Ιερομόναχος Σεραφείμ Δημόπουλος (Μέρος 4ο)

6 Νοεμβρίου 2013

Χαρισματικές εκδηλώσεις

Διηγήθηκε πνευματικό του τέκνο: «Στην πρώτη μας συνάντηση μου χάρισε το Λαυσαϊκόν. Αυτό που με απασχολούσε -έντονα εκείνη την εποχή- ήταν ο γάμος και το περιεχόμενο του βιβλίου μου ήταν αδιάφορο. Ανεφέρετο σε ασκητικούς αγώνες των μοναχών της Αιγύπτου. Γνώριζα ελάχιστα για τον μοναχισμό και αυτά που διάβαζα μου εφαίνοντο υπερβολικά. Με δυσκολία έκανα υπακοή και το διάβασα όλο.

»Στις επόμενες επισκέψεις ο Γέροντας κάθε τόσο μου έλεγε: «Την ευχή σου. Να προσεύχεσαι για μένα». Αναρωτήθηκα γιατί μου το λέει αυτό, αφού ήμουν κοσμικός και γεμάτος πάθη ενώ εκείνος Αρχιμανδρίτης, δοσμένος εξ ολοκλήρου στον Θεό. Σκέφτηκα ότι μάλλον από την μεγάλη του ταπείνωση. Άρχισε να με προτρέπη να επισκέπτωμαι το Άγιον Όρος και να παρακολουθώ τις ωραιότατες ακολουθίες και αγρυπνίες. Μου έλεγε: «Εκεί είναι Πανεπιστήμιο, ενώ εδώ είμαστε στο Δημοτικό». Άλλοτε άφηνε υπονοούμενα για την μελλοντική μου πορεία στον μοναχισμό. «Ο Θεός έχει γραμμένο στο βιβλίο το μέλλον του καθενός. Άλλοι να παντρευτούν και άλλοι να μονάσουν».

π. Σεραφείμ Δημόπουλος 1

π. Σεραφείμ Δημόπουλος 1

»Ενώ, γενικά, προέτρεπε πνευματικά του παιδιά για Ιεραποστολή στην Μαδαγασκάρη, όταν του εξέφρασα τον λογισμό μου να συμμετέχω και εγώ, χωρίς να σκεφτή καθόλου μου το αρνήθηκε άπευθείας.

»Παρ’ όλα αυτά ουδέποτε πέρασε, έστω και φευγαλέα, μία σκέψη από το μυαλό μου ότι εγώ επρόκειτο να ακολουθήσω τον μοναχισμό. Κι όμως μέσα σε λίγο καιρό, από την άπειρη αγάπη και πρόνοια του Θεού, βρέθηκα μοναχός στο Άγιον Όρος.

»Μετά από επίσκεψη-προσκύνημα στο Άγιον Όρος όλα άλλαξαν μέσα μου και στην επιστροφή ο Γέροντας μου είπε αποφασιστικά και ξεκάθαρα: «Είναι θέλημα Θεού να γίνης μοναχός». Όπως και έγινα.

»Συνήθως, καθώς πήγαινα να συναντήσω τον Γέροντα, έκανα διαφόρους λογισμούς για αυτά που θα συζητήσουμε, και όταν έφτανα, άρχιζε να μου μιλά για αυτά που λίγο πριν σκεφτόμουν. Δηλαδή σκεπτόμουν καθ’ οδόν: «άραγε, θα με ρωτήσει για αυτό το θέμα», και μόλις έφτανα μου έλεγε «τι κάνεις με αυτό το θέμα;»».

»Τον τελευταίο καιρό πήγαινα τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα. Κάποτε πέρασαν δύο εβδομάδες χωρίς να τον επισκεφτώ. Όταν τελικά ξεκίνησα να πάω, σκέφτηκα: «Άραγε θα με επεθύμησε καθόλου;». Όταν έφτασα με φώναξε από μακρυά: «Έλα, έλα σε επεθύμησα. Πού είσαι;».

»Άλλοτε προσπάθησα να παρακινήσω κάποιον γνωστό μου, ηλικιωμένο, που δεν είχε εξομολογηθή ποτέ, να επισκεφτή τον Γέροντα και να εξομολογηθή. Αφού του είπα για τα χαρίσματα του Γέροντα, σκέφτηκα να τον προετοιμάσω, ώστε όταν δή τον Γέροντα να μην αιφνιδιαστή, και του είπα ότι ο Γέροντας δεν πλένεται και το κελλί του είναι λίγο βρώμικο. Τελικά δεν πήγε ποτέ, αλλά την επόμενη φορά που πήγα στον Γέροντα, αμέσως μου είπε: «Έεεε… τι είμαι εγώ; Μία λέρα είμαι».

