Ασκητικός λόγος, υπέρ-λογος, ή περί αισιοδοξίας υπαρξιακός

5 Απριλίου 2019

Αν και είναι πασίγνωστη η ρήση του Κυρίου «Την χαράν την εμήν δίδωμι υμίν» ενδεχομένως ο τίτλος του κειμένου μας να συνιστά σκάνδαλο και μωρία. Σκάνδαλο, αφού φιλοσοφία της ύπαρξης και υπαρξισμός ταυτίζουν σχεδόν την ύπαρξη με την αγωνία και τον πόνο, τα αδιέξοδα και το θάνατο. Μωρία, αφού για τη θεολογική ερμηνευτική ο πόνος, η στενή και τεθλιμμένη οδός, εγγυώνται την πορεία προς την σωτηρία. Όμως το υπόψη δώρημα δεν αφορά κάποια συναισθηματική ή νοητική διεργασία, αλλά φανερώνει έναν φωταυγή τρόπο ύπαρξης.

Στο μεταξύ σπάνια μιλάμε για χαρά και σπανιότερα είμαστε χαρούμενοι. Συνήθως οδυρόμαστε, συχνά λάβροι μα και επικάμπιοι, για την αλλοίωση, τον εκχυδαϊσαμό, την έκπτωση και το τέλος του πολιτισμού. Εξιδανικεύουμε συνάμα περασμένους ωραίους καιρούς: Το «Ρωμαϊικο», οι Κοινότητες, τα σεμνά ήθη και έθιμα, η ανθρωπιά κ.α.που χάθηκαν πια. Αφότου ο Χριστός έφυγε από τη γη- και μέχρι σήμερα- κυριαρχεί η ερμηνευτική της θρηνωδίας και της απαισιοδοξίας: πήραμε λάθος δρόμο, όλα είναι μαύρα, οι καιροί είναι «δύσκολοι και πονηροί όσο ποτέ». Εκ του σύνεγγυς και ο χιλιαστικής κοπής ορυμαγδός φοβικών εξαγγελιών περί συντέλειας!

Η θρηνωδία -κοινωνική, πολιτική, φιλοσοφική, θεολογική- τελειώνει συχνά και με μια από όλες τις πλευρές αντιδυτική διάθεση, κάποτε μέχρι και υστερία. Ματαιώσεις και ασύνειδοι πόθοι ατομικού και συλλογικού ευδαιμονισμού μας καθηλώνουν σε διαμαρτυρίες και σε ανικανοποίητες φιλοδοξίες. Χρονοτριβούμε αναποφάσιστοι σαν τον Hamlet, ο οποίος συνήθως θεωρείται ο κατ’ εξοχήν αναποφάσιστος ήρωας. Έχει αναλάβει ένα καθήκον, γνωρίζει και νιώθει πως είναι σωστό, ωστόσο είναι απρόθυμος να το φέρει εις πέρας και καταριέται τον εαυτό του γι΄ αυτή την αδυναμία. Βρίσκει συνεχώς προφάσεις για να χρονοτριβήσει και αυτό στοιχίζει τη ζωή του.

Αδυνατούμε, μάλλον, να ανεβούμε στο τραίνο της ιστορίας. Αλλά, γιατί όχι και της Ομορφιάς, να, καλή ώρα, με του Goethe «τις ευλογίες»:

Παίζει η λύρα μου με το δοξάρι
Πως ο Ουρανός γλυκά ευλογεί
Το αιώνιο συναίσθημα, τη θεία χάρη
Κοιμήσου! Τι άλλο θες πιο πολύ; («Νυχτερινό τραγούδι»)

