Ιερομόναχος Σεραφείμ Δημόπουλος (Μέρος 3ο)

4 Νοεμβρίου 2013

Πνευματικός Πατήρ

Ο π. Σεραφείμ ελειτούργει ταπεινά, απλά, με συναίσθηση βαθειά. Κατά την διάρκεια της θείας Λειτουργίας, όταν έβγαινε στην Ωραία Πύλη για να πή το Ευαγγέλιο, δεν εχρειάζετο να κοιτάζη μέσα, γιατί το ήξερε απ’ έξω.

Το κήρυγμά του βγαλμένο από το βίωμά του ήταν περιεκτικό, κατανοητό και άγγιζε τις καρδιές των ακροατών. Μιλούσε με άνεση χωρίς να κρατά χειρόγραφο. Συνήθως κοίταζε λίγο ψηλά και κάθε τόσο ύψωνε τα χέρια του.

π. Σεραφείμ Δημόπουλος_3

Ως Πνευματικός ήταν διακριτικός και πραγματικός θεραπευτής των ψυχικών νόσων. Κοντά του κατέφευγαν πλήθη ανθρώπων για να εξομολογηθούν, αν και ο ίδιος απέφευγε.

Διηγείται πνευματικό του τέκνο: «Εξωμολογιόμουν μία φορά τον χρόνο, όταν επισκεπτόμουν το Άγιον Όρος. Ο Πνευματικός μου, κάποια στιγμή, με συμβούλευσε να αναζητήσω εξομολόγο στην πόλη μου την Λάρισα για να βοηθηθώ καλύτερα. Ενώ έψαχνα να βρώ έναν καλό Πνευματικό, άκουσα σε συζήτηση ότι στην Λάρισα υπάρχει ένας Πνευματικός, ρακένδυτος και ατημέλητος, που μένει λίγο πιο κάτω από τις δικαστικές φυλακές σε ενα σπιτάκι, που είναι μέσα στα χωράφια, και στην βεράντα έχει μία σημαία Βυζαντινή. Αναπαύτηκα σε αυτά τα λόγια και σκέφτηκα να τον επισκεφτώ, αλλά γρήγορα το ξέχασα και αμέλησα. Πέρασαν 7-8 μήνες από τότε και μου παρουσιάστηκε ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας. Φεύγοντας από τον γιατρό ταραγμένος, κατά το μεσημέρι, μου ήρθε μία έντονη επιθυμία να πάω να βρώ αυτόν τον Γέροντα, που ούτε το όνομά του δεν θυμόμουν με βεβαιότητα. Εντόπισα εύκολα το σπίτι, και μία γυναίκα που περίμενε απ’ έξω μου επιβεβαίωσε ότι εκεί μένει ο π. Σεραφείμ. Ήταν ένα μικρό σπίτι με ισόγειο και πρώτο όροφο. Στην βεράντα είχε δύο μπαλκονόπορτες με χοντρά κάθετα σίδερα που θύμιζαν φυλακή. Ο μικρός προαύλειος χώρος είχε συρματόπλεγμα. Χορταριασμένος, με σκουπίδια και 3-4 πλαστικές καρέκλες. Όλα έδιναν μία εικόνα εγκατάλειψης.

»Άρχισα να φωνάζω: «Πάτερ Σεραφείμ! Πάτερ Σεραφείμ!». Ένας αναμαλλιασμένος, μαυριδερός Γέροντας βγήκε στην μπαλκονόπορτα και είπε: «Γειά σου… (το όνομά μου). Τί κάνεις;». Ξαφνιάστηκα που είπε το όνομά μου, αλλά τον ρώτησα, αν μπορούμε να μιλήσουμε και είπε: «Φύγε, φύγε…».

—Πότε να έρθω;

—Φύγε και να μην ξανάρθης.

