Αναμνήσεις από ένα προσκύνημα, χρέος στην «Παναγία Σουμελά»

12 Μαρτίου 2014
Φωτο:efxinospontos.org

Φωτο:efxinospontos.org

 

Δύο αδέλφια μου είχαν πεθάνει πριν γεννηθώ εγώ, για αυτό μόλις γεννήθηκα, η γιαγιά μου έτρεξε στη γειτονιά πήρε μια ζυγαριά και με ζύγιασε. Ήμουν δύο οκάδες και κάτι. « Τρία οκάδες κερίν θα  στείλωμε ΄ς σην Παναΐαν» εφώναξε, εννοώντας την Μονή Σουμελά. Όταν αργότερα τύχαινε να αρρωστήσω με έλεγε:» Κεροζύαστε, μη φοβάσαι η Παναΐα  κρατεί σε…»

Δεν ξέρω γιατί δεν είχαν στείλει το κερί που έταξαν έως ότου έγινα 10 χρονών. Τότε μου είπε η γιαγιά μου πως θα μ΄ έπαιρνε στου Σουμελά, για να δώσω με τα ίδια  μου τα χέρια το κερί που έταξε.

Αγόρασε πέντε οκάδες κερί ( οι δύο οκάδες θα ήταν ίσως ο τόκος γιατί τόσο αργά έκαμνε την υπόσχεση της), μου το φόρτωσε, και στις 22 Αυγούστου ξεκινήσαμε μαζί με μερικούς άλλους.

Δεν πήγαμε στις 15 γιατί είχε τότε πολύ κόσμο, και η γιαγιά μου ήθελε ησυχία και για αν μπορέσει να με δείξει και να με εξηγήσει το κάθετι.

Ήταν η πιο πολύξερη γυναίκα του χωριού μας κι ας μην ήξερε ούτε την αλφαβλήτα. Όλα τα άλλα τα ήξερε καλύτερα από κάθε άλλη γυναίκα κι από τους περισσότερους άντρες ακόμα.

Ήξερε ποιες γιορτές  ήταν βαριές και ποιες λαφριές. Ήξερε να ζυγίζει.

Ήξερε πότε είχαμε φεγγόκομαν και πότε φεγγογένεμαν.

Ήξερε πότε ο Φεβρουάριος; Είχε 28 και πότε 29 ημέρες. Ήξερε πότε άρχιζε το τριώδιο και πότε είχαμε Λαμπρή. Ήξερε και να ψάλλει τα περισσότερα τροπάρια της Εκκλησίας.

Ανεβήκαμε στο Καζουκλού ( Ύψος 2.200 μέτρων)κι από κει, σαν από το παρατηρητήριο είδαμε ψηλά βουνά, πυκνούς  λόγγους, απότομους γκρεμούς, όμορφα λιβάδια με πρόβατα, πράσινες πλαγιές με φιδωτά νερά, κοπάδια με τους πιστικούς, αγελάδια με τους βοσκούς , άλογα με τους βαλμάδες , μια φύση απαράμιλλη μ΄όλες τις ποικιλίες, μ΄όλες   τις φωτοσκιάσεις. Μ΄ όλες τις ημερότητες και αγριότητες, μ΄ όλη την πλούσια βλάστηση, τα πολύχρωμα και πολύοσμα λουλούδια κι όλη την μεγαλοπρέπεια.

Περάσαμε κάτω απ’ τα΄» Ακρίτα τ΄αλώνι», είδαμε την πελώρια πέτρα που έριξε ο Ακρίτας από το αλώνι, για να σκοτώσει  «τον δράκον» και πήραμε τον κατήφορο προς το ποτάμι του Σουμελά.

Εδώ ολότελα διαφορετικό το τοπίο. Τα αιωνόβια έλατα σμίγουν τα κλωνάρια τους και κάνουν ίσκιο τόσο βαθύ, που όταν ο καιρός είναι συννεφιασμένος, νομίζει κανείς πως νυχτώνει.

Το μαύρο και σκοτεινό χρώμα τ΄αντικρινού βουνού ( του Μελά), ο ρόχθος του ποταμού, ο απότομος και μαύρος βράχος στη μέση του οποίου φώλιασε το μοναστήρι, όλα εμπνέουν στον προσκυνητή δέος και στα παιδιά ίλιγγο.

Φτάσαμε στο μετόχι της Αγίας Βαρβάρας. Η γιαγιά μου είχε γνωστό στη  Σάντα και τον φιλοξενούσε, του έφερε ορτάρια. Ο καλόγερος δεν μας άφησε να φύγουμε. «Απόψε θα μείνετε εδώ απάνω. Το μοναστήριν έχει πολύ κόσμο και δεν θα ησυχάσετε»

Μας κράτησε εκείνο το βράδυ. Εμένα με έδωσε ένα μεγάλο εικονογραφημένο φύλλο με τις παραδόσεις για την ίδρυση και τα Θαύματά Της.

Την άλλη μέρα ανεβήκαμε στη Μονή. Κάτω χόρευαν με νταούλια και ζουρνάδες. Οι ατέλειωτες , για μένα το μικρό, εκείνες σκάλες ήταν γεμάτες από κόσμο που ανεβοκατέβαινε.

Μπήκαμε μέσα και άρχισα να περιεργάζομαι το καθετί, το ύψος του βράχου του μοναστηριού, το πλήθος και το μέγεθος των δωματίων.

Η λειτουργία τη νύχτα, οι παραδόσεις  για τη ίδρυση της Μονής  και το  πέταγμα της εικόνας του βράχου (τρεις φορές την κατέβασαν και τρεις φορές πέταξε στη θέση της), η παράδοση για τη στέγη του ναού και τα θαύματα και άλλες εντυπωσιακές παραδόσεις, γέννησαν στη ψυχή μου απέραντο σέβας προς τη Μονή. Πήγα και άλλη φορά ως προσκυνητής αφού μεγάλωσα, αλλά οι εντυπώσεις της πρώτης εκείνης μέρες ερίζωσαν βαθιά και έδιωχναν όλες τις καποπινές.

Την Τρίτη ημέρα με οδήγησε η γιαγιά μου στα «Ασκληταρεία», αλλά ερειπωμένα και άλλα ετοιμόρροπα, μου εξήγησε γιατί χρησίμευαν, την ρώτησαν αν υπάρχει τώρα κανένας ασκητής και μου είπε πως λένε ότι μόνο ένας ζει. Από σεβασμό ή από οίκτο διόρθωσα τη στέγη ενός ασκηταρείου, για να μη βρέχεται ο  καημένος ο ασκητής.

Την άλλη μέρα μαζί με ολίγους (οι περισσότεροι προσκυνητές είχαν φύγει)

Γυρίσαμε στο χωριό. Μέρες είχα να διηγηθώ στους συνομηλίκους  μου το τι είδα και τι άκουσα. Εκείνο δε το εικονογραφημένο χαρτί (των παραδόσεων της Μονής) το φύλαγα σαν κειμήλιο ως τη λεηλασία της Σάντας από τους Τούρκους.

Ε. Αθανασιάδης Καστανιά Βεροίας –Περιοδικό «Ποντιακή Εστία» Έτος 1951

Πηγή: Μνήμες και μνημεία του Πόντου. Στέφανος Π. Τανιμανίδης. ΣΟΥΜΕΛΑ «Η ΠΡΟΣΦΥΞ ΠΟΝΤΙΑ ΠΑΝΑΓΙΑ». Τόμος β΄. Σελ. 444-446