Αστέριος Κουκούδης: Οι Βλάχοι κάνουν την Ελλάδα πιο πλούσια και πιο ισχυρή!
6 Μαρτίου 2018Εις μνήμην του ερευνητή, συγγραφέα και εκπαιδευτικού Αστέριου Κουκούδη, που “έφυγε” σε ηλικία 50 χρονών, στις 27 Φεβρουαρίου 2018, αναδημοσιεύουμε μια παλαιότερη συνέντευξή του η οποία δόθηκε με αφορμή την έκθεση «Η κοινωνική ζωή στα βλαχοχώρια της Μακεδονίας στα 1900». Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Μακεδονία της Κυριακής”, στις 6 Αυγούστου, 2006.
Την έκθεση αυτή και τον σχετικό κατάλογο επιμελήθηκε με ιδιαίτερη γνώση και φροντίδα ο ίδιος και πραγματοποιήθηκε στο Νυμφαίο της Φλώρινας τον Αύγουστο του 2012 από το Ίδρυμα Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα και την Κοινότητα Νυμφαίου.
Ο εκλιπών, ένας από τους σημαντικότερους μελετητές του βλαχόφωνου ελληνισμού, τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών, το 1998, με το βραβείο Γραμμάτων και Τεχνών.
Στην έκθεση «κοινωνική ζωή στα βλαχοχώρια της Μακεδονίας στα 1900» ο επισκέπτης μπορούσε να συναντήσει το ιδιαίτερο κομμάτι του βλαχόφωνου ελληνισμού, το οποίο «αποτελεί μέρος του πλούτου της Ρωμιοσύνης που οφείλουμε να προστατέψουμε», όπως πολύ σωστά μας είχε αναφέρει στη συνέντευξη ο Αστέριος Κουκούδης. Μέσα από το πλούσιο φωτογραφικό υλικό της έκθεσης, μπορούσες να λάβεις μέρος σε μια αναπαράσταση της κοινωνικής ζωής σε εκτεταμένες περιοχές της Μακεδονίας των αρχών του 20ού αιώνα.
Στον ιδιαίτερα επιμελημένο κατάλογο της έκθεσης ο Αστέριος Κουκούδης σημειώνει: «Το φωτογραφικό υλικό μιλά από μόνο του. Παρουσιάζει και αναδεικνύει τις πολύπλευρες διαστάσεις του μωσαϊκού των βλάχικων πληθυσμών που ζούσαν στα μακεδονικά εδάφη κατά τα τελευταία χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας. Η επιλογή των φωτογραφιών έγινε με γνώμονα την όσο το δυνατό σαφέστερη απεικόνιση του διάσπαρτου και πολυσύνθετου χαρακτήρα των οικισμών και των εγκαταστάσεων των Βλάχων. Σε αντίθεση με τις στερεότυπες αντιλήψεις, προβάλλεται το μεγάλο εύρος της πολιτισμικής, κοινωνικής και οικονομικής τους διάρθρωσης. Αυτή η ανομοιογένεια ή, για να χρησιμοποιήσουμε μια έκφραση του συρμού, οι πολλαπλές βλάχικες ‘ταυτότητες’ αποτέλεσαν από τα πλέον σημαντικά προσόντα που διέθετε το βλαχόφωνο στοιχείο απέναντι στις προκλήσεις εκείνης της εποχής. Σε τελευταία ανάλυση, η επιλογή και η στάση των Βλάχων της Μακεδονίας κατά την κρίσιμη εκείνη περίοδο ευνόησαν τους αγώνες του ελληνισμού για την απελευθέρωση της Μακεδονίας».