»Κάποια στιγμή γνώρισα ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που έδειχνε να ζή πνευματικά. Μου εκμυστηρεύτηκαν ότι δεν είχαν εξομολογηθή ποτέ στην ζωή τους. Είχαν ακούσει για τον Γέροντα, και έτσι αποφασίσαμε την άλλη μέρα να τους πάω στο κελλί του προκειμένου να εξομολογηθούν. Μόλις φτάσαμε, ο Γέροντας κλείδωσε την αυλόπορτα και αρνήθηκε αποφασιστικά να μας δεχτή. Επιστρέφοντας παραδέχτηκαν ότι δεν είχαν σκοπό να εξομολογηθούν, αλλά μόνο να συζητήσουν. Τότε κατενόησα την στάση του Γέροντα. Ήξερε πως θα σπαταλούσε άσκοπα τον χρόνο του σε ανώφελες συζητήσεις με ανθρώπους χωρίς αληθινή μετάνοια, που από περιέργεια κυρίως ήθελαν να τον γνωρίσουν.

»Άλλοτε ήμουν σε μία παρέα και συζητούσαμε για τον Γέροντα. Οι υπόλοιποι ανέφεραν πως επισκέπτονται τον Γέροντα και συνήθως ή δεν τον βρίσκουν ή δεν τους ανοίγει την πόρτα ή τους διώχνει. Τότε τους είπα, με κομπασμό, ότι εμένα με δέχεται σχεδόν πάντα και μάλιστα με το όνομά μου. Δύο- τρεις ημέρες άργότερα επισκέφτηκα τον Γέροντα και -προς έκπληξή μου- άργησε να μου άνοιξη την πόρτα, και όταν τελικά άνοιξε, μου λέει με αδιάφορο ύφος:

—Ποιός είσαι εσύ;

—Ο τάδε, του λέω.

—Ποιός τάδε; ξαναρωτάει. Τότε λυπημένος αρχίζω να του λέω που μένω και που δουλεύω… κ.ά., για να με θυμηθή. Έτσι ταπεινώθηκε ο λογισμός μου, που νόμιζα ότι στα μάτια του Γέροντα ήμουν κάτι ιδιαίτερο. Ο Γέροντας «είδε» την έπαρσή μου και την θεράπευσε αμέσως.

»Μία ημέρα καθόμεθα έξω στην αυλή, ο Γέροντας, εγώ και ένα άλλο πνευματικό του παιδί. Ο Γέροντας συζητούσε μαζί του για κάποιο δικό του θέμα και καθώς είχε σχεδόν γυρισμένη την πλάτη του σε εμένα, θυμήθηκα ένα πνευματικό του παιδί, τον Γιάννη που ήταν στην Ιεραποστολή στην Μαδαγασκάρη. Έκανα τότε την εξής σκέψη: «Γέροντα, πως τα περνάει; Τί κάνει ο Γιάννης εκεί στην Αφρική; Θεέ μου, κάνε τον Γέροντα να γυρίση και να μου απαντήση για να στηριχτώ στην πίστη μου».

»Αμέσως ο Γέροντας διέκοψε την συζήτησή του και γυρίζοντας προς το μέρος μου, είπε: «Τι είπες για τον Γιάννη;». Έμεινα άναυδος και ο Γέροντας επανέλαβε την ερώτηση, χωρίς πάλι να μπορέσω να μιλήσω, και έτσι επέστρεψε στον συνομιλητή του για να συνεχίσουν την κουβέντα τους. Εκείνος δεν κατάλαβε φυσικά τι έγινε και συνέχισε να μιλάη με τον Γέροντα.

»Ο Γέροντας προγνώριζε τα προβλήματα και ερωτήματα που είχε όποιος τον επεσκέπτετο και συνήθως απαντούσε, με ένα δικό του τρόπο, πριν ακόμα εκείνος να τα θέση».

Κάποιος νέος συνδέθηκε συναισθηματικά με μία νέα που ζούσε μακρυά από τον δρόμο του Θεού. Ο Πνευματικός του τον συμβούλεψε να απομακρυνθή σύντομα από κοντά της. Εκείνος, νιώθοντας ερωτευμένος μαζί της, αναζήτησε την συμβουλή και άλλων Πνευματικών, αλλά, προς απογοήτευσή του, πήρε την ίδια άπάντηση. Κάποτε έμαθε για τον π. Σεραφείμ και ζήτησε την γνώμη του (χωρίς βέβαια να αναφερθή στις προηγούμενες καθοδηγήσεις) και περίμενε την ίδια απάντηση. Όμως ο Γέροντας είπε: «Όχι, να μην την αφήσης, να κάνης παρέα μαζί της και θα καταλάβεις, αν σου ταιριάζη». Και ενώ αυτή η ιστορία με τη νέα είχε τραβήξει χρόνια, τώρα μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, ο νέος αποδεσμεύτηκε συναισθηματικά και αναπαυμένος απομακρύνθηκε από τη νέα. Απορούσε μάλιστα πως τόσα χρόνια δεν μπορούσε να διακρίνη τον χαρακτήρα της νέας. Σαφώς, με την προσευχή του Γέροντα, ο Θεός βοήθησε το νέο να φωτιστή ο νους του και να καταλάβη.

