Επιθέσεις εισβολέων διάφορων λαών κατά του Αγίου Όρους και οι ταλαιπωρίες εξ αιτίας αυτών και της πείνας

24 Μαρτίου 2018

Για να διαβάσετε το β’ μέρος πατήστε εδώ

Μέρος γ’

Απόσπασμα από τον Βίο του Αρχιεπισκόπου Δανιήλ του Β’

(Μετάφραση Κ. Simic)

 

Μεσολάβησε λίγος χρόνος ήρεμης ζωής σε ολόκληρο το Άγιον Όρος πριν συμβεί η ακόλουθη θεομηνία, όπως είχε προφητευτεί για την αγαπημένη πόλη των Ιεροσολύμων, αφού είπε: «Θα δώσω τους αγαπημένους μου να πατηθούν και να λεηλατηθούν από πολλούς», όπως συνέβη και τότε.

Όταν ο ευλογημένος αυτός κύρης μου [ηγούμενος της μονής Χιλανδαρίου και αργότερα Αρχιεπίσκοπος Δανιήλ ο Β’] ήταν στο Άγιον Όρος, όπως προαναφέραμε, σηκώθηκαν πολλοί λαοί και αφού προετοιμάστηκαν με μεγάλη δύναμη για τον πόλεμο, κατέκτησαν πολλά μέρη της ελλαδικής χώρας, μέχρι την ίδια την Βασιλεύουσα, και ερήμωσαν τα πάντα, και τους αιχμαλώτους πήραν μαζί τους στην σκλαβιά. Το θέαμα αυτό ήταν παράξενο και παράδοξο. Διότι αυτοί, όταν κατέκτησαν [τα υπόλοιπα μέρη], ήλθαν με τις δυνάμεις τους στο Άγιον Όρος, και αφού το περικύκλωσαν, λεηλάτησαν όλα τα συγκεντρωμένα σε αυτό πλούτη, και το ερήμωσαν σχεδόν ολόκληρο. Το άγιο αυτό μέρος που λέγεται Χιλανδάρι είχε πολλές προμήθειες και υπέφερε μεγάλα δεινά από τις επιθέσεις των απίστων. Μέσα δε στην μονή οι ευσεβείς και θεοφοβούμενοι άνδρες πολιορκούνταν από αυτούς, ανάμεσά τους και αυτός ο κύρης μου και μεγάλο πλήθος λαϊκών, οι οποίοι είχαν καταφύγει σε αυτήν με τα γυναικόπαιδά τους.

Ιερά Μονή Χιλανδαρίου Αγίου Όρους.

Το ίδιο έτος ήρθε να προστεθεί ακόμη χειρότερο κακό, αφού όλο το ανθρώπινο γένος πέθαινε από την πείνα, και όλος αυτός ο πολυπληθής κόσμος συντηρείτο από την ένδοξη αυτή μονή Χιλανδαρίου. Μεγάλα ήταν τα δεινά και τέτοια τα τραύματα που άρχισαν οι άνθρωποι και όλα τα ζώα να πεθαίνουν από την πείνα. Γιατί θηλάζοντας τις πεθαμένες τους μητέρες και τα παιδιά τα ίδια πέθαιναν και οι άνθρωποι με απλανές βλέμμα από την πείνα συγκρούονταν μεταξύ τους και έπεφταν σαν μεθυσμένοι και, κατεχόμενοι από πείνα, δεν μπορούσαν ούτε να βλέπουν. Και άλλοι από αυτούς γονατισμένοι, έκοβαν χόρτα με τα δόντια τους σαν τα ζώα και εξέπνεαν. Πολλοί από τους μοναχούς που βρίσκονταν στο μοναστήρι αυτό, μη μπορώντας να αντέξουν τόση θλίψη, εγκατέλειψαν τον κύρη τους, τον κυρ Δανιήλ μου, μόνο του και οι ίδιοι έφυγαν. Ποιος είναι όμως εκείνος που μπορεί να ξεφύγει από την μοίρα του; Γιατί αυτούς τους έπιασαν οι άπιστοι άλλους σκότωσαν και άλλους οδήγησαν στην σκλαβιά. Αυτός δε ο ευλογημένος, αγωνιζόμενος για την Εκκλησία τον Χριστού, έτοιμος να δεχθεί τον θάνατο υπέρ αυτής, δεν την άφησε βλέποντας τον εαυτό του να υποφέρει τόσο πολύ. Είχε καταλάβει ότι ο Θεός μισεί το τραύμα και ότι όλοι υποφέρουν με αυτόν τον τρόπο από την θεία οργή. Έμεινε στον ίδιο τόπο, διαμένοντας στον πύργο της μονής αυτής τρία χρόνια και τρεις μήνες, υποφέροντας από τέτοια θλίψη και μιζέρια.

