Η περί δικαιώσεως διδασκαλία του Απ. Παύλου κατά τον ιερό Χρυσόστομο

29 Ιουνίου 2013

Το νόημα και η σωτηριολογική σημασία της δικαιώσεως διά πίστεως αποτελεί το κεντρικό θέμα της προς Ρωμαίους επιστολής. Απασχόλησε ανά τους αιώνες τους μελετητές του Απ. Παύλου και είναι ένα από τα πιο επίμαχα θεολογικά θέματα της δεύτερης χιλιετίας κυρίως στη Δύση, ειδικά μετά τη Μεταρρύθμιση. Στη διδασκαλία του Προτεσταντισμού, το θέμα αυτό θεωρείται «η κεφαλή και ο ακρογωνιαίος λίθος» της. Αντίθετα, στην Ορθοδοξία ελάχιστοι ασχολήθηκαν με το θέμα αυτό. Αξιοσημείωτο είναι ότι καμία Οικουμενική Σύνοδος δεν πραγματεύτηκε το θέμα. Γεννάται λοιπόν το ερώτημα αν οι Άγιοι Πατέρες ερεύνησαν το θέμα αυτό και αν ναι, σε τι συμπεράσματα κατέληξαν. Ακόμη πώς αξιολογούνται αυτά τα συμπεράσματα υπό το πρίσμα των συγχρόνων μελετών.

Αληθεύει άραγε ο ισχυρισμός ότι από τον Ωριγένη και μετά όλοι οι Έλληνες Πατέρες απέτυχαν λόγω του ελληνικού τρόπου σκέψεως να φτάσουν στην κατανόηση της Παύλειας περί δικαιώσεως διδασκαλίας, επειδή ενέταξαν τη δικαιοσύνη στην φιλοσοφική αρετολογία και την περιόρισαν μέσα στο πλαίσιο της κατανεμητικής δικαιοσύνης (iustitia distributiva); Αληθεύει άραγε ότι το πρώτο βήμα προς τη σωστή κατανόηση το έκανε ο Αμβροσιαστής στη Δύση; Αληθεύει επίσης ότι κατόπιν ο Αυγουστίνος εντόπισε τη σημασία της Παύλειας περί δικαιώσεως διδασκαλίας ως χάρη από τον Θεό, η οποία χαρίζει την κατάσταση της δικαιοσύνης στον αμαρτωλό και τον καθιστά δίκαιο; Και αυτό μέχρις ότου ο Λούθηρος έκανε τη θεολογική και αποφασιστική καινοτομία με βάση την αυγουστίνεια ερμηνεία, αντιλαμβανόμενος την έκφραση «δικαιοσύνη Θεού» ως δώρο της δικαιώσεως των ασεβών, άνευ έργων και μόνο μέσω της πίστεως. Παράλληλα, αναρωτιέται κανείς αν είναι δικαιολογημένη η απουσία αναφοράς από τους μελετητές του θέματος για τη θέση του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου σχετικά με τη δικαίωση διά πίστεως;

Η παρούσα μελέτη έχει ως αντικείμενο την έκφραση «δικαιοσύνη Θεού». Ο στόχος μας είναι να δείξουμε την προσφορά του μεγάλου πατέρα της Εκκλησίας στη διαφώτιση των πτυχών της Παύλειας αυτής διδασκαλίας. Γι’ αυτό το σκοπό, θα ανιχνεύσουμε στα έργα του ιερού Χρυσοστόμου τις εξηγήσεις των σημαντικότερων χωρίων που διευκρινίζουν τον τρόπο κατανοήσεως της περί «δικαιοσύνης Θεού» διδασκαλίας, ειδικότερα στις επιστολές Προς Ρωμαίους, Προς Γαλάτας και Προς Φιλιππησίους. Η πραγμάτευση του θέματος θα απαιτήσει μία συγκριτική έρευνα, που λαμβάνει υπόψη και διάφορες αντιπροσωπευτικές σύγχρονες μελέτες επί του ιδίου θέματος.