Με τον Αστέριο Κουκούδη είχαμε μια πολύ σημαντική συζήτηση που αποκαλύπτει τις ποικίλες -ερευνητικές και άλλες- πτυχές του θέματος. Ο ερευνητής μάς εισάγει στο ζήτημα και μας προκαλεί να ασχοληθούμε περαιτέρω με τη βλάχικη διάσταση της Ελλάδας…
Πώς ξεκινήσατε να ασχολείστε συστηματικά με τον βλαχόφωνο ελληνισμό;
Άρχισα να ασχολούμαι, πιο συστηματικά, σε ερευνητικό και συγγραφικό επίπεδο, την περίοδο 1994-1997, όταν το «Μακεδονικό» είχε γίνει και πάλι ένα πολύ σοβαρό θέμα πολιτικής. Βέβαια, η πρωταρχική μου ενασχόληση με τους Βλάχους είχε ξεκινήσει πολλά χρόνια πριν, θα μπορούσα να πω με την ίδια μου τη γέννηση. Γεννήθηκα από Βλάχο πατέρα και μεγάλωσα ανάμεσα σε Βλάχους συγγενείς και περιβάλλον, στη Βέροια, όπου η παρουσία του βλάχικου στοιχείου είναι ακόμη ιδιαίτερα έντονη. Ωστόσο, πριν από δέκα περίπου χρόνια, είχα την τύχη να στεγάσω -κατά κάποιον τρόπο- τις ανησυχίες μου και να συνεργαστώ με το ερευνητικό τμήμα του Μουσείου του Μακεδονικού Αγώνα, εδώ στη Θεσσαλονίκη. Οι άνθρωποι του Μουσείου με στήριξαν στην εκπόνηση μιας έρευνας, η οποία αρχικά είχε ως σκοπό την καταγραφή των βλάχικων οικισμών και των εγκαταστάσεων στον ευρύτερο μακεδονικό χώρο, έτσι όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα. Εξελικτικά, η έρευνα επεκτάθηκε σε όλη τη νότια Βαλκανική, κι αυτό γιατί, αν και οι βλάχικοι πληθυσμοί ως σύνολο μας δίνουν την εικόνα ενός διάσπαρτου και πολυσύνθετου μωσαϊκού, δε θα έπρεπε να εξετάζονται αποσπασματικά και κατά γεωγραφικές περιφέρειες, ώστε να μην περιορίζονται ως εικόνα και να μην αδικούνται ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης. Τελικά, το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε περισσότερο στην Κεντρική Μακεδονία, όπου το ερευνητικό πεδίο περί Βλάχων θα μπορούσε να θεωρηθεί πως ήταν τότε terra incognita. Έτσι, μας προέκυψε μια τετράτομη εργασία με τον συλλογικό τίτλο «Μελέτες για τους Βλάχους».
Πάντως μέχρι πρότινος ανάλογες μελέτες με τις δικές σας, που ασχολούνταν με τα διάφορα κομμάτια του ελληνισμού, όπως για παράδειγμα με τον ποντιακό ή τον μικρασιατικό ελληνισμό, γίνονταν με προσπάθειες και αγωνίες ερευνητών και όχι πανεπιστημιακών. Σήμερα πώς έχουν τα πράγματα;
Ας μη μας ξενίζει κάτι τέτοιο. Είναι μια μάλλον λογική και αναμενόμενη εξέλιξη. Το ενδιαφέρον για ένα οποιοδήποτε θέμα αγγίζει πρώτα εκείνον που τον αφορά άμεσα και αργότερα τον ειδικό επιστήμονα. Δέστε ποιοι είναι αυτοί που, κατά κύριο λόγο, συγγράφουν τοπικές ιστορίες, δηλαδή τις ιστορίες συγκεκριμένων χωριών και πόλεων. Μα φυσικά άνθρωποι που κατάγονται από αυτά τα μέρη. Κι αυτό γιατί αγαπούν με πάθος τις ιδιαίτερες πατρίδες τους. Όταν πια ένας επαγγελματίας ιστορικός θα έρθει να ασχοληθεί, «επιστημονικά», με το συγκεκριμένο θέμα, θα χρησιμοποιήσει συστηματικά όλες αυτές τις μονογραφίες των χαρακτηρισμένων ως «ερασιτεχνών». Θα αποτελούν τον βασικό κορμό της βιβλιογραφίας του. Ας μην αδικούμε ούτε τους απλούς ερευνητές ούτε τους επαγγελματίες, τους πανεπιστημιακούς. Επιπλέον, οι πανεπιστημιακοί έχουν να αντιμετωπίσουν έντονα και τις κατά καιρούς περιρρέουσες πολιτικές συνθήκες. Τα πράγματα δεν άλλαξαν και δεν μοιάζει να αλλάζουν σύντομα.