Μου φαίνεται, αγαπητοί, ότι οι τότε πόλεμοι και φόβοι έμοιαζαν με εκείνα τα δεινά των Ιεροσολύμων τα οποία υπέφεραν από τον Τίτο τον καίσαρα της Ρώμης. Επειδή όταν εκείνος ήρθε στα Ιεροσόλυμα, πάσα ψυχή της πόλης αυτής έπεφτε στη λεπίδα του ξίφους και άλλα ξακουστά δεινά. Διότι οι άνθρωποι μασούσαν τις ζώνες τους και τα ενδύματα, αγγίζοντας ακόμα και τα πλέον ακάθαρτα. Παρόμοια φρίκη μπορούσε να δει κανείς όταν ερημώθηκε το Άγιον Όρος από το χέρι των εχθρών. Διότι οι άπιστοι αυτοί λαοί Φρούζοι, Τούρκοι, Τάταροι, Μογκοβάροι και Καταλανοί, καθώς και άλλοι διάφοροι λαοί, αφού ήρθαν τότε στο Άγιov Όρος, πολλούς ιερούς ναούς πυρπόλησαν και άρπαξαν όλα τους τα πλούτη και πήραν αιχμαλώτους στην σκλαβιά, και όσοι έμειναν λιμοκτονούσαν. Δεν υπήρχε κανείς να τους θάψει, αλλά τα θηρία και πτηνά του ουρανού έτρωγαν το σώμα τους

Ο πύργος της Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου Αγίου Όρους.

Όταν έφθασαν εναντίον αυτού του ευλογημένου κυρ Δανιήλ με μεγάλη ορμή, πλήθος από αυτούς άρχισαν, άλλοι μεν να σπάζουν την κεντρική θύρα της ένδοξης μονής του Χιλανδαρίου και άλλοι από την πίσω πλευρά να γκρεμίζουν τα τείχη της οχύρωσης, θέλοντας να εισβάλουν. Τα βέλη τα έριχναν βροχή τα χέρια των απίστων και οι πολεμικές σάλπιγγες ηχούσαν, και οι ίδιοι έκραζαν με μία φωνή επιτιθέμενοι. Ήταν φοβερή η θέα της πολεμικής τους στρατιάς. Και αυτός ο κύρης μου, η γενναία ψυχή, η εγκράτεια του οποίου με εκπλήσσει, θαυμάζω την υπομονή του στους πόνους και εκπλήσσομαι με την επιμονή του στην προσευχή, συν την πείνα, σαν να ήταν σε ξένο σώμα. Παρά τον άγριο πόλεμο, έμεινε ακλόνητος, σαν το πράο πρόβατο βλέποντας την σφαγή του μαζί με τους δικούς του που ήταν εκεί. Διότι πολεμώντας με ανδρεία εναντίον των απίστων από το πρωί έως το βράδυ, κραύγαζε εκ βάθους της ψυχής προς Εκείνον που μπορούσε να τον σώσει, λέγοντας: «Κύριε, δες πως ήρθαν οι άπιστοι λαοί κατά της κληρονομίας σου και βεβήλωσαν τις αγίες σου εκκλησίες, και αυτό το Άγιον Όρος σου έθεντο ως οπωροφυλάκιον, έθεντο τα θνησιμαία των δούλων σου βρώμα τοις πετεινοίς του ουρανού, τας σάρκας των οσίων σου τοις θηρίοις της γης εξέχεαν το αίμα αυτών ωσεί ύδωρ. Μη δη παραδώης ημάς εις τέλος δια το όνομά σου το Άγιov ταχύ προκαταλαβέτωσαν ημάς οι οικτιρμοί σου, ότι επτωχεύσαμεν σφόδρα και εταπεινώθημεν έως τέλους ένεκεν των αμαρτιών ημών».

Και όταν αυτοί οι πανούργοι είδαν ότι δεν μπορούν να εισβάλουν στην μονή, καβάλησαν τα άλογά τους και έφυγαν, γεμάτοι οργή και λύσσα, απειλώντας τον ευλογημένο ότι όταν θα ξαναγυρίσουν θα τον καταστρέψουν. Τέτοια και τόσα ήταν τα δεινά και οι ταλαιπωρίες αυτού του ανδρός, όπως ακούσατε, ωστόσο δεν κλονίσθηκε καθόλου εξ αιτίας τους. Τα περισσότερα τρόφιμα στην ένδοξη αυτή μονή, το Χιλανδάρι, καταναλώθηκαν, έτσι ώστε αυτός ο ευλογημένος (Δανιήλ) και όσοι ήταν μαζί του δεν είχαν τι να φάνε. Μόνο μέσα από το χώμα ξεδιάλεγαν και έτρωγαν φλούδες φακής· πολλοί από αυτούς παρακαλούσαν τον Θεό να πεθάνουν, ενώ οι υπόλοιποι φεύγοντας έξω πέθαιναν ο δε όσιος αυτός ηγούμενος κυρ Δανιήλ, υποφέροντας με χαρά, ευλογούσε τον Θεό για όλα όσα συνέβησαν.