PAVLOS_APOSTLE

Εισαγωγή

Στην προς Ρωμαίους επιστολή συναντάμε συχνά την έκφραση «δικαιοσύνη Θεού». Στις υπόλοιπες επιστολές του Απ. Παύλου τη συναντάμε μόνο στα χωρία Β’ Κορ 5:21 και Α’ Κορ. 1:30 (επίσης στο στίχ. Β’ Κορ. 9:9 που αναφέρει τον Ψαλ. 111:9) και πολύ σπάνια στα υπόλοιπα βιβλία της Καινής Διαθήκης.

Η έκφραση «δικαιοσύνη Θεού» κατέχει κεντρική θέση στον ειρμό της σκέψεως του Παύλου στην προς Ρωμαίους επιστολή, χαρακτηριστικό που καθιστά ζωτικής σημασίας την ορθή ερμηνεία της. Ότι δίνεται έμφαση στη γενική «Θεού» είναι σαφές παντού, αλλά μένει αδιευκρίνιστο αν η δικαιοσύνη εννοείται ως ιδιότητα του Θεού (γενική υποκειμενική) ή η γενική υποδηλώνει τη δικαιοσύνη των χριστιανών σε σχέση με τον Θεό στις δύο ακόλουθες περιπτώσεις: α) αν έχει την πηγή της στον Θεό (γενική του δημιουργού) και β) αν ισχύει έναντι του Θεού (γενική αντικειμενική, ή «relationis»).

Ο ιερ. Χρυσόστομος εντοπίζει, όπως κάνουν και οι σύγχρονοι ερμηνευτές, δύο χρήσεις της εκφράσεως στον Απ. Παύλο: η μεν πρώτη δηλώνει μία ιδιότητα του Θεού, η δε άλλη αφορά μία χάρη και ένα δώρο που προέρχεται από τον Θεό. Έτσι, ερμηνεύει πολύ ορθά την έκφραση διαφορετικά στα χωρία 1:17,3:21.22.25,10:3 και διαφορετικά στους στίχ. 3:5 και 3:26.

Η «δικαιοσύνη Θεού» ως ιδιότητα του Θεού

Στους στίχους Ρωμ. 3:5 και 3:26 γίνεται λόγος για μία ιδιότητα του Θεού. Με την έννοια ότι τα δύο ουσιαστικά «Θεού δικαιοσύνην» δηλώνουν στο χωρίο Ρωμ. 3:5, κατά τον ιερ. Χρυσόστομο, το δικανικό γεγονός ότι ο Θεός είναι αυτός που δικαιώνεται για τις αποφάσεις Του και νικά στην κρίση (βλ. στίχ. 3:4). Σχολιάζοντας τον στίχ. Ρωμ. 3:4 ο ιερός Χρυσόστομος επισημαίνει χαρακτηριστικά: «Τί εστί, δικαιούται; Ει κρίσις γένοιτο και εξέτασις των επηρμένων τοις Ιουδαίοις παρ’ αυτού, και των παρ’ αυτών εις αυτόν γεγενημένων, τα νικητήρια έσται παρά τω Θεώ, και τα δικαιώματα αυτού πάντα». Ο Απ. Παύλος εννοεί ότι ο Θεός πάντα ήταν πιστός στις επαγγελίες Του και σε όλα όσα υποσχέθηκε, όμως οι Εβραίοι Τον περιφρόνησαν με τις ανομίες που έκαναν. «Αυτός μεν γαρ τα παρ’ εαυτού πάντα εποίησεν, εκείνοι δε ουδέ ούτως εγένοντο βελτίους», διατυπώνει ο ιερ. Χρυσόστομος εξηγώντας πως η πιστότητα του Θεού στις επαγγελίες Του επιβεβαιώνει τη δικαιοσύνη Του, ότι δηλαδή είναι δίκαιος. Τον στίχο 3:5, όπου απαντάται η έκφραση «Θεού δικαιοσύνην» ως ιδιότητα του Θεού, τον σχολιάζει ορθώς ο ιερός Χρυσόστομος ως εξής: «Ουκούν επειδή, ότι εβρίσαμεν, φησίν, ημείς και ηδικήσαμεν, διά τούτο ο Θεός ενίκησε και η δικαιοσύνη αυτού λαμπρά εφάνη…».