Μαρτυρία κυρίας Γ.Τ.: «Ο γυιός μου Ευθύμιος ήταν πολύ κακός μαθητής. Εγώ πήγαινα στην Εκκλησία, έκλαιγα, παρακαλούσα την Παναγία να είναι γερός και να περάση στις Πανελλαδικές εξετάσεις. Όλοι οι Καθηγητές μας το είχαν αποκλείσει αυτό. Ένα φροντιστήριο μάλιστα όπου τον είχαμε στείλει, τον έδιωξε.

»Μία μέρα ήμουν πολύ στενοχωρημένη. Πήγα στον π. Σεραφείμ και, χωρίς να του πώ τίποτα για την οικογένειά μου, μου λέει: «Μία αστυνομία θα περάσει το παιδί, δεν θέλει πολύ διάβασμα».

»Γύρισα σπίτι και το είπα στον σύζυγό μου να το θυμάται. Εκείνος με ειρωνεύτηκε. Έλεγα «Παναγιά μου κάνε το θαύμα σου». Έγινε πράγματι όπως «προέβλεψε» ο πάτερ Σεραφείμ. Ο γυιός μου, που δεν άνοιγε βιβλίο, πέρασε στην σχολή Αστυφυλάκων, αν και οι βάσεις ανέβηκαν πολύ. Εγώ οφείλω να πώ πως έγινε θαύμα με τις προσευχές του π. Σεραφείμ».

Ο Βασίλης, πνευματικό παιδί του Γέροντα, όταν εκοιμήθη η μητέρα του, πήγε λυπημένος στον Γέροντα. Τότε αυτός του είπε:

—Μή στενοχωριέσαι, σώθηκε η μητέρα σου.

—Μα, Γέροντα, δεν πρόλαβε να εξομολογηθή.

—Δεν πειράζει• είναι παλιές καραβάνες αυτοί (οι άνθρωποι).

Πράγματι η μητέρα του έζησε στο χωριό μία μετρημένη και απλή ζωή, χωρίς ανέσεις, ευκολίες και διασκεδάσεις. Αλλά και χωρίς φθόνους και κακίες με τους συνανθρώπους.

Ο Γέροντας άλλοτε εκμυστηρεύτηκε την κατάσταση μερικών ανθρώπων που έχουν κοιμηθή, τονίζοντας ότι τους βλέπει.

Ο ιερέας Π. έλεγε σε έναν καθηγητή: «Ο π. Σεραφείμ έχει μεγάλα χαρίσματα και αρετές. Είναι στα μέτρα του γέροντα Παϊσίου, του π. Πορφυρίου και του γέροντα Ιακώβου Τσαλίκη». Όταν πήγε στο κελλί του, ο Γέροντας του φώναξε από μακρυά: «Άκου να σου πώ, εγώ είμαι ένα βρωμόσκυλο. Δεν είμαι σε μέτρα εγώ. Τί είναι αυτά που πας και λες για μένα;». Ο Γέροντας ήταν ενήμερος για την συζήτησή τους χωρίς κανείς να του πή τίποτα.

Κάθε χρόνο λειτουργούσε στην πανήγυρη του ναού της Αναλήψεως, που βρίσκεται στην κορυφή ενός λόφου, κοντά στο χωριό Ομορφοχώρι Λάρισας. Μία χρονιά, ο οδηγός του τελευταίου αυτοκινήτου παρεκάλεσε τον Γέροντα να μπή στο αυτοκίνητο για να τον πάη στην Λάρισα. Ο Γέροντας αρνήθηκε χαμογελώντας και λέγοντας «θα φτάσω νωρίτερα». Ο δρόμος ήταν ερημικός, ωδηγούσε αποκλειστικά στο ναό και δεν υπήρχε περίπτωση να τον μεταφέρη κάποιος άλλος. Όταν η παρέα με το αυτοκίνητο έφτασε στην Λάρισα, είδαν τον π. Σεραφείμ έξω από τον Άγιο Βησσαρίωνα που χαμογελώντας τους ανταπέδωσε τον χαιρετισμό. Να σημειωθή ότι παρόμοιες μαρτυρίες έχουν λεχθή και από άλλα πνευματικά παιδιά του.

