Ο ξεχασμένος «Παπα-Νάρκισσος» τού Δημητρίου Βικέλα

13 Μαρτίου 2020

Ο παπα-Νάρκισσος.

Σκέφτομαι, με όσα μας συμβαίνουν και πάλιν εσχάτως, με τον τρόμο της πανδημίας, μιας άλλης πανώλους στην ανθρώπινη ιστορία, ένα παλαιό κείμενο, που άλλοτε διαβάζαμαμε στα σχολεία. Το διήγημα «Ο παπα-Νάρκισσος», του ξεχασμένου Δημητρίου Βικέλα.
Και πάλιν εκεί ο φόβος του θανάτου, ο λεπρός που μένει μόνος, εξόριστος, σε ένα ερημητήριο, μακράν της κοινωνίας, με ένα και μοναδικό γέροντα φιλάνθρωπο να τον φροντίζει, κι εκείνους όλους τους φόβους, ανθρωπίνως, του νεαρού ιερέως, του παπα- Νάρκισσου. Πρώτη φορά θα παρίσταστο εις ψυχορραγούντα, πρώτη φορά δίπλα σε λεπρό, προκειμένου να τον μεταλάβει προ του θανάτου του.

Αντιγράφω εδώ κάποια αποσπάσματα αυτού του ψυχογραφικού διηγήματος, με την λανθάνουασα ορθόδοξη θεολογία της αγάπης και της στοργής, αλλά και της εκκλησιαστικής παράδοσης περί της Θείας Μεταλήψεως. Έτσι, για να δούμε τα πράγματα πέραν του τρόμου και του πανικού μιας ορθολογίζουσας εποχής της εξορίας του ιερού. Αλλά και της απιστίας, που ανθρωπίνως μας συνοδεύει:

«- Καλή μέρα, Γεροθανάση, εψιθύρισεν. Ο παππάς κοιμάται.
– Το βλέπω, παππαδιά μου, απεκρίθη ο γέρων, προσπαθών ανετιτυχώς να καταβιβάση εις ψιθυρισμόν και ούτος τον ήχον της βραγχώδους φωνής του. το βλέπω, αλλά είναι ανάγκη να ξυπνήση.
– Τι τρέχει; Τι τον θέλεις;
– Δεν τον θέλω εγώ, δόξα σοι ο Θεός! Ο λεπρός τον θέλει.
– Κύριε, ελέησον! Ο λεπρός! επανέλαβεν η παππαδιά.

Και ανελογίσθη διά μιας τους φόβους του συζύγου της -την φρίκην του ν᾿ αρχίση από τον λεπρόν την εξάσκησιν των δυσχερών καθηκόντων του- και… τον πολύν καύσωνα της θερινής εκείνης ημέρας.» […]

Φθάνοντας στο ερημητήριο ο γέροντας εισέρχεται στην καλύβη:

«…ο ιερεύς … έλαβε το δέμα εκ του κόλπου του, το έλυσε με τας χείρας τρεμούσας ολίγον, έθεσε το περιτραχήλιον με τα εν αυτώ επί της πέτρας, απέθεσεν εκεί και το καλυμμαύχιόν του, και με γυμνήν την κεφαλήν, τας χείρας σταυρωμένας επί του στήθους, επερίμενεν όρθιος τον γέροντα. Ήτο κάτωχρος. Μία ακούσιος ευχή, μία αμαρτωλή επιθυμία εισέδυσεν αίφνης εις την ψυχήν του.
– Ω! εάν ο γέρων επανερχόμενος έλεγε: Τετέλεσται! – αλλ’ απεδίωξε μετά ρίγους τον πονηρόν στοχασμόν, επεκαλέσθη την εξ ύψους βοήθειαν, έκαμε τον σταυρόν του, και λαβών εκ του διπλωμένου περιτραχηλίου το ευχολόγιον ήρχισε ν᾿ αναγινώσκη τας ωραίας προσευχάς της νεκρωσίμου ακολουθίας. Ανεγίνωσκε, και όμως ο νους του ήτo εις την καλύβην.
– Διατί αργεί ο Γεροθανάσης; […]

Επί τέλους ο γέρων εξήλθε της καλύβης. Ο ιερεύς τον ητένισε με βλέμμα ερωτηματικόν.

– Ήτον εις βύθος. Τον εξύπνησα με κόπον. Μόλις άκουεται η φωνή του. έλαμψαν τα σβυσμένα του μάτια, όταν ήκουσε ότι είσαι εδώ. Έλα, παππά, έλα να τον μεταλάβης.

Ο ιερεύς επέστρεψε προς την είσοδον, περιεβλήθη το περιτραχήλιον, έλαβεν ευλαβώς εις χείρας τα άγια και επορεύθη προς την καλύβην. Η ωχρότης του μόνη εμαρτύρει την ταραχήν του. Το βήμα του ήτο στερεόν, αι χείρες του δεν έτρεμον καθώς πριν, δεν εδίσταζε πλέον. Ενίκησε τους τελευταίους ενδοιασμούς της δειλίας η συναίσθησις της ιεράς αποστολής του. […]

– Παππά μου, μη εγγίσης το μανδήλι εις το πρόσωπόν του. Εκείνος μου παρήγγειλε να τον σκεπάσω διά να μη τον ιδής.
– Καλά, είπεν ο ιερεύς σοβαρώς. Μη έλθης μέσα, εάν δεν σε κράξω.

Και εισήλθεν εντός της καλύβης. […]

Ο ιερεύς … γονατιστός επί του εδάφους κλίνων τον αυχένα προς τον λεπρόν, πρoσηύχετο. Η λευκή οθόνη, διά της οποίας ο Γεροθανάσης είχε καλύψει το πρόσωπον του ασθενούς, έκειτο εκεί ερριμμένη παρά τους πόδας του. […]

Κατ’ εκείνην την στιγμήν ο ιερεύς εξήλθε της καλύβης και με βήματα αργά διέσχισε τον κήπον. Δεν εφόρει το ράσον του. Εις τας ανυψωμένας χείρας εκράτει το ευχολόγιον και το αρτοφόριον. Εβάδιζε με ορθίαν και ακίνητον την κεφαλήν, με το βλέμμα ήρεμον, ενώ έσειεν ο άνεμος την λυτήν κόμην του. Εφαίνετο άλλος ήδη άνθρωπος!

Επλησίασε προς τον γέροντα και προς την σύζυγόν του χωρίς ουδεμίαν να εκφράση απορίαν διά την έλευσίν της. Αμφότεροι εκείνοι δεν εκινήθησαν προς προϋπάντησίν του. Τον επερίμενον να έλθη. Δεν απηύθυναν ερώτησιν προς αυτόν. Επερίμενον να ομιλήση.

…ανεπαύθη, είπεν ο ιερεύς.

Ο Γεροθανάσης και η παππαδιά έκαμαν εν σιωπή τον σταυρόν των».

Αυτά, γυρίζοντας και ακουμπώντας στην παράδοση του βίου μας, κοινωνικού και εκκλησιαστικού, προκειμένου να υπερβαίνουμε τους φόβους των καιρών που μας δυναστεύουν ανθρωπίνως και μας συντρίβουν.

 

Διαβάστε ολόκληρο το «Παπα-Νάρκισσο» εδώ: http://users.uoa.gr/~nektar/arts/prose/dhmhtrios_bikelas_o_pappa-narkissos.htm