»Την επομένη το πρωί ξαναπήγα. Οι πόρτες (αυλόπορτα και κεντρική) ήταν τώρα ανοιχτές. Ήταν σαν να με περίμενε: «Έλα, έλα μέσα», μου είπε, και μπήκα σε ένα μικρό δωμάτιο, όπου υπήρχε μεγάλη ακαταστασία. Πάνω σε ένα τραπέζι ριγμένα κάθε είδους πράγματα. Αλλά σκεπτόμενος το πρόβλημά μου, δεν έδωσα καμμία σημασία. Ένιωθα απολογούμενος εμπρός στον θρόνο του Θεού. Κατέβαλα κόπο να πνίξω τα δάκρυά μου και ο Γέροντας απέναντί μου, ρακένδυτος, ηλιοκαμένος, χωρίς δόντια, με αστραφτερές ματιές με έπειθε ότι τα ξέρει όλα. Με διακριτικό τρόπο άρχισε να λέη τις αμαρτίες μου: «Είναι μερικοί άνθρωποι που κάνουν αυτό… κάποιοι άλλοι κάνουν εκείνο… και ζούνε έτσι…». Όταν τελείωσε πήρε το πετραχήλι, το φόρεσε και εγώ γονάτισα χωρίς να πώ λέξη. Φεύγοντας μου χάρισε ενα βιβλίο του, το Λαυσαϊκόν.

»Ποτέ δεν του ανέφερα το πρόβλημα υγείας μου, το οποίο σιγά-σιγά υπεχώρησε, ενώ στις επόμενες συναντήσεις μας ξαλάφρωνα από το βάρος των πολλών μου αμαρτιών.

»Έκτοτε άρχισα να επισκέπτωμαι όλο και συχνότερα τον Γέροντα. Είχα την βεβαιότητα ότι είχα μπροστά μου έναν άγιο άνθρωπο και κάθε συνάντηση με συγκινούσε ιδιαίτερα. Πρώτη φορά συναντούσα άνθρωπο που ήταν ολοκληρωτικά δοσμένος στον Θεό. Καμμία φροντίδα για τον χώρο όπου ζούσε, καμμία έγνοια για τον εαυτό του, καμμία φιλοδοξία για καριέρα και μάταιη δόξα. Μία ψυχή εκατό τοίς εκατό παραδομένη στην αγάπη του Θεού. Άρχισα να αναλογίζωμαι αν αξίζη να στενοχωριέμαι για όλα αυτά τα μάταια για τα οποία έτρεχα από το πρωί έως το βράδυ. Αναθεωρούσα καθημερινά τις απόψεις μου, σκεπτόμενος πως για την ψυχή μου δεν δούλεψα καθόλου. Τρόμαζα μπροστά στο ενδεχόμενο ενός αιφνίδιου θανάτου και μιας αιώνιας καταδίκης. Με τον Γέροντα ανακάλυψα έναν άλλο κόσμο, μία άλλη πορεία που με συνάρπαζε κάθε μέρα περισσότερο.

»Όταν έβλεπα τον Γέροντα, το άγχος, οι φοβίες, και οι στεναχώριες έφευγαν αμέσως, σε βαθμό που ξεχνούσα για ποιο λόγο πήγαινα και τι ήθελα να τον ρωτήσω. Από την συζήτηση όμως, σκεπτόμενος καθώς έφευγα, εύρισκα τις απαντήσεις. Αυτά που λίγο πριν φάνταζαν σπουδαία τώρα μου φαίνονταν ασήμαντα. Κάποιες φορές που δεν μπορούσε να με δεχτή, μου αρκούσε που τον έβλεπα και έφευγα ξαλαφρωμένος. Έτσι άρχισα να καταλαβαίνω πως συνήθως γνώριζε τον λόγο της επίσκεψής μου».

Ο Συνταγματάρχης Διαμαντόπουλος Ευστάθιος αναφέρει: «Αναζητούσα έναν Πνευματικό με βαθειά πίστη για να εξομολογηθώ. Το 2005 επισκέφθηκα το Άγιον Όρος και στη Νέα Σκήτη άκουσα γέροντα Ασκητή να μου μιλά για τον π. Σεραφείμ που μένει στην Λάρισα, την πατρίδα μου, με μεγάλη πνευματικότητα και σπάνια χαρίσματα. Έτσι κάποια ημέρα έφθασα στο σπιτάκι του για να εξομολογηθώ. Εκεί ήταν ακόμη οκτώ άτομα που τον περίμεναν. Μόλις ήρθε ο Γέροντας παρακάλεσε ευγενικά τους άλλους να αποχωρήσουν και κράτησε μόνο εμένα. Μου είπε να καθήσω σε μία καρέκλα χωμένη μέσα στα αγριόχορτα της αυλής, και ο ίδιος κάθησε κοντά μου φορώντας ένα παλαιό πετραχήλι. Μου έκανε νεύμα και άρχισα να εξομολογούμαι τις αμαρτίες μου, χωρίς να μπορώ να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Ο Γέροντας κάλυπτε με τις παλάμες του το πρόσωπό του αποφεύγοντας να με κοιτάζη κατάματα. Αφού τελείωσα την εξομολόγηση, μου έδωσε κάποιες συμβουλές και πνευματικές οδηγίες, αποκαλώντας με με το όνομά μου κατ’ επανάληψη, χωρίς να με γνωρίζη. Μου αναπτέρωσε το ηθικό, με αναζωογόνησε, με γέμισε ελπίδες για την ζωή, με γέμισε θάρρος και δύναμη για να αγωνισθώ, και με συγκίνησε».

