Εξευρωπαϊσμός της νεοελληνικής έντεχνης μουσικής (β΄μέρος)

14 Μαΐου 2013

Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 είχε στηριχθεί στην διεθνή συγκυρία και την εσωτερική δυναμική. Ωστόσο η έκβαση της βρήκε ανέτοιμο το ελληνικό γένος που μη διαθέτοντας σαφή έννοια του τι είδους κράτος ήθελε να δημιουργήσει, ταλαντευόταν ανάμεσα σε διαφορετικές ιδεολογικές τάσεις.

Η επιλογή βρίσκονταν μεταξύ της Ρωμιοσύνης (του λαϊκού πολιτισμού και της βυζαντινής παράδοσης) και του Διαφωτισμού (βασισμένος στα κλασικά πρότυπα) που ζητούσε επιτακτικά την πρόοδο και τον εκσυγχρονισμό.

Η πρώτη επιλογή στηρίζονταν από την Ορθοδοξία που επιθυμούσε να παραμείνει πρωταρχικό στοιχείο της ταυτότητας του νέου κράτους  και τάσσονταν αρνητικά στις ιδέες και εξελίξεις που προέρχονταν από την Δύση ταυτίζοντας τες με την δογματική της αντίπαλο, την Παπική Εκκλησία.[1]

Χαλκογραφία επιχρωματισμένη σε χαρτί, π. 1843 Casa, G. (χάραξη) Gazzoto, Vincenzo (αντίγραφο σχέδιο από έργο του Von Stackelberg, Otto Magnus) Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα Δημοσιεύτηκε στο περιηγητικό βιβλίο «L. Menin, Il Costume di tutti le nazioni e di tutti i tempi descritto ed illustrato, Padua 1833-43».  Δύο ζευγάρια χορεύουν καθώς τους συνοδεύουν δύο μουσικοί παίζοντας ντέφι (;) και ταμπουρά (;). Ενδιαφέρον αποτελεί το γεγονός ότι η σκηνή δεν είναι πραγματική, καθώς τα ζευγάρια φαίνεται να χορεύουν βαλς.  Image and text source: Τσιγκάκου Φ. Μ. / Navari E., Η Ελληνική Ενδυμασία. Έντυπες πηγές 16ου-20ου αιώνα από τη Συλλογή Ι. Δ. Κοιλαλού, Αθήνα 2006.

Χαλκογραφία επιχρωματισμένη σε χαρτί, π. 1843
Casa, G. (χάραξη)
Gazzoto, Vincenzo (αντίγραφο σχέδιο από έργο του Von Stackelberg, Otto Magnus)
Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα
Δημοσιεύτηκε στο περιηγητικό βιβλίο «L. Menin, Il Costume di tutti le nazioni e di tutti i tempi descritto ed illustrato, Padua 1833-43».
Δύο ζευγάρια χορεύουν καθώς τους συνοδεύουν δύο μουσικοί παίζοντας ντέφι (;) και ταμπουρά (;). Ενδιαφέρον αποτελεί το γεγονός ότι η σκηνή δεν είναι πραγματική, καθώς τα ζευγάρια φαίνεται να χορεύουν βαλς.
Image and text source: Τσιγκάκου Φ. Μ. / Navari E., Η Ελληνική Ενδυμασία. Έντυπες πηγές 16ου-20ου αιώνα από τη Συλλογή Ι. Δ. Κοιλαλού, Αθήνα 2006.

Η ανατολική εκκλησία αδυνατούσε να λειτουργήσει στη νέα κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα του νεοσύστατου έθνους που στηρίζονταν στον ορθολογισμό. Ο τελευταίος αποτελούσε επιλογή του Διαφωτισμού που υπαγόρευε ένα έθνος κατευθείαν από την αρχαιότητα χωρίς σταθμό το Βυζάντιο. Για την Ευρώπη που ήθελε να ξεχάσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία, το Βυζάντιο παρέπεμπε στην οπισθοδρόμηση, εποχή σκοταδισμού και δεισιδαιμονίας.

Η Ανατολή ορίστηκε ετερότητα σε αντιδιαστολή με την αρχαιότητα που τέθηκε ταυτότητα.[2] Στους δύο πόλους επιρροής προστέθηκε και ο Αυστροουγγαρικός προτείνοντας το  σλαβικό μοντέλο που ακολουθήθηκε στα υπόλοιπα Βαλκανικά κράτη μετά την Απελευθέρωση από την Οθωμανική κατάκτηση.[3]

 Οι ρίζες της επιλογής που στόχευαν στην στοίχιση με την Ευρώπη καλλιεργήθηκαν από τις Μεγάλες Δυνάμεις, το κίνημα του Φιλελληνισμού και την ελληνική παροικία του Παρισιού με πρωτεργάτη τον Κοραή που πρέσβευε τον φιλελευθερισμό. [4]

Ξεχνούσε όμως πως στην Γηραιά ήπειρο που αναζητούσε τα πρότυπά του, συνέβησαν αλλαγές που δεν γνώρισε η Ελλάδα, όπως η Αναγέννηση, πράγμα που σημαίνει πως ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να αφομοιώσει, να εφαρμόσει τις νέου τύπου ιδέες και προγράμματα της Ευρώπης, γενικά να καλύψει αλλαγές ετών σε μικρό χρονικό διάστημα.