Ο γραπτός και ο προφορικός λόγος – έντιμων, δε λέω, και καλοπροαίρετων ανθρώπων, οι οποίοι μάλλον δεν έζησαν στην ύπαιθρο και δεν έχουν εμπειρία φτώχιας και ανέχειας- αναλώνεται σ΄ αυτή την εκ του μακρόθεν της αλήθειας θρηνωδία. Δεν βλέπουν σε τίποτα και με τίποτα πρόοδο! Αρκεί η ιστορική αναφορά στα μακροχρόνια αιματηρά γεγονότα της πατρίδας μας, όπως αρκούν και κάποιες ασπρόμαυρες ταινίες και κάποια ντοκιμαντέρ, για να διαπιστώσουμε πως ζούσαν κάποτε οι λαοί, προφανώς και ο δικός μας. Πότε ζούσαμε καλύτερα; Ταυτίζουμε την πρόοδο με τις παρενέργειές της. Οράματα βγαλμένα από την ιερή στάχτη του παρελθόντος, δεν έχουν καμία προοπτική να βρουν σήμερα τρόπο και «τόπο» πραγμάτωσης. Εξαγγελίες («προοδευτικές») από την άλλη πλευρά, από μελλέφηβους ποικίλων σοσιαλισμών καλά κρατούν.

Ας επιχειρήσουμε μια απάντηση αρχίζοντας με έναν «αφορισμό» του βιβλίου, τον οποίο εκστομίζει ο αθυρόστομος Nietzsche: «Έκανα ένα μεγάλο δώρο στον εαυτό μου. Για ένα χρόνο δεν διάβασα ούτε ένα βιβλίο». Τέρμα, λοιπόν, το βιβλίο! Ε, μα τότε, τι; Η απάντηση θα μπορούσε να είναι: Επιστροφή στην ύπαρξη. Και για να γίνω σαφής, την ύπαρξη του ασκητή.

Για όσους παραμένουν σε μικρή κλίμακα φιλοσοφικής αναζήτησης, ανυποψίαστοι για τη μαγεία του Είναι τους, ας τονίσουμε ότι η ύπαρξη είναι φωτογενής και πυρφόρος. Παραμένει όμως η φωτογένειά της κρυφό μυστικό, σαν το υγρό πυρ των βυζαντινών! Αδέσμευτη είναι η ύπαρξη από φθορά και θάνατο. Παραμένει και αντι-προοδευτική, αφού δεν υπάρχει για να προσδοκά ανώφελες ή αδικαίωτες ιστορικά «ευτυχίες». Είναι εμπειρικά εξακριβωμένο ότι μια λάμψη οικεί μέσα μας, ενθυλακωμένη κυριολεκτικά στην ύπαρξή μας. Πρόκειται για πρώιμο στάδιο, στο οποίο ακολουθεί εκείνο της γενναιόδωρης προσφοράς του Ακτίστου στην ύπαρξη ενός αγράμματου ασκητή. Από τούτη τη βεβαιότητα της φωτογενούς ύπαρξης εκπηγάζει η υπαρξιακή αισιοδοξία. Δεν «κατακτάται» με πλούσια βιβλιογραφία, δεν είναι συναισθηματική κατάσταση. Μάλλον είναι πρόγευση του έσχατου φωτός. Καλά θα κάνει όποιος το επιθυμεί να ανοίξει από τώρα τα μάτια της ψυχής του για να το δει. Δεν αρκούν υπαρξισμός και ακαδημαϊκή θεολογική ερμηνευτική.

Σπάνια μιλούν και οι εγκεφαλικοί βιβλιόφιλοι για ταπείνωση. Θυμάμαι την αναφορά του Hölderlin στη φιλόξενη «Πάτμο», που μοιάζει με το «πιο ταπεινό/φτωχικό σπιτάκι». Διάχυτη βρίσκεται η αισιοδοξία και η λάμψη στην ύπαρξη ταπεινών, απλών και λίαν φιλόξενων ανθρώπων, όπως είναι, καλή ώρα, ο «χαζός χωριάτης»! Μέτοχοι είναι αυτοί οι άνθρωποι μιας φυσικής αγιότητας. Εξ αυτού του λόγου θεωρείται «αναμάρτητος» και ουδέποτε λιθοβολείται ο όποιος πρωτογενής αισθησιασμός τους. Εκδοχή του προβάλλει σε μιαν άλλη κλίμακα ο Goethe με τον αισθησιασμό της Μαργαρίτας.