Η «δικαιοσύνη Θεού» ως δώρο της θείας χάριτος

Ωστόσο, στα χωρία 1:17,3:21.22.25, η έκφραση «δικαιοσύνη Θεού» εξηγείται διαφορετικά από τον ιερό Χρυσόστομο. Σχολιάζοντας τον στίχ. Ρωμ 1:17, που περιέχει την πρώτη αναφορά της προς Ρωμαίους στο θέμα της δικαιοσύνης Θεού, η οποία αποκαλύπτεται στο Ευαγγέλιο, ο ιερός Χρυσόστομος διατυπώνει, με ωραία και ποιητικά λόγια, μία διαυγή γνώμη περί της σημασίας της εκφράσεως, επισημαίνοντας χαρακτηριστικά: «Και δικαιοσύνη, και δικαιοσύνη ου σην, αλλά Θεού, και το δαψιλές αυτοίς και το εύκολον αινιττόμενος. Ου γαρ εξ ιδρώτων και πόνων αυτήν κατορθοίς, αλλ’ από της άνωθεν δωρεάς λαμβάνεις, εν μόνον εισφέρων οίκοθεν, το πιστεύσαι». Επίσης με παρόμοιο τρόπο εξηγεί την έκφραση «δικαιοσύνη Θεού» του στίχ. Ρωμ 3:25: «ου γαρ άνθρωπος έστιν ο εργαζόμενος ταύτα, ίνα ατονήση, αλλ’ ο Θεός ο πάντα δυνάμενος· Θεού γαρ εστίν η δικαιοσύνη, φησί». Αξίζει επιπλέον να σημειωθεί μία σαφής αναφορά του Αγίου Χρυσοστόμου, κατά την ερμηνεία της Προς Φιλιππησίους Επιστολής, στο Θείο δώρο της δικαιοσύνης: «Ποία δε έστιν αύτη [η δικαιοσύνη]; Η από πίστεως του Θεού• τουτέστι, και αύτη παρά Θεού δέδοται· Θεού έστιν αύτη η δικαιοσύνη· δώρόν έστιν αύτη ολόκληρον. Τα δε του Θεού δώρα πολλώ τω μέτρω υπερβαίνει την ευτέλειαν των κατορθωμάτων των διά της ημετέρας σπουδής γινομένων». Διαπιστώνουμε από αυτούς τους προσδιορισμούς το πως εξαίρεται ο χαρακτήρας της δικαιοσύνης αμιγώς ως δώρο Θεού. Αυτή τη δέχεται ο άνθρωπος από τον Θεό και στην οποία αποκλείεται κάθε έργο του μωσαϊκού νόμου. Το μόνο όμως που ο άνθρωπος οφείλει να εισφέρει ο ίδιος είναι η πίστη.

Χαρακτηριστική είναι η φράση, με την οποία υπογραμμίζει ο ιερός πατήρ την εισφορά του ανθρώπου: «…εν μόνον εισφέρων οίκοθεν, το πιστεύσαι». Με τη διαπίστωση του αυτή, ο θεόπνευστος πατήρ αποδεικνύεται πλέον πρωτοπόρος όχι μόνο στην ερμηνεία της έννοιας της «δικαιοσύνης Θεού» στον Απ. Παύλο, αλλά επίσης στην υπογράμμιση του μεταγενεστέρου συνθήματος «sola fide». Ως άριστη έκφραση πίστεως ο ιερός πατήρ θεωρεί τη βάπτιση στο θάνατο του Χριστού, της οποίας τη σημασία αναπτύσσει, ερμηνεύοντας τους στίχ. Φιλ. 3:9-11, από την άποψη της συμμετοχής του πιστού στο θάνατο του Χριστού. Αυτή η πραγματικότητα, όμως, που έπεται της βαπτίσεως, οφείλει να φυλαχθεί και να συνεχιστεί πάντοτε, όσο ο άνθρωπος γίνεται «κοινωνός» του θανάτου του Χριστού. Διότι ο βαπτιζόμενος «εξεικονίζει» το θάνατο του Χριστού βιώνοντας έναν παρόμοιο θάνατο («τω ομοιώματι του θανάτου αυτού», Ρωμ 6:5), δηλαδή όχι το φυσικό θάνατο, αλλά το θάνατο ως προς την αμαρτία («εκείνος μεν απέθανε σώματι, ημείς δε αμαρτία»). Στη συνάφεια της ανάπτυξης αυτής ο Χρυσόστομος αναφέρει το στίχ. Β’ Κορ 4:10 και κάνει ένα μικρό σχόλιο που έχει μεγάλη σημασία για τη σχέση πίστεως και εν Χριστώ βίου: «Την νέκρωσιν του Κυρίου Ιησού εν τω σώματι περιφέροντες. Και τούτο δε από πίστεως πολλής γίνεται».

