνα της ιστορίας της πολιτισμικής μας κληρονομιάς όσο και των ευρωπαϊκών αναστηλώσεων.

Το βιβλίο με τρόπο συστηματικό και με πλούσια αρχειακή αναφορά διαπραγματεύεται το θέμα της πρόσληψης και της αντιμετώπισης των βυζαντινών μνημείων στην πρώτη εκατοετηρίδα από την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Το έργο καλύπτει ένα επιστημονικό κενό σχετικά με τις θεωρητικές αρχές των αναστηλώσεων και των πρακτικών που υιοθετήθηκαν. Στη μελέτη αυτή μπορούμε να δούμε πώς εξελίσσεται η αναστηλωτική πορεία μέσα από τις δραστηριότητες αποκατάστασης  των βυζαντινών μνημείων. Ειδικότερα η συγγραφέας εξετάζει το θέμα μέσα από τρεις ιστορικές περιόδους.

ag.dimitrios

Η βασιλική του Αγίου Δημητρίου. Άποψη του ναού από δυτικά μετά τις εργασίες ανοικοδόμησης και τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου (δεκαετία του 1950)

Η πρώτη περίοδος από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, μέχρι την ίδρυση της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας (1833-1884).

Η πρώτη περίοδος, από την ίδρυση του ελληνικού κράτους μέχρι την ίδρυση της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας (1833-1884) σφραγίζεται από την κυριαρχία του κλασικισμού. Οι ειδικές αναφορές της αρχαιολογικής νομοθεσίας (1834), στην καταγραφή και διάσωση των μεσαιωνικών μνημείων, δεν βρίσκουν εφαρμογή. Η αδυναμία και η μεγάλη καθυστέρηση υλοποίησης των σχετικών μέτρων αντανακλούν την ιδεολογική κυριαρχία του κλασικισμού και των φορέων του (Αρχαιολογική Εταιρεία) στην κρατική πολιτική. Οι περισσότεροι αθηναϊκοί ενοριακοί ναοί, ερειπωμένοι μετά την Επανάσταση, είτε κατεδαφίζονται και τα οικόπεδά τους εκποιούνται, είτε το οικοδομικό τους υλικό «αγιασμένες πέτρες» χρησιμοποιείται στην ανέγερση νέων οικοδομών. Το νεοελληνικό κράτος, με απόφαση της Ιεράς Συνόδου της ελλαδικής εκκλησίας (1834), περιορίζει τον αριθμό των ενοριών και σχεδόν απαγορεύει την ίδρυση νέων ενοριακών ναών στην Επικράτεια, επιβάλλοντας την ανακαίνιση και επισκευή των υφιστάμενων κτηρίων, με έξοδα των ενοριτών. Η επανάχρηση και ο εκσυγχρονισμός των βυζαντινών ναών γίνεται σύμφωνα με το γούστο της εποχής. Οι «νεοκλασικές» συμπληρώσεις και διευρύνσεις των ναών, διανθίζονται με νέο-ρωμανικά ή αναγεννησιακά μορφολογικά στοιχεία, έως και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι. Η διατήρηση της βυζαντινής μορφής στην αποκατάσταση της Σωτείρας Λυκοδήμου αποτελεί εξαίρεση. Οι αναστηλώσεις περνούν την εμπειρική τους περίοδο και αποσκοπούν κυρίως στην κάλυψη έκτακτων αναγκών.

kapnikarea

Η Καπνικαρέα από νοτιοδυτικά, στα τέλη του 19ου αιώνα. Το επίπεδο των γύρω δρόμων βρίσκεται σχεδόν στο ίδιο ύψος με το δάπεδο του ναού. R.W. Schultz – S.H. Barnsley (1888-1890).

Η δεύτερη περίοδος από την ίδρυση της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας μέχρι την Επανάσταση του 1909.

Με την ίδρυση της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας (1884) εντείνονται οι προσπάθειες διάσωσης των βυζαντινών μνημείων, υποστηριζόμενες και από Ευρωπαίους ερευνητές, μέσα στο κλίμα εκσυγχρονισμού της χώρας, το οποίο δημιουργούν οι κυβερνήσεις Τρικούπη. Στο γύρισμα του αιώνα, η ανάγκη για την ιδεολογική χρήση του Βυζαντίου αγγίζει πλέον και τα βυζαντινά μνημεία, τα οποία συμπεριλαμβάνονται στα ενδιαφέροντα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας (Δαφνί, Όσιος Λουκάς) και σταδιακά της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας.