Βέβαια υπάρχει και η λίαν προκλητική μορφή ευδοκίας, λάμψης και φήμης των ευκατάστατων, όπως συνηθίσαμε να λέμε, συνανθρώπων μας, αλλά και των «δημόσιων» προσώπων. Την μισούμε ή την παραθεωρούμε, ενδεχομένως και λόγω των συμπλεγμάτων μας, επειδή για μας είναι κάτι ασύλληπτο. Ψάχνουμε, άραγε, για εξιλαστήρια θύματα, για να τους χρεώσουμε ανεκπλήρωτες επιθυμίες μας; Παρατηρώντας την όμως μέσα από μια ειδική ανθρωπολογική σκοπιά του φωτός και αυτή «κοσμεί» την ύπαρξη και την ανεβάζει στην υπερβατική της χώρα. Μόνο την έπαρσή αυτών των ανθρώπων να φοβάσαι, μιας και από την Πάτμο του Hölderlin δεν απέχει και πολύ η Σάμος του Schiller, τουτέστι της τύχης τα καμώματα και των θεών ο φθόνος(«Το δαχτυλίδι του Πολυκράτη»).

Από την άλλη τώρα πλευρά, ο bourgeois υπαρξιστής φιλόσοφος, λογοτέχνης, καλλιτέχνης, και όποιος άλλος, δεν διαφέρει κάποτε σε έπαρση, τηρουμένων πάντα των αναλογιών, από τον πλουτοκράτορα αστό. Μερικές φορές χάνουν το φως αυτοί οι δύο, αφού τα πάθη πάθη είναι, είτε φιλόσοφος, είτε πλούσιος είσαι. Το θέμα είναι πως θα μείνει η ύπαρξη φωτογενής, για να μπορεί να συν-εννοείται ακόμα και με το «ά-λογο». Σίγουρα δεν αρκούν γι΄ αυτή την «συνάντηση» βιβλία και διπλώματα. Χρειάζονται ασκημένες αισθήσεις, με τις οποίες στήνεται υπόγειος δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ ενός αφελούς «αναλφάβητου» και του «ά-λογου». Τολμηρή η προέκταση, αμφιλεγόμενη, αλλά ας την αποτολμήσουμε: «Όσο πιο χαζός ο χωριάτης, τόσο καλύτερα τον καταλαβαίνει το άλογο», θα πει ο Τσέχωφ.

Και ιδού τώρα πάλι ένας δεύτερος αφορισμός: Όταν με το ένα αυτί «ακούς τα πράγματα» και το άλλο μένει προσκολλημένο στα καταπατημένα δικαιώματά σου, ή στην «διωκόμενη» ιδεολογία σου, αδρανοποιείται η σωματικότητά σου. Το αντίθετο συμβαίνει με τον λιπόσαρκο ασκητή. Φέρεται απέναντί μας πάντα ως κατώτερος, δεν διεκδικεί δικαιώματα, φιλοδοξεί μόνο να βρει στέγη στο βασίλειο της Θείας Χάριτος. «Ακούει» μυστικά, αυτός ο αναλφάβητος, ακούει «την φωνήν αυτού», τουτέστι του Αγίου Πνεύματος, χωρίς να ξέρει από πού έρχεται και που πάει (Ιωάν. Γ΄, 8). Χαριτώνεται, τουτέστι εισέρχεται σε τροχιά υπαρξιακής αισιοδοξίας. Δεν πρόκειται εδώ για κάποια σχέση, λυπάμαι που στεναχωρώ ενδεχομένως τους θιασώτες της «ιδεολογίας της σχέσης», αλλά για γενναιοδωρία της Χάρης.