Είδε μία γυναίκα στο αστικό και υστέρα είπε σε κάποιον: «Είδα την ψυχή της και τρόμαξα. Πολύ κακός άνθρωπος, πώ, πώ, πώ, φίδι ήταν».

Άλλοτε είπε: «Ήρθε εδώ μία παρέα Προτεστάντες. Εξωτερικά έδειχναν πολύ φιλικοί και μου έλεγαν για τους αγαθούς σκοπούς και τα σχέδιά τους. Έκανα προσευχή και μπήκα μέσα στην σκέψη τους. Απ’ έξω εφαίνοντο σαν αρνιά και μέσα ήταν λύκοι. Παμπόνηροι άνθρωποι».

Είπε για κάποιον νέο: «Αυτό το παιδί είναι άγιο. Λάμπει το πρόσωπό του από την συχνή θεία κοινωνία».

Είπε στην κυρία Δήμητρα να μη στενοχωρήται για την κόρη της που χώρισε, γιατί σύντομα θα ξαναπαντρευτή, πράγμα που συνέβη.

Ο γυιός της ήταν παντρεμένος και δεν είχαν παιδί. Ο π. Σεραφείμ όταν τον ρώτησε η μητέρα του άπάντησε: «Θα αποκτήσει παιδί, αλλά μετά από χρόνια». Πέρασαν οκτώ χρόνια και απέκτησαν ένα παιδάκι.

Είπε σε νέο ιερέα που του ήταν άγνωστος: «Για τις φωνητικές σου χορδές που έχεις πρόβλημα, να πίνης γάλα και να ψέλνεις χαμηλόφωνα».

Εκείνος εξεπλάγη, κατενόησε ότι είναι χαρισματούχος ο Γέροντας και έκτοτε τον επισκεπτόταν συχνά στο σπιτάκι του και τον έκανε Πνευματικό του.

Η περιοχή που έμενε ονομάζεται «Νταούλια». Ονομάσθηκε έτσι γιατί πριν από πολλά χρόνια οι βοσκοί της περιοχής έβλεπαν σκιές και άκουγαν νταούλια. Τα ζώα τους τρόμαζαν και γύρω από τα πηγάδια εύρισκαν περίεργες πατημασιές. Ο Γέροντας είπε πως τα έχει δει αυτά τα δαιμόνια. Είναι μαύρα, έχουν ύψος 1.60 μ. και παίζουν νταούλια. Μάλιστα πολλές φορές τον ενωχλούσαν.

Ο π. Παύλος Τσουκνίδας ρώτησε κάποτε τον π. Σεραφείμ για ένα σημαντικό πρόβλημα που υπήρχε στην ενορία του. Του είπε: «Εσύ να προσεύχεσαι και αυτή η μικρή φουρτούνα θα περάσει. Μή στενοχωριέσαι. Θα λες την ευχή και όλα θα πάνε καλά».

Μετά από λίγες μέρες εντατικής προσευχής λύθηκε το πρόβλημα. Για να ευχαριστήση τον Θεό συνέχισε με περισσότερο ζήλο την προσευχή του. Όμως μετά τα μεσάνυχτα στις 2.00 με 3.00 μέσα στην ησυχία άρχισαν να χτυπάν τα μπουριά της ξυλόσομπας και να κάνουν περίεργους θορύβους. Αμέσως μετά έξω στον δρόμο άρχισαν να μαλώνουν γάτες πολλές με φωνές άγριες και παρατεταμένες. Δεν ήταν σίγουρος αν πράγματι ήταν αληθινές γάτες ή ο πειρασμός. Την λύση του την έδωσε ο Γέροντας λίγες μέρες αργότερα.

Ενώ συμβούλευε για διάφορα πνευματικά θέματα, ξαφνικά του λέει: «Να ξέρης, πάτερ μου, αυτά που ακούς, έξω από το παράθυρό σου όταν προσεύχεσαι, δεν είναι αληθινές γάτες. Όχι, όχι. Είναι ο πειρασμός. Να μη φοβάσαι εσύ, και μη διακόπτης την προσευχή σου. Θέλει να σε τρομάξη. Φθονεί την προσευχή. Εσύ να προσεύχεσαι, όπως προσεύχεσαι. Αυτός την δουλειά του και μείς την δουλειά μας. Και τα μπουριά της σόμπας αυτός ο πονηρός τα χτυπάει. Σου το λέω να το ξέρης, για να μή φοβάσαι».

Ο Γέροντας πολλές φορές είπε για γεγονότα που θα συνέβαιναν στο μέλλον• χαρακτηριστικά προείπε για το τσουνάμι πολύ καιρό νωρίτερα.

 Πηγή: Ασκητές μέσα στον κόσμο, τόμος Β΄,έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσης Χαλκιδικής, 2012