Η συμβολή των Ευρωπαίων αρχιτεκτόνων και αρχαιολόγων, που επισκέπτονται την Ελλάδα, στο μεταίχμιο των δύο αιώνων, ήταν καθοριστική τόσο για την έρευνα της βυζαντινής αρχιτεκτονικής και του διακόσμου της (ψηφιδωτών), όσο και για τη μεταφορά των, υπό διαμόρφωση τότε, αρχών των επεμβάσεων στα μνημεία στην Αγγλία, την Ιταλία και τις  Γερμανόφωνες χώρες.

Πρώτη σημαντική επέμβαση της περιόδου είναι η αποκατάσταση του ναού της παλαιάς Επισκοπής Τεγέας (1884-1888) από τον αρχιτέκτονα Ε. Ziller,  που υιοθετεί  τις νεοσύστατες τότε (1883) ευρωπαϊκές αρχές των αναστηλώσεων.

Το πλέον αντιπροσωπευτικό έργο όλης της περιόδου είναι εκείνο της Μονής Δαφνίου (1885 -1907) που, μαζί με την αναστήλωση του Παρθενώνα, ήταν τα κύρια έργα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, αντανακλώντας το νέο ιδεολογικό πλαίσιο του ελληνισμού. Στο καθολικό της Μονής Δαφνίου, οι επεμβάσεις αποκατάστασης του κτηρίου και των ψηφιδωτών αντικατοπτρίζουν τις σταδιακές αλλαγές της αντιμετώπισης των βυζαντινών μνημείων στη χώρα μας. Αναμφίβολα, το ενδιαφέρον των αρμοδίων Υπηρεσιών στο Δαφνί εστιάζεται κύρια στη διάσωση και στερέωση των περίφημων ψηφιδωτών του και δευτερευόντως στην αρχιτεκτονική του ναού. Οι πρώτες επιστημονικές Επιτροπές εποπτείας των εργασιών του Δαφνίου υιοθετούν τις αρχές της «ιστορικής» αποκατάστασης, επιδιώκοντας τη διατήρηση όλων των ιστορικών οικοδομικών φάσεων, ενώ από το 1894 και ύστερα, με την αλλαγή του πολιτικού κλίματος, κυριαρχούν οι πουριστικές αντιλήψεις επαναφοράς του μνημείου στην «αρχική μορφή», οι οποίες όμως δεν υλοποιούνται πλήρως.

theodoroi

Άγιοι Θεόδωροι. Άποψη του ερειπωμένου ναού, χωρίς τρούλο, από ανατολικά. R.W. Schultz – S.H. Barnsley (1888-1890).

Η  τρίτη  περίοδος ανάμεσα στους δύο παγκόσμιους πολέμους (1910-1939).