Η φιλοσοφική ανθρωπολογία των αισθήσεων – αναφέρω ενδεικτικά τον H.Plessner- έχει ενστερνιστεί την Ευαγγελική παραγγελία, που υπονομεύει κάθε βέβαιο ορίζοντα προσανατολισμού στην μαγεία του ακούσματος. Ο ασκητής είναι «ανυπεράσπιστος» απέναντι σ΄ αυτό το άκουσμα. Όμως όχι όπως ο ναυτικός απέναντι στην εκκωφαντική βοή της φουρτουνιασμένης θάλασσας, αλλά όπως καθένας άνθρωπος απέναντι στη μαγεία της γαλήνης της και τον έλκει να κολυμπήσει, ή να την διασχίσει. Δεν πρόκειται για κλήση σε κάποια σχέση, αλλά για λάμψη, για άνοιγμα στη «χώρα του φωτός» και στο μυστήριο της Χάρης.

Τυραννούμε, όλοι λίγο-πολύ, με τη λογική την ίδια την ύπαρξή μας. Αυτοκαταστρεφόμαστε με άχρηστους λογισμούς, οι οποίοι αντιμάχονται την ύπαρξή μας και «ταϊζουν» τα πάθη μας. Κλείνουμε έτσι το δρόμο προς την φωτογενή υπαρξιακή ευδοκία. Μετεωριζόμαστε, ονειροπολούμε και προσδοκούμε μελλοντική ευδαιμονία. Μα πιο πολύ μετεωρίζονται οι «ημίθεοι» της σκέψης και του πολιτισμού και οι λαοί πληρώνουν ακριβά το τίμημα της εσχατολογίας τους! Αναφορά εδώ στο Κεφάλαιο του Κ.Marx: «… Το βασίλειο της ελευθερίας αρχίζει στην πραγματικότητα εκεί που παύει η εργασία να υπαγορεύεται από ανάγκη και από εξωτερική σκοπιμότητα. Βρίσκεται, επομένως, από αυτή τη φύση του πράγματος πέρα από τη σφαίρα της καθεαυτό υλικής παραγωγής…. Ο βασικός όρος είναι η συντόμευση της εργάσιμης ημέρας»[1]. Τι να πεις κανείς; Ο «υλιστής» φιλόσοφος μεταβαίνει στην μετα-υλιστική αλήθεια, η οποία, σύμφωνα με την ιδεολογία του ίδιου και των επιγόνων του, δεν υπάρχει!

Αυτό που δεν αμφισβητείται είναι ότι υπάρχει στάδιο μετα-λογικό, υπέρ-λογο, όχι πάντως παρά-λογο. Σίγουρα όμως υπάρχει και κραυγαλέα ανεπάρκεια και ανατροπή της διαλεκτικής με ικανό άρωμα Ντοστογιέφσκι: όχι εγώ και οι άλλοι ή ο κόσμος, αλλά εγώ και καθένας Άλλος, εν ονόματι της καθολικής αγάπης[2]. Μα και εδώ πάλι δεν λείπει η ίδια του παραδείσιου ευδαιμονισμού ψευδαίσθηση: λιοντάρι και ζαρκάδι θα συζούν αρμονικά. Και στους υπερρεαλιστές, που κατά κανόνα καλά κρατεί μια αισιόδοξη σύγχυση, το ίδιο συναντάμε. Αίφνης εκεί που σκυτάλη έχει δοθεί από τον Βρετόν στον Ρεμπώ: «Ποτέ δεν θα δουλέψω, ω χείμαρροι φλόγας! Το χέρι που γράφει αξίζει όσο το χέρι που οργώνει! Τι αιώνας χεριών! Ποτέ δεν θα σηκώσω το χέρι μου!”[3].

Όχι, αγαπητοί ημίθεοι, «θα βρισκόμαστε» πάντα σε πορεία, ποτέ δεν «θα φθάνουμε».