Η άποψη του  Κοραή  φαινόταν να κερδίζει έδαφος, ώσπου η μελέτη του καθηγητή Φαλμεράγιερ την έφερε σε δεύτερη μοίρα. Ο Φαλμεράγιερ κινούμενος από τον φόβο του ρωσικού επεκτατισμού, διατύπωσε μια θεωρία σύμφωνα με την οποία γύρω στο 500 μ.Χ. στον  χώρο της Βαλκανικής κατέβηκαν σλαβικά και αλβανικά φύλλα και νόθευσαν τον ντόπιο πληθυσμό.

Άρα  οι σύγχρονοι Έλληνες δεν είχαν καμία σχέση με τους αρχαίους προγόνους τους. Αρνούμενος στους Έλληνες την αξίωση της αρχαίας καταγωγής, τους στερούσε την ευρωπαϊκή πολιτισμική ταυτότητα.[5]

Οι Έλληνες στράφηκαν στο ρεύμα του ρομαντισμού που συνιστούσε επιστροφή στις ρίζες και στην παράδοση για να ανασκευάσουν την θεωρία του. Η αποκατάσταση του Βυζαντίου και του πολιτισμού του ήρθε από τους Ζαμπέλιο, Παπαρηγόπουλο και Πολίτη. Ο τελευταίος απάντησε στις Φαλμεραικές προκλήσεις με την σύσταση της επιστήμης της λαογραφίας  η οποία  συνέδεσε την αρχαία με την βυζαντινή περίοδο συνυπογράφοντας τις απόψεις των άλλων δύο περί συνέχειας του ελληνικού πολιτισμού.

Στην προσπάθεια αυτή υποτιμήθηκαν ή αγνοήθηκαν σκόπιμα όψεις του πολιτισμού που δεν συνέφεραν ενώ αντίστοιχα χρησιμοποιήθηκαν επιλεκτικά στοιχεία τα οποία αποκομμένα από την πραγματικότητα έχασαν το νόημά τους.

Το όλο εγχείρημα διογκώθηκε κάτω από την διόπτρα του εθνικισμού ο οποίος φορώντας τον μανδύα του μεγαλοϊδεατισμού αντικατάστησε την αρχαιοπληξία του διαφωτισμού  και οδήγησε στην διάσπαση του νεοελληνικού  πολιτισμού σε δύο τμήματα. Το πρώτο ήταν ο πατροπαράδοτος βυζαντινός πολιτισμός και το δεύτερο μια μεταφυτευμένη δυτικιστική κουλτούρα. [6]

Η επιλογή που οδηγεί στον ορισμό 

H προσπάθεια μας να δεθούμε στο άρμα της Δύσης ονομάζεται Εξευρωπαϊσμός και ουσιαστικά σηματοδοτεί την ενέργεια και το αποτέλεσμα του εξευρωπαΐζω,  καθιστώ κάποιον Ευρωπαίο, του κάνω κτήμα του τον Ευρωπαϊκό πολιτισμό και γενικότερα τον εκπολιτίζω σε αντίθεση με το εκβαρβαρίζω, εκβαρβαρώνω που σημαίνει καθιστώ κάποιον απολίτιστο. [7]

Η άποψη πως ο ευρωπαϊκός είναι ανώτερος πολιτισμός στηρίχθηκε στην θεωρία του Τaylor περί εξέλιξης σύμφωνα με την οποία υπάρχουν τρία είδη πολιτισμού. Ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός χρήστηκε αυθαίρετα ανώτερος και λόγω της «πολιτισμικής υπεροχής» οι Ευρωπαίοι αποικιοκράτες νομιμοποίησαν την κυριαρχία τους στους απολίτιστους.[8] Η Ελλάδα δεχόμενη αυτό το πρότυπο, ταύτισε τον εξευρωπαϊσμό με την πρόοδο[9] και προχώρησε σε απότομο, βίαιο, τεχνητό ετεροχρονισμένο και αφομοίωτο εκδυτικισμό.[10]


[1] Λέκκας Δ -Τζάκης Δ., 2003, τόμος Γ, σ.284.

[2] Λέκκας Δ- Γρηγορίου Μ., τόμος Α, σ.339-340.

[3] Λέκκας Δ -Τζάκης Δ., 2003, τόμος Γ, σ.285.

[4] Λέκκας Δ – Γρηγορίου Μ., 2003, τόμος Α, σ.339..

[5] Λέκκας Δ Τζάκης Δ., 2003, τόμος Γ, σ.. 294-298.

[6] Λέκκας Δ Τζάκης Δ., 2003, τόμος Γ, σ.294-300.

[7] Σταματάκος Ι., 1952, τόμος Β, λήμμα εξευρωπαϊσμός και εξευρωπαΐζω, σ. 1245.

[8] Τζάκης Δ., 2002, σ.32-34.

[9] Ρωμανού Κ., 2006. σ.9.

[10] Λέκκας Δ., τόμος Γ.,σ.343.