Στην τρίτη περίοδο ενισχύονται οι διευρωπαϊκές επιστημονικές ανταλλαγές και συνεργασίες στη χώρα, σε όλους τους τομείς. Δημιουργούνται νέοι θεσμοί (Βυζαντινό Μουσείο, Εταιρεία Βυζαντινών Σπουδών), ενώ ιδρύονται οι δύο Εφορείες Βυζαντινών Αρχαιοτήτων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Η περίοδος αυτή σφραγίζεται από την περιπετειώδη ανοικοδόμηση της βασιλικής του Αγίου Δημητρίου (1917-1948), μετά την καταστροφή της από πυρκαγιά. Η ανοικοδόμηση του ναού χαρακτηρίζεται από την αποσπασματική αντιμετώπιση της επέμβασης, που εξηγείται εν μέρει από τη μεγάλη διάρκεια των εργασιών (1918-1948) και την αλληλοδιαδοχή των αρχιτεκτόνων και των υπολοίπων συντελεστών. Από το 1926 μέχρι το 1937, τεχνικός σύμβουλος του έργου είναι ο Αριστοτέλης  Ζάχος, ο οποίος εισάγει τη δική του αισθητική αντίληψη για την αναβίωση της βασιλικής, έχοντας την πεποίθηση ότι η ανάκτηση της αρχικής μορφής του ήταν μία αρχαιολογική ουτοπία. Η συνέχιση της ανοικοδόμησης, μετά το θάνατο του εμπνευσμένου αρχιτέκτονα, χαρακτηρίζεται από προσπάθειες συγκερασμού των διαφορετικών απόψεων, ανάμεσα σε «αρχαιολογίζουσες» και σε δραστικές τεχνικές λύσεις, που δεν οδηγούν σε ένα ενιαίο αρχιτεκτονικό αποτέλεσμα της ανοικοδόμησης. Δεύτερο σημαντικό έργο της περιόδου είναι το τεράστιο αναστηλωτικό έργο στον βυζαντινό ερειπιώνα του Μυστρά (1920-1939). Ο Αναστάσιος Ορλάνδος θα κάνει ευρεία εφαρμογή του οπλισμένου σκυροδέματος, αλλά και πολλές ανακτήσεις, σε απομίμηση της αρχικής μορφής, καθαιρέσεις μεταγενέστερων προσθηκών κ.ά., εξασφαλίζοντας τη μακρόχρονη επιβίωση των ναών στο λόφο, χωρίς ίσως την απαραίτητη ιστορική τεκμηρίωση, αλλά με ικανοποιητικά αισθητικά αποτελέσματα. Αμφότερες οι επεμβάσεις θα λειτουργήσουν ως πρότυπα για τις μεταγενέστερες αποκαταστάσεις των βυζαντινών μνημείων στην Ελλάδα, τουλάχιστον μέχρι και τη δεκαετία του 1970.

odigitria

Θεοτόκος Οδηγήτρια (Αφεντικό). Άποψη από νοτιοανατολικά κατά τη διάρκεια των εργασιών του Α. Ορλάνδου (1934).

Κύρια συμπεράσματα

Η μελέτη υποστηρίζει και τεκμηριώνει ότι, η αντιμετώπιση των βυζαντινών εκκλησιαστικών μνημείων από το νεοελληνικό κράτος εκφράζει την ιδεολογία του και αντανακλά την ιστορική εξέλιξη της πρόσληψης του Βυζαντίου στην Ελλάδα, καθ’ όλη την υπό εξέταση ιστορική περίοδο. Παράλληλα, επιβεβαιώνεται η υπόθεση της μελέτης περί μεταφορών στα ζητήματα της προστασίας και των επεμβάσεων αποκατάστασης στα βυζαντινά μνημεία.

Η σχετική νομοθεσία της προστασίας των μεσαιωνικών μνημείων στην Ελλάδα συντάσσεται με πρότυπο τις αντίστοιχες νομοθεσίες των ευρωπαϊκών κρατών, ενώ οι περισσότεροι από τους πρωταγωνιστές των αναστηλώσεων, μαζί με τους αρμόδιους κρατικούς φορείς, ήταν ενήμεροι των σύγχρονων ευρωπαϊκών τάσεων για τις επεμβάσεις σε μνημεία, τις οποίες και ως επί το πλείστον ακολουθούν.

Συνοψίζοντας, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι σε όλη την εξεταζόμενη περίοδο (1833-1939), το νεοελληνικό κράτος, ευρισκόμενο σε διαρκή διαδικασία εκσυγχρονισμού και εξευρωπαϊσμού, αντιμετωπίζει το έργο της προστασίας και της αποκατάστασης των βυζαντινών καταλοίπων ως δευτερεύον και με τρόπο αποσπασματικό. Η ιδεολογική σημασία των βυζαντινών μνημείων μεταβάλλεται, και μαζί με την ανάπτυξη της επιστημονικής έρευνας αυξάνουν το κρατικό ενδιαφέρον για τις βυζαντινές μαρτυρίες, χωρίς όμως να μειώνουν την πρωτοκαθεδρία εκείνων της ελληνικής αρχαιότητας.

Οι αναστηλωτικές αρχές και πρακτικές, που αναπτύσσονται και διαμορφώνονται στην Ευρώπη, μεταφέρονται στην Ελλάδα. Οι ευρωπαϊκές αυτές επιρροές, κατά τη μεταφορά τους, πλαισιώνονται με ιδεολογικές και πολιτικές αντιπαραθέσεις και αποτελούν πεδίο συγκρούσεων με αναφορές στην εθνική ταυτότητα, στην ιδεολογική λειτουργία των μνημείων και, εν τέλει, στις σχέσεις κράτους και εκκλησίας.