«Μέρα τη μέρα θα ῾ρχονταν η Επανάσταση
και περιμένοντας πέρασαν τα χρόνια..»  (Μ.Αναγνωστάκης, Fair Play)

Οι ανάγκες θα πολλαπλασιάζονται, δεν θα πάψει να ισχύει «ο νόμος της ζούγκλας», κάποιοι θα πεινούν ή θα μένουν άστεγοι εξαιτίας και της δικής μας πλεονεξίας και κάποιοι θα πλήττουν από ευημερία. Δεν θα υπάρξει ιδανικός κόσμος. Άχρι καιρού! Όμως είναι προσωπική υπόθεση καθενός να πορεύεται με αναμμένα τα φώτα της ύπαρξης που μας δόθηκαν «δωρεάν».

Συνήθως η απαισιοδοξία καταλήγει σε έμμονη προσδοκία θαύματος ή κερδισμένου λαχείου! Μετεωρισμών το ανάγνωσμα! Φρόνηση και αισιοδοξία είναι να κρατάς το νου σου στον Άδη και να μην απελπίζεσαι (άγιος Σιλουανός). Και ακόμα επωφελέστερο κρίνεται να «κρατάς το νου» στη δυσοσμία του σκηνώματος του στάρετς Ζωσιμά. Που «τόπος», τότε, για εγωισμό, για βούληση και δύναμη, για βιβλία και υπεροχή, για καταδυνάστευση της ύπαρξης από τη λογική και από ό, τι την εκμαυλίζει;

Πάντως και «κορυδαλλός του πρωινού» (Βρεττάκος), (κατά Κ. Παλαμά ορθρινός κορυδαλλός, αλλά προτιμώ «ορθριοκόκκυξ») και αηδόνι του μεσονυκτίου δε γίνεται! Αν το καίριο της ύπαρξης είναι η απώλεια, Γι΄ αυτούς που, όπως η μετριότητά μου, εμπιστεύονται το Χριστό, τα πράγματα παίρνουν κάποτε ασύλληπτη με το νου τροχιά. Για όσους επιλέγουν τον εξορκισμό της απώλειας με ιδεολογικά μανιφέστα ή με το Μηδέν, φαίνονται πιο απλά.

Για τους πρώτους η επιλογή λέγεται εμπιστοσύνη στο Σταυρό και στην Ανάσταση, από την οποία εκπορεύεται η κορυφαία υπαρξιακή αισιοδοξία. Αλλά συνάμα κρίνεται επωφελής για τους ίδιους και η υπενθύμιση της οδυνηρής διολίσθησης και έκπτωσης της ύπαρξης στην άβυσσο του σκότους και της έκλειψης του φωτός. Παραδειγματικά την συναντάμε στην περίπτωση του ενταφιασμένου στο Ακελαδάμα μαθητή, ο οποίος τόσο τραγικά «ελάκησεν μέσος». Ενδεχομένως να αξίζει και η υπενθύμιση της σκληρής τύχης του Ιεφωνία. Γνώριζε, άραγε, εκείνος ο βέβηλος τον όρκο απλών ανθρώπων του λαού μας «να μου κοπούν τα χέρια»; Συνήθως βέβαια μας «κόβονται τα ήπατα» ή «τα πόδια» από το φόβο.
Για τους δεύτερους, του λάτρεις του Μηδενός ή της ιδεολογίας, αξίζει η υπενθύμιση της τύχης του Τρότσκι. Από τη θεωρία περί βίαιης και υποχρεωτικής υλιστικής οργάνωσης της ζωής βρέθηκε φυγάς, φιλοξενούμενος στην αρχοντική κατοικία στα Πριγκηπονήσια! Βήματα λοιπόν ας κάνουμε «όντως» μπροστά, στο φωτογενές υπέρ-λογο. Στην «οντολογική φωτεινότητα» (π.Σκλήρης). Γιατί όταν χάνεται το φως, τα δικαιώματα του επαναστάτη βάζουν το λαό στην κόλαση.

