Ο Ακάθιστος Ύμνος αποτελεί λαμπρό μνημείο της πρώιμης βυζαντινής υμνογραφίας. Είναι ένα κοντάκιο με αλφαβητική ακροστιχίδα που εξακολουθεί να ψάλλεται ως τις μέρες μας ολόκληρο, διασώζοντας μια μακραίωνη λατρευτική πράξη.
Μορφολογικά αξίζει να σημειώσουμε ότι το κοντάκιο του Ακαθίστου διαφέρει από την παραδοσιακή μορφή των κοντακίων. Οι οίκοι του δεν είναι όλοι όμοιοι, όσοι είναι με περιττό αριθμό (Α, Γ, Ε..) είναι εκτενέστεροι και περιέχουν τους γνωστούς χαιρετισμούς που τελειώνουν με το εφύμνιο «Χαίρε Νύμφη ανύμφευτε» . Αντίθετα οι οίκοι με άρτιο αριθμό (Β, Δ, Ζ..) είναι συντομότεροι και τελειώνουν με το εφύμνιο «Αλληλούια». Ένδειξη που μαρτυρεί ότι το κοντάκιο του Ακαθίστου δεν ανήκει στην εποχή της ακμής των κοντακίων, αλλά ενδεχομένως είναι πιο κοντά στο ανερχόμενο ποιητικά είδος, τον κανόνα (80ς αι.) και την μορφική ποικιλία που τον διακρίνει.
Το κείμενο του Ακαθίστου Ύμνου συναντάται σε πολλά χειρόγραφα. Τα αρχαιότερα είναι:
- ο Βατοπεδινός κώδικας 1041 (10ος-11ος αι.),
- οι Λαυριωτικοί Γ 27 (10ος-11ος αι.), και Γ 28(11 ος αι.)
- οι Πατμιακοί 212 και 213 (11ος αι.).
Για πρώτη φορά εκδόθηκε ο ύμνος από τον Άλδο Μανούτιο στη Βενετία το 1502. Το 1867 ο καρδινάλιος Pitra επιχείρησε μια πρώτη φιλολογική έκδοση και εν συνεχεία ακολούθησε μια πληθώρα κριτικών και φιλολογικών εκδόσεων. Στα λειτουργικά βιβλία κατέχει μια σπουδαία θέση από τις πρώτες έντυπες εκδόσεις (Μηναίο Μαρτίου, Τριώδιο και Ωρολόγιο). Η επίδρασή του επίσης στη βυζαντινή υμνογραφία υπήρξε καθοριστική. Κοντάκια άλλων εορτών, μεγάλων αγίων και του τιμίου Σταυρού είναι προσαρμοσμένα προσομοιακά στον Ακάθιστο Ύμνο. Σε δοξαστικά ιδιόμελα ακόμα συνηθίζεται η φράση «Χαίρε».
Να σημειωθεί ότι οι μουσικοί κώδικες που περιέχουν τον ύμνο ανέρχονται στους 700 και εκτείνονται από τον 13ο αι. ως τον 19ο αι με τους εξηγητές της Νέας Μέθοδου. Το Κοντακάριον ή Οικηματάριον είναι ο κώδικας που περιέλαβε τις μελοποιήσεις του Ακαθίστου και αποτέλεσε βασικό τμήμα του Παπαδικού γένους μελοποιίας. Οι συνθέσεις που απαντώνται στο Οικηματάριο δεν είναι απλά, μικρά και σύντομα μέλη, αλλά καλλωπιστικές συνθέσεις, εκτενούς καλοφωνικής και μελισματικής επεξεργασίας, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε και από τις εξηγήσεις.
Ενδεικτικά αναφέρουμε τους εξής κώδικες:
- Παλίμψηστος Ε.β. VII της Κρυπτοφέρης 14ος αι.
- Αshburhamensis 64, 14ος αι.
- ΕΒΕ 2405 14ος αι.
- Ιβήρων 972/1057 15ος αι.
- Σινά 1262, 15ος αι. Γρηγορίου Μπούνη του Αλυάτη
- Σινά 1575, 5ος αι., Ιωάννου Πλουσιαδηνού
- Κουτλουμουσίου 448 16ος αι, Βενεδίκτου Επισκοποπούλου
- Ξηροποτάμου 330, Δημητρίου Λώτου 18ος αι.
- ΕΒΕ-ΜΠΤ 713, και 714 19ου αι. σε εξηγήσεις Χουρμουζίου Χαρτοφύλακος
- ΕΒΕ-ΜΠΤ 754, Άπαντα Πέτρου Μπερεκέτη 19ου αι. σε εξήγηση Γρηγορίου Πρωτοψάλτου
Οι μελοποιοί που συνέθεσαν τον ύμνο είναι οι: Μιχαήλ Ανεώτης ή Ανανεωτής 13ος αι., Ιωάννης ο Γλυκής, Νικηφόρος Ηθικός, Ξενοφών Κορώνης, άγ. Ιωάννης ο Κουκουζέλης, Ιωάννης Κλαδάς, Ιωάννης Τζακνόπουλος, Μανουήλ Χρυσάφης, Ιωάννης Πλουσιαδηνός, Χρύσανθος ο Νέος, Βενέδικτος Επισκοπόπουλος, Μπαλάσιος ιερεύς, Αντώνιος ιερεύς, Πέτρος ο Πελοποννήσιος, Πέτρος ο Μπερεκέτης, Αναστάσιος Ραψανιώτης, Παρθένιος Μετεωρίτης, Δημήτριος Λώτος, και Ιωάσαφ ο Διονυσιάτης.
Με βάση την πλούσια χειρόγραφη παράδοση ο Ακάθιστος Ύμνος, σε αντίθεση με άλλα κοντάκια και τη συνήθη πράξη των βυζαντινών μελουργών να συνθέτουν μόνο τον πρώτο οίκο των κοντακίων, έτυχε ιδιαίτερης μελοποιητικής προσοχής. Προφανώς αυτό παραπέμπει σε μια παλαιότερη λειτουργική και μελουργική σημαντική του πράγματος, η οποία χάνεται στις απαρχές της κοντακαριανής σημειογραφίας και στα πλαίσια ανίχνευσης μιας αρχαϊκής νεύμανσης του Ύμνου.
Εν κατακλείδι να πούμε ότι η υμνογραφική και μουσική φιλολογία του Ακαθίστου οδηγεί στο να απορεί και να εξίσταται κάποιος για το πλήθος των θεοτοκοφιλών αισθημάτων που πλημμύρισαν τόσες αράδες χειρογράφων. Η Θεοτόκος αποτελεί σημείο αναφοράς και έκφρασης της ευσέβειας και της πίστης της ορθοδόξου πνευματικότητος και βιοτής. Υπό αυτή την οπτική, μπορούμε να πούμε ότι ο ποιητής του Ακαθίστου Ύμνου, που παραμένει άγνωστος, έγινε ο καθένας που έψαλε και μελοποίησε επιτηδευμένα ή λιτά, τον ύμνο ή αυτός που σιγοψέλισε μαζί με τον Άγγελο στην όντως Μητέρα το «Χαίρε νύμφη ανύμφευτε».