Επιπρόσθετα, ερμηνεύοντας το στίχο Ρωμ 3:21 ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος θεωρεί παρομοίως τη δικαιοσύνη «χωρίς νόμου» ως δώρο Θεού και συγκεκριμένα θεωρεί ότι από πάντα είναι η αρχή της δικαίωσης του ανθρώπου από τον Θεό. Παρατηρεί ότι το ρήμα «πεφανέρωται» δείχνει αρχικά αφαίρεση της κατηγορίας της καινοτομίας, γιατί εκείνο που έχει φανερωθεί, υπήρξε ήδη, ενώ ήταν κρυμμένο. Ο ιερός Πατήρ υποσημειώνει τα εξής: «Διά τούτο ουχ απλώς είπε, Δικαιοσύνη, αλλά, Δικαιοσύνη Θεού, από της άξιας του προσώπου και μείζονα δείξας την δωρεάν και δυνατήν την υπόσχεσιν πάντα γαρ αυτώ δυνατά. Και ουκ είπεν, εδόθη, αλλά, Πεφανέρωται, το της καινοτομίας υποτεμνόμενος έγκλημα· το γαρ πεφανερωμένον, ως παλαιόν και κρυπτόμενον φανερούται. Και ου τούτο μόνον, αλλά και τα εξής δείκνυσιν ου πρόσφατον ον τούτο· ειπών γαρ, Πεφανέρωται, επήγαγε, Μαρτυρουμένη από του νόμου και των προφητών». Έπειτα ο ιερός Χρυσόστομος βρίσκει την μαρτυρία της Αγίας Γραφής, όπως κάνουν όλοι οι σύγχρονοι ερμηνευτές του Απ. Παύλου, στον τρόπο δικαιώσεως του Αββακούμ (Ρωμ. 1:17), του Αβραάμ και του Δαυίδ (Ρωμ. κεφ. 4).