Το βρίσκετε σωστό αυτό;
Θέλω να πω πως, πέρα από το όποιο επιστημονικό ενδιαφέρον, η προσοχή που δίνεται για τα διάφορα κομμάτια του ελληνισμού είναι και παραμένει πάντα αντικείμενο πολιτικής. Έτσι, μέχρι πρότινος, το επιστημονικό ενδιαφέρον για τους Βλάχους ήταν κατά πολύ μικρότερο από ό,τι -ας πούμε- για τους Πόντιους. Έχω την αίσθηση πως για πολλές δεκαετίες οι πολιτικοί ιθύνοντες και κατ’ επέκταση οι επιστήμονες αντιμετώπιζαν την όποια ετερότητα των Βλάχων -πολιτισμική ή γλωσσική- με έντονο προβληματισμό, ίσως ως ένα θέμα ταμπού. Η άγνοια που χαρακτήριζε πολιτικούς και επιστήμονες είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη κάποιας φοβίας. Έτσι, τα πράγματα σε ερευνητικό επίπεδο είχαν μείνει αρκετά πίσω. Νομίζω όμως πως η ανάπτυξη προβληματισμού, τουλάχιστον τις δύο τελευταίες δεκαετίες, από τους ίδιους τους πολίτες, τους απλούς Βλάχους, για την ταυτότητά τους, ως δικαιωματικά μέλη της ρωμιοσύνης, του ελληνισμού, έχουν αλλάξει την εικόνα, ωθώντας πολιτικούς και επιστήμονες στην ανάπτυξη και την καλλιέργεια ουσιαστικότερου ενδιαφέροντος.
Θα μπορούσαμε να πούμε πως υπάρχει μεγάλο ανεξερεύνητο πεδίο όσον αφορά τα θέματα αυτά; Ποιες δυσκολίες παρουσιάζονται στην προσέγγισή τους;
Τα κύρια ερωτήματα περί Βλάχων, είτε πολιτικά είτε επιστημονικά, έχουν ήδη απαντηθεί. Οι απαντήσεις έχουν δοθεί από τη συντριπτική πλειοψηφία των απλών ανθρώπων, μέσα από την ιστορική τους πορεία, τις εκάστοτε επιλογές, ακόμη και με τη σύγχρονη στάση ζωής που ακολουθούν. Και σίγουρα οι απαντήσεις δεν θα μπορούσαν να δοθούν από τις ισχνές, μεμονωμένες εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Ωστόσο πιστεύω πως η πολιτεία έχει την ηθική υποχρέωση και οφείλει να σταθεί αρωγός απέναντι σε όλους τους πολίτες της. Το επιστημονικό και πολιτικό ενδιαφέρον δεν θα έπρεπε να είναι επιλεκτικό και να καλλιεργείται μόνο για ορισμένα από τα κομμάτια τους ελληνισμού, δίνοντας την αίσθηση πως κάποιοι είναι καλύτεροι από άλλους. Ίσως είναι καιρός η μελέτη των Βλάχων να αποτελέσει ουσιαστικότερο κομμάτι του ελληνικού επιστημονικού ενδιαφέροντος. Εξάλλου, δικά μας πράγματα θα μελετούσαν και θα καλλιεργούσαν. Το ενδιαφέρον δεν θα αναπτυσσόταν σε ξένο πεδίο, αλλά πάνω σε ένα αναπόσπαστο, συστατικό κομμάτι της ρωμιοσύνης – αν και για πολύ καιρό υπήρξε παραμελημένο και μάλλον αγνοημένο. Πέρα από τη γενικότερη θεώρηση των πραγμάτων, υπάρχουν θέματα της ιστορικής και πολιτισμικής «ταυτότητας» των Βλάχων, για να χρησιμοποιήσω μια λέξη του επιστημονικού συρμού, που θα έπρεπε να καταγραφούν και να μελετηθούν σε βάθος. Η βλάχικη γλώσσα, όπως αυτή παραμένει ακόμη σε μια μη κοινά αποδεκτή, μη ομογενοποιημένη και μη κωδικοποιημένη μορφή, αυτή των διαφόρων διαλέκτων, θα πρέπει να καταγραφεί και να μελετηθεί πριν να είναι πια πολύ αργά. Αποτελεί μέρος του πλούτου της ρωμιοσύνης που οφείλουμε να προστατέψουμε.
Ποια πιστεύετε πως είναι η γοητεία για έναν μελετητή ο οποίος ασχολείται με ανάλογα θέματα;
Για τον ερευνητή η γοητεία που μπορεί να αποπνέει το αντικείμενο της μελέτης του αποτελεί μια ισχυρή κινητήριο δύναμη. Ωστόσο η συναισθηματική φόρτιση μπορεί να έχει και αρνητικές επιδράσεις. Μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την αμεροληψία και την αντικειμενικότητά του. Ο επιστήμονας οφείλει να κρατήσει λεπτές ισορροπίες ανάμεσα στη λογική και το συναίσθημα.
(Συνεχίζεται)