Τον κόσμο συνήθως τον εδέχετο απογευματινές ώρες. Τότε έβγαινε με ένα 300άρι κομποσχοίνι στην αυλή, καθόταν σε μία πλαστική καρέκλα και κοιτούσε προς την Ανατολή. Μιλούσε ελάχιστα και αινιγματικά. Μερικές φορές τον ρωτούσαν κάτι και εκείνος έμενε για λίγο σιωπηλός, κάτι ψυθίριζαν τα χείλη του, ίσως την ευχή «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», και σε λίγο επανήρχετο και απαντούσε. Κάποτε είπε: «Αν δεν έχω πληροφορία, δεν μιλώ, ούτε μου αρέσει να κάνω τον δάσκαλο. Διδάσκαλος ήταν ένας, ο Κύριος».

Ήταν από τους λίγους Πνευματικούς που μπορούσε να δηλώση την άγνοιά του και σε ερωτήματα να απαντάη: «Δεν ξέρω».

Επίσης, εστενοχωρείτο για την πνευματική στασιμότητα των ανθρώπων που εξωμολογούντο. Έλεγε χαρακτηριστικά: «Έρχονται και λένε τα ίδια και τα ίδια• δεν έχουν πνευματική πρόοδο».

Επανειλημμένα είχε ζητήσει από γνωστούς του να μη μιλούν σε τρίτους για τον ίδιο.

—Γέροντα, να σας φέρω κάποιους γνωστούς μου να τους εξομολογήσετε;

—Όχι, τόσοι Πνευματικοί είναι, να πάνε αλλού. Να μη λες τίποτα σε άλλους για μένα.

Ο χρόνος του Γέροντα αφιερώνετο κυρίως στην προσευχή και στην εξομολόγηση. Τα τελευταία χρόνια η φήμη του εξαπλώθηκε και ερχόταν κόσμος και εκτός Νομού. Σχηματίζετο μία μεγάλη ουρά αυτοκινήτων και άνθρωποι κάθε ηλικίας ήθελαν να τον δούν. Αυτός με διάκριση προσπαθούσε να βλέπη όσους είχαν πραγματική ανάγκη. Επειδή όμως πολλοί εγίνοντο πιεστικοί και φορτικοί, ο Γέροντας έχανε την ησυχία του και σπαταλούσε άσκοπα τον χρόνο του. Έτσι κρέμασε ένα σημείωμα στην εξώπορτα όπου έλεγε: «Όχι εξομολογήσεις, όχι επισκέψεις». Οι άνθρωποι όμως δεν έφευγαν. Θορυβούσαν συζητώντας και ο Γέροντας κατέφευγε κάποιες φορές στον παιδικό σταθμό «τα μικρά χελιδονάκια», για ησυχία, μελέτη και προσευχή.

Συμβουλές

Έλεγε ο Γέροντας: «Η επιστήμη εξαπάτησε τον άνθρωπο για να επαναπαυθή σ’ αυτήν, και έτσι τον ελέγχει απόλυτα».

«Η Πολιτεία δυστυχώς άφησε ανεύθυνα τα σχολεία να παρακμάσουν και τους νέους χωρίς βοήθεια».