Όσον αφορά τη σημασία του δώρου της δικαιοσύνης, ο θεόπνευστος πατήρ διατυπώνει μία ξεκάθαρη άποψη κατά την ερμηνεία του στίχ. Β’ Κορ 5:21 και σημειώνει χαρακτηριστικά: «Θεού γαρ έστιν αύτη [η δικαιοσύνη], όταν μη εξ έργων, όταν και κηλίδα ανάγκη τινά μη ευρεθήναι, αλλ’ από χάριτος δικαιωθώμεν, ένθα πάσα αμαρτία ηφάνισται. Τούτο δε ομού ούτε επαρθήναι αφίησιν, άτε του Θεού το παν χαρισαμένου, και διδάσκει του δοθέντος το μέγεθος, εκείνη γαρ η προτέρα νόμου και έργων δικαιοσύνη, αύτη δε Θεού δικαιοσύνη». Επομένως, ο ιερός Πατήρ εκλαμβάνει τη δικαιοσύνη ως ενέργεια που προέρχεται από τον Θεό και καθιστά δικαίους τους εξαιτίας της αμαρτίας καταδικασμένους ανθρώπους, αν πιστεύουν στον Ιησού Χριστό. Πράγματι, αυτή η σημασία προκύπτει από τη μελέτη του παύλειου έργου. Στο στίχ. Ρωμ. 3:23, «Πάντες γαρ ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού» ο Απόστολος επισημαίνει σαφώς ότι η αμαρτία είναι αυτή που στέρησε από τον άνθρωπο αρχικά τη δόξα του Θεού. Έπειτα ο Παύλος δηλώνει στο στίχ. Ρωμ. 3:25 ότι η φανέρωση της δικαιοσύνης Θεού έγινε με «την πάρεσιν των προγεγονότων αμαρτημάτων». Παρακάτω στο πέμπτο κεφάλαιο, θα τονίσει ότι η δικαίωση του ανθρώπου θα ανανεώσει την ελπίδα της συμμετοχής στη δόξα του Θεού (Ρωμ. 5:2, πρβλ. 8:17-18). Η αμαρτία οδηγεί στο «κατάκριμα», τουτέστιν στην καταδίκη σε θάνατο, η δε άρση της αμαρτίας καθιστά τον άνθρωπο δίκαιο (βλ. Ρωμ. 5:16, πρβλ. Ρωμ. 8:1-4). Άρα η δικαίωση του ανθρώπου με τη χάρη του Θεού σημαίνει τη συγχώρηση της αμαρτίας από τον Θεό (Ρωμ. 6:7, πρβλ. 3:20).

Επειδή ακριβώς η αμαρτία είναι αυτή που ευθύνεται για την κατακριτέα κατάσταση του ανθρώπου, ο Θεός συγχωρώντας την αμαρτία αποκαθιστά τον πιστεύοντα άνθρωπο στην κατάσταση της δικαιοσύνης. Ο Παύλος συνηθίζει να βεβαιώνει πως όσοι πιστέψαμε, ότι ο Χριστός απέθανεν «υπέρ των αμαρτιών ημών» και ότι ηγέρθη, δικαιωθήκαμε από τις αμαρτίες μας (βλ. ενδεικτικά Ρωμ. 4:24-25,10:6¬10). Όταν λοιπόν επιχειρηματολογώντας παρατηρεί «ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, ματαία η πίστις υμών, έτι εστέ εν ταις αμαρτίαις ημών» (Α’ Κορ. 15:17), στοχεύει στο να τονίσει, ότι η άφεση των αμαρτιών μέσω της πίστεως στην ανάσταση του Χριστού, τουτέστιν η δικαιοσύνη διά πίστεως, δεν πραγματώθηκε εάν ο Χριστός δεν έχει αναστηθεί. Συνεπώς, η άφεση των αμαρτιών και η δικαίωση δηλώνουν ένα και το αυτό γεγονός. Ευσταθεί λοιπόν η διαπίστωση του ιερ. Χρυσοστόμου «…αλλ’ από χάριτος δικαιωθώμεν, ένθα πάσα αμαρτία ηφάνισται». Κατανοώντας επακριβώς τη σημασία της «δικαιοσύνης Θεού» ως άφεση των αμαρτιών, ο Άγ. πατήρ σχολιάζοντας την Παύλεια διαπίστωση «το δε χάρισμα εκ πολλών παραπτωμάτων εις δικαίωμα» (Ρωμ. 5:16), επισημαίνει τα εξής: «λέγει έτι πολλών παρα¬πτωμάτων η αναίρεσις γέγονε». Παράλληλα, αποδίδει τη σημασία της λέξης «δικαίωμα» ερμηνεύοντας το βαθύτερο νόημα του στίχ. 8:4 με το «αναμάρτητον είναι».

Χαρακτηριστική είναι και η παρόμοια εξήγηση της φράσης «από Θεού δικαιοσύνη» από τον Θεοδώρητο: «Πίστιν γαρ μόνην εισενεγκόντες, των αμαρτημάτων την άφεσιν εδεξάμεθα». Με αυτήν την κατανόηση, ισχύει τελείως η απόδοση της λέξης «δικαιοσύνη» με τα συνώνυμα «αθώωση» και «απαλλαγή», όπως εξηγεί ο Μέγας Φώτιος: «δικαιοσύνη Θεού, η από Θεού δικαίωσις και αθώωσις και απαλλαγή των αμαρτιών ων ο νόμος ουκ ίσχυεν απαλλάξαι».