Υπάρχουν πολλοί δρόμοι που οδηγούν από τα χέρια του Ιεφωνία δια του Ρεμπώ στην ύπαρξη. Παράδειγμα συναντάμε αίφνης στον Σολωμό: «Τα φτερά της πεταλούδας λιώνουν μόλις τα αγγίξει βέβηλο χέρι» [4]. Μα και στον Παλαμά: «πιο δυνατά κι απ’ τα σπαθιά τα χέρια τα δικά μας» («Εμείς οι εργάτες»). Παράδειγμα θα βρούμε και στον «Κύκλο με την κιμωλία» του Brecht. Βλέπουμε εκεί τη σολομώντεια λύση του μέθυσου Αζντάκ. Απορούμε και ρωτάμε: που εν τέλει «ανήκει» το παιδί; Στη βιολογική μητέρα που το γέννησε ή στην υπηρέτρια Γρούσα που το έσωσε και το ανέθρεψε; Η πρώτη χρησιμοποιεί τα χέρια της, έστω και βίαια, για να το τραβήξει και να το κρατήσει μαζί της (για πάντα;)(Ο Μπωντλαίρ στο La Corde μας έδωσε τη μητέρα που φθάνει σε έσχατο σημείο αναισχυντίας, αφού παίρνει στα χέρια της το σχοινί της αγχόνης, με την οποία εκτελέστηκε το παιδί της, για να το πουλήσει και να αποκομίσει οικονομικό κέρδος). Η δεύτερη, η υπηρέτρια, δεν το τραβάει, συγκρατεί τα χέρια της για να μη το πονέσει, προτιμάει να το χάσει. Δυο επιλογές, μία αλήθεια, ακόμα και για …….αναλφάβητους. Μπορείς πάντως, εάν θέλεις, να χρησιμοποιείς το χέρι για να κάνεις το σταυρό σου, όπως επίσης μπορείς να πάρεις από το χέρι του ιερέα αντίδωρο ή ευλογία, χωρίς να κρατάς στη μασχάλη σου Γραμματική και Συντακτικό.

Υπομνηματισμός εδώ, έστω και με μικρή παραλλαγή, στον Νέστορα της Ερμηνευτικής, στον H.G.Gadamer: Λαός χωρίς υπέρ-λογο είναι ναός χωρίς Παναγιότητα. Καλή αυτή η ερμηνευτική, αλλά καλύτερα ας έχουμε «νοικοκυραίους» άγιους ασκητές. Μόνον ο ασκητής μας μεταγγίζει Κάτι από αυτό το υπέρλογο και μας το κοινωνεί εμπειρικά. Παράδειγμα εκπληκτικό συνιστά ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής. Πρόκειται για διαδικασία-τροφό ευλογημένης υπαρξιακής αισιοδοξίας. Είπαμε: «την Χαράν την εμήν δίδωμι υμίν». Υπαρξιστές και φιλόσοφοι της ύπαρξης αναλώνονται συνήθως στον απαισιόδοξο λόγο, γιατί δεν «υπάρχουν» Ανάστασιμα. Αλλά και ορισμένοι αξιοπρεπείς θεολόγοι αναλώνουν την ερμηνευτική τους στην ανάδειξη της μίζερης πλευράς της ζωής και άθελά τους αναπαράγουν κοινωνική μελαγχολία, γιατί δεν «υπάρχουν» με ακοή ασκητή.

Το μυστήριο της εισόδου στην ασκητική- υπαρξιακή αισιοδοξία δεν είναι θέμα σχέσης, αλλά είναι «.. χαρά εν Πνεύματι» (Ρωμ.ιδ΄17).

Παραπομπές:

1.https://www.imerodromos.gr/k-marx-f-engkels-i-zoi-kathorizi-ti-synidisi-tou-gerasimou-choleva/
2. Ίβανα Πέτροβιτς- Χριστοπούλου, Η Ελευθερία και το Πρόσωπο στο Έργο του Φ.Μ. Ντοστογιέφσκι, Αθήνα 2017, δ.δ.
3. Γ.Ι.Μπαμπασάκης, στο https://tvxs.gr/news/πρόσωπα/αντρέ-μπρετόν
4. https://www.mixanitouxronou.gr/i-farmakomeni-to-piima-pou-egrapse-o-dionisios-solomos