Επισκέφτηκε πνευματικό του τέκνο τον Γέροντα και είδε έναν ψυχοπαθή με τον συνοδό του να φεύγουν. Με αυτή την αφορμή τον ρώτησε: «Γέροντα, τι κάνετε με αυτούς; Πως βοηθάτε τους ψυχοπαθείς;». Απάντησε: «Τους λέω να τους κοινωνούν συχνά. Το Σώμα και Αίμα του Κυρίου μεταμορφώνει ριζικά όλον τον άνθρωπο. Αναζωογονείται η ψυχή και το σώμα. Γίνεται ένας καινούργιος άνθρωπος με άλλο χαρακτήρα και ψυχισμό. Αλλά και τα κύτταρα αναζωογονούνται. Βλέπω πως πολύ σύντομα βελτιώνονται».

Τον ρώτησε ιερέας αν πρέπη να διαβάζη εξορκισμούς σε δαιμονισμένους και απάντησε: «Να διαβάζης, να διαβάζης. Να τους εξομολογής και να κοινωνούν τακτικά».

Κάποιος ρώτησε τον Γέροντα πως είναι ο Θεός και τι μορφή έχει. Εκείνος απάντησε: «Σου λέω να ξερής. Όπως τα ψάρια είναι μέσα στη θάλασσα και δεν μπορούν καν να φανταστούν πως είναι ο άνθρωπος έξω από αυτήν, έτσι και εμείς δεν μπορούμε να φανταστούμε και ούτε καν να συλλάβη ο νους μας πως είναι η μορφή του Θεού».

Ο μακαριστός Γέροντας για τους γονείς που είχαν παιδιά με μεγάλα προβλήματα έλεγε συχνά: «Να ξέρετε ότι αυτοί οι γονείς που σηκώνουν τέτοιους μεγάλους σταυρούς για τα άρρωστα παιδιά τους, έχουν μεγάλη θέση στον παράδεισο».

Είπε σε κάποιον: «Δεν ξέρεις να προσεύχεσαι. Να κανονίσουμε να έρθης ένα βράδυ να σου μάθω. Πρέπει να λέμε πολλές φορές (ιδιαίτερα πρωί και βράδυ) τον Αρχαγγελικό χαιρετισμό «Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία…», αλλά και την ευχή να την λέμε συνέχεια. Να την καλλιεργήσης όσο μπορείς. Εγώ την ακολουθία την κάνω διαβαστά, δεν ψέλνω. Η ψαλμωδία μετεωρίζει το νου. Κάνε και μετάνοιες όσες αντέχουν τα γόνατά σου».

Ο Γέροντας πρότεινε σε αυτούς που θέλουν να μάθουν την ευχή, να διαβάσουν τις επιστολές του αγίου Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ.

Διηγήθηκε ο π. Παύλος Τσουκνίδας: «Κάποια μέρα το πρωί βρήκα τον Γέροντα στο σπιτάκι του μόνο του. Με κάλεσε μέσα και αφού συζητήσαμε διάφορα πνευματικά θέματα, ο Γέροντας άνοιξε το θέμα της προσευχής: «Άντε, άντε», μου λέει, «κάτσε τώρα εδώ που έχω τις εικόνες να προσευχηθής, να δώ πως προσεύχεσαι!» Έκανα αμέσως υπακοή και εκείνη την στιγμή γονάτισα και προσευχόμουνα στην Παναγία μας και στους Αγίους μας, καθώς και στον γέροντα Παΐσιο, τον γέροντα Πορφύριο, που τους είχε εκεί και τους αγαπούσε πολύ. Μετά από κανένα τέταρτο περίπου μου λέει: «Σήκω τώρα, φτάνει. Άκου, πάτερ μου, στην προσευχή να μη σφίγγεσαι, να είσαι χαλαρός και πολύ συγκεντρωμένος για να την ακούη ο Θεός! Να, έτσι χαλαρά να προσεύχεσαι. Καλοί είναι και οι τύποι στην προσευχή, μας χρειάζονται κι’ αυτοί δεν λέω, να στο Άγιον Όρος πολύ τους προσέχουν τους τύπους, αλλά την ουσία να την προσέχης πολύ περισσότερο». Πολλές φορές ο Γέροντας με πολύ αγάπη μου έδειχνε τον τρόπο πως πρέπει να προσεύχωμαι, πως να διαβάζω τις ευχές στην θεία Λειτουργία, να μή βιάζωμαι όταν τις λέω και να είμαι συγκεντρωμένος σ’ αυτές, πως να κάνω το κήρυγμά μου και άλλα τέτοια πολλά».