Πρέπει να αναφερθεί ακόμη, ότι η θεολογική ερμηνεία του δώρου της δικαιοσύνης από τον Αγ. Χρυσόστομο ουδόλως πλησιάζει τις μεταγενέστερες εσφαλμένες αντιλήψεις περί της θείας δικαιοσύνης ως κατευνασμού και ικανοποιήσεως του Θεού, που αναπτύχθηκαν από τον Άνσελμο Καντερβουρίας. Απεναντίας, η χρυσοστομική θεολογία εξαίρει την αγάπη και τη φιλανθρωπία του Θεού ως αίτιο της σωτηριώδους δικαιοσύνης μέσω της σταυρώσεως και της αναστάσεως του Υιού του Θεού.

Τέλος, όσον αφορά την εσχατολογική σωτηρία του ανθρώπου κατά την ημέρα της κρίσεως, ο ιερ. Χρυσόστομος, πιστός στη διδασκαλία του Απ. Παύλου, δεν ταυτίζει τη χάρη της δικαιώσεως με την εσχατολογική σωτηρία, όπως συνηθίζεται τελευταία στη Δύση, αλλά αναφέρεται επανειλημμένα στο στίχ. Ρωμ. 5:1 για να κάνει την προτροπή: «μηκέτι αμαρτάνωμεν», προκειμένου να κάνει τους Χριστιανούς να συνειδητοποιήσουν το δώρο της χάριτος και την ανάγκη της διαφυλάξεως της.

Συμπεράσματα

Απ’ ό,τι ειπώθηκε εξάγεται το συμπέρασμα ότι ο Άγιος Χρυσόστομος, όπως και άλλοι πατέρες και συγγραφείς της Εκκλησίας, δεν κατανοεί τη δικαιοσύνη Θεού με την κατανεμητική σημασία, ούτε περιορίζει τη σημασία της μόνο σε θεία ιδιότητα, αλλ’ αντιθέτως, υπερτονίζει το χαρακτήρα της ως χάριτος και ως δώρου Θεού. Συνεπώς, διαψεύδεται η άδικη και υπερβολικά γενικευμένη κατηγορία για την αποτυχία των Ελλήνων Πατέρων να φτάσουν στη σωστή αντίληψη του κεντρικού αυτού θέματος της Παύλειας Θεολογίας. Ο Άγιος Χρυσόστομος, όπως αποδείχθηκε, υπήρξε πρωτοπόρος στην μελέτη και την ερμηνεία της περί δικαιώσεως διά πίστεως Παύλειας διδασκαλίας. Σε αυτήν την περίπτωση, η καινοτομία στην ερμηνεία της εκφράσεως «δικαιοσύνη Θεού» συνετελέσθη πολύ νωρίτερα απ’ ό,τι κρίνουν σήμερα κάποιοι ερευνητές.

Η Βιβλική προσέγγιση του ιερ. Χρυσοστόμου δεν υπήρξε ούτε επαναστατική ούτε αντιδραστική, αλλά αποτέλεσμα φωτισμού και εμπνευσμένης αντιλήψεως του μηνύματος του Ευαγγελίου, του λόγου της αληθείας. Γι’ αυτό το λόγο, μία αντικειμενική μελέτη του θέματος της δικαιώσεως του ανθρώπου με την χάρη του Θεού, πιστεύουμε, οφείλει να ανατρέχει στις πατερικές συμβολές. Η χρυσοστομική ερμηνεία του θέματος αυτού παρέχει αναμφίβολα το πλέον πρόσφορο έδαφος.

(«Από τον Απόστολο Παύλο στον Ιερό Χρυσόστομο», ΙΓ΄Παύλεια, Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου, Ι. Μ. Βεροίας, σ. 153-161.)