«Κάποτε, κατευθυνόμενος προς την Λάρισα», διηγείται ο κ. Χρυσοβέργης Αθανάσιος, Δήμαρχος Αμπελώνος, «συνάντησα τον π. Σεραφείμ έξω από τον Αμπελώνα να επιστρέφη πεζός στην Λάρισα. Τον παρακάλεσα να μπή στο αυτοκίνητό μου για να τον πάω στην Λάρισα. Δέχθηκε με χαρά, όμως υστέρα από λίγο,όταν διαπίστωσε την πολυτέλεια του αυτοκινήτου μου, είπε: «Διαπιστώνω ότι πολλοί χριστιανοί, ενώ θέλουν να ζούν ευσεβώς, έχουν πολυτελή αυτοκίνητα και άλλες ανέσεις στην ζωή τους»».

«Να πέφτουμε στο δάπεδο με το κεφάλι κάτω και να προσευχώμαστε «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσε τον κόσμο σου», και να ζητούμε τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, γιατί χωρίς Αυτό δεν γίνεται τίποτε».

«Οι άνθρωποι που τρώνε κατά κόρον κρέας φαίνονται από το πρόσωπο αλλά κυρίως από τα μάτια. Είναι θολά. Είχε έρθει εχτές κάποιος με πρόσωπο σαν τριαντάφυλλο και τα μάτια του ήταν λαμπερά. Είχε πολλούς μήνες που δεν έτρωγε κρέας».

«Ο πνευματικός άνθρωπος και το νερό το πίνει με μέτρο, με εγκράτεια. Το πολύ να πιή την ημέρα το ένα τρίτο του ποτηριού».

«Να γνωρίζετε ότι και σ’ αυτήν την ζωή ο Κύριός μας θέλει να είμαστε χαρούμενοι και όχι να περνάμε μια ζωή με δυστυχία και κατάθλιψη».

Πνευματικό του τέκνο του εξωμολογήθηκε ότι είχε προσβολές σαρκικών λογισμών, και ο π. Σεραφείμ του είπε: «Τώρα που θα πας στο σπίτι σου άνοιξε το παράθυρο και πέταξε την τηλεόραση έξω». Αιφνιδιάστηκε από την απροσδόκητη εντολή, γιατί τον τελευταίο καιρό ήθελε να αγοράση μία πιο μεγάλη και πιο σύγχρονη τηλεόραση. Του είπε: «Γέροντα, μένω μόνος μου και η τηλεόραση είναι μία συντροφιά». Τότε ο Γέροντας χτύπησε την γροθιά του στο τραπέζι και είπε δυνατά: «Συντροφιά ο Σατανάς; Πέταξέ την».

Λυπήθηκε να την πετάξη, αφήρεσε τα καλώδια και για λίγο διάστημα δεν έβλεπε. Όταν αργότερα την άνοιξε πάντα πρόβαλλαν άσχημες εικόνες και είδε μία γυναίκα να μεταμορφώνεται σε διάβολο. Έτσι απεφάσισε οριστικά να την δώση. Μετά από σύντομο χρονικό διάστημα καθάρισε ο νούς του και ειρήνευσαν οι λογισμοί του. Στην αρχή δυσκολεύτηκε να απεξαρτηθή, αλλά αργότερα εδυσκολεύετο να παρακολουθή και του δημιουργούσε πονοκέφαλο.

Άλλοτε κάποιο ανδρόγυνο έλεγαν στον Γέροντα για τα προβλήματα επικοινωνίας με τα παιδιά τους, είναι απείθαρχα, δεν διαβάζουν κ.ά. Ο Γέροντας αφού τους ακούσε προσεκτικά στο τέλος τους είπε: «Εάν θέλετε γρήγορη βελτίωση, βγάλτε την τηλεόραση από το σπίτι σας». Εκείνοι είπαν ότι θα την ανοίγουν μόνο για κάποιες εκπομπές, αλλά ο Γέροντας επέμενε να την πετάξουν και πρόσθεσε: «Από τις οικογένειες που γνωρίζω, όσες δεν έχουν τηλεόραση είναι πιο πνευματικές από τις άλλες που έχουν, γιατί η τηλεόραση κάνει μεγάλη ζημιά».

Πηγή: Ασκητές μέσα στον κόσμο, τόμος Β΄,έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσης Χαλκιδικής, 2012