Κριτήρια επιλογής των υπό μελέτη ταινιών για τα Πάθη του Χριστού – Το Πρόσωπο του Χριστού

21 Απριλίου 2020

Η πρώτη ταινία την οποία επιλέξαμε, είναι το αμερικάνικο filmτων George Stivens, David Lyn και Zan Negulesco «The Greatest Story ever told» (τίτλος ελληνικής διανομής «Η ωραιότερη ιστορία του Κόσμου»). Το κριτήριό μας ήταν το γεγονός πως αποτελεί μια όντως αντιπροσωπευτική περίπτωση παραγωγής του Hollywood, του οποίου η δεκαετία του εξήντα αποτέλεσε την κορύφωση αναφορικά με την παραγωγή επικών αλλά και βιβλικών ταινιών.

Η δεύτερη ταινία την οποία επιλέξαμε, το «Il Vangelo Secondo Matteo» (τίτλος ελληνικής διανομής «Το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο» του Pier-Paolo Pasolini (1922-1975),επιλέχθηκε για πολλούς λόγους. Γυρίστηκε το 1964, την περίοδο δηλαδή που το Hollywoodκατακλύζονταν από επικές και βιβλικές ταινίες, είναι ευρωπαϊκή και συγκεκριμένα ιταλική, και θεωρείται, όχι μόνο η πλέον πιστή ως προς το βιβλικό κείμενο, αλλά και η πλέον αποδεκτή καλλιτεχνικά.

Η τρίτη ταινία της εργασίας αυτής, το«Jesus of Nazareth» του Franco Zeffirelli (τίτλος ελληνικής διανομής «Ο Ιησούς από την Ναζαρέτ») επιλέχθηκε με γνώμονα πως είναι η πλέον αναγνωρίσιμη από τις νεότερες γενιές. Επιπλέον έχει την ιδιαιτερότητα να είναι πολύωρη, καθώς δημιουργήθηκε ως τηλεοπτική μίνι σειρά, ενώ υπάρχει και ιδιαίτερη θεολογική διάσταση, αφού συνδέεται με συγκεκριμένη απόφαση της Β΄ Βατικανής Συνόδου του 1965.

Η τέταρτη προς μελέτη ταινία μας, το «The Passion of the Christ» του Mel Gibson (τίτλος ελληνικής διανομής «Τα Πάθη του Χριστού»), εκπροσωπεί τον εικοστό πρώτο αιώνα. Υπήρξε μια τεράστια κινηματογραφική επιτυχία και εξιστορεί, όπως και αυτή του P.-P. Pazolini, αποκλειστικά τα Πάθη του Χριστού. Πρόκειται για μια ταινία, η οποία, όπως προαναφέραμε, προσδίδει έμφαση στην υπέρτατη θυσία που στην οποία προέβη ο Χριστός, ώστε να λυτρώσει τον κόσμο, τονίζοντας το θείο δράμα, εμποτισμένο με έντονες σκηνές βίας.

Τέλος η πέμπτη ταινία μας, είναι το «Τόπος Κρανίου» του Κώστα Αριστόπουλου. Επιλέχθηκε, εκπροσωπώντας τις εναλλακτικές ταινίες, οι οποίες προσέγγισαν την ζωή και το Πάθος του Χριστού. Επιπλέον, αποτελεί μια μοναδική, ενδιαφέρουσα περίπτωση ελληνικής παραγωγής με θέμα τον Χριστό.

Το Πρόσωπο του Χριστού

Ιδιαίτερα σημαντικό είναι πριν προβούμε στην παράθεση των γεγονότων Των Παθών του Κυρίου στην Καινή Διαθήκη να τονίσουμε ότι  το Πρόσωπο του Χριστού μελετήθηκε και κατανοήθηκε από τους δημιουργούς, οι οποίοι έλαβαν υπόψη τις διδασκαλίες Του και Την Πατερική Παράδοση που επηρέασαν γενικότερα την τέχνη και ειδικότερα  τον Κινηματογράφο. Βέβαια, υπάρχουν και περιπτώσεις ταινιών που παραθέτουν λανθασμένα στοιχεία για τη θεϊκή φύση του Κυρίου, όπως για παράδειγμα η ταινία «The Da Vinci Code»),καθώς ο σκηνοθέτης δεν ακολούθησε τη γραμμή της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, όπου καθιερώθηκε η θεότητα του Ιησού.

Αρχικά, οι Πατέρες της Εκκλησίας στις Οικουμενικές Συνόδους υπερασπίστηκαν και κατοχύρωσαν την γνησιότητα της  Ορθόδοξης πίστης, ορίζοντας τα ορθά Δόγματα της Εκκλησίας . Εκείνο που προέχει, ωστόσο, είναι η συνοπτική ανάπτυξη των βασικότερων δογματικών θέσεων των σημαντικών Πατέρων της Ορθοδοξίας για τη Χριστολογία, όπως διατυπώθηκαν στις Γ΄ και Δ΄ Οικουμενικές Συνόδους[1].

Αρχικά, στη Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο στην Έφεσο το 431 μ. Χ., επί Θεοδοσίου Β΄, καταδικάστηκε ο Νεστοριανισμός και διακηρύχτηκε ότι ο Ιησούς είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος με πλήρη ένωση των δύο φύσεών Του. Επιπλέον αποδόθηκε στην Παρθένο Μαρία ο τίτλος Θεοτόκος[2].

Έπειτα, στη Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο στη Χαλκηδόνα το 451 μ. Χ., επί Μαρκιανού και Πουλχερίας, καταδικάστηκε ο Μονοφυσιτισμός, τον οποίο υποστήριζε ο Αρχιμανδρίτης Ευτυχής και για μία ακόμη φορά ο Νεστοριανισμός. Επίσης, με την έκδοση τριάντα κανόνων από τη Σύνοδο αναγνωρίστηκε ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ως ισότιμος με τον Πάπα Ρώμης. ( όπ.π., σελ.59).

Εκείνο που προέχει είναι η Τριαδικότητα, ως απαύγασμα της  Θεολογίας των Καππαδοκών Πατέρων, Βασιλείου του Μεγάλου και Γρηγορίου του Ναζιανζηνού. Όσον αφορά το Τριαδικό δόγμα, δέον είναι να τονίσουμε ότι η Αγία Τριάδα, αποτελούμενη από τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα συνιστά την «Τριάδα εν μονάδι»,  και ταυτοχρόνως την Μονάδα εν Τριάδι». Οι ιδιότητες των Προσώπων, όπως το αγέννητο του Πατρός, το γεννητό του Υιού και το εκπορευτό του Αγίου Πνεύματος, φανερώνει τη διάκριση μεταξύ τους[3].Επεξηγηματικά, πρόκειταιγια μια Ουσία και τρείς Υποστάσεις ή Πρόσωπα σε μια ενότητα.Η ομοουσιότητα διαφαίνεται στο γεγονός ότι ο Πατήρ με αγαπητικό τρόπο «κοινωνεί ενυπόστατα κατ’ ουσίαντο Είναι Του» στα άλλα δύο Πρόσωπα, τα οποία  προσδίδουν το δικό Τουςσε Εκείνον[4].

Συγκεκριμένα για το Πρόσωπο του Υιού ο Δαμασκηνός επισημαίνει ότι είναι γεννητός, ως προς τον τρόπο ύπαρξης και αγέννητος (άκτιστος), ως προς την ουσία Του [5]. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, από την άλλη πλευρά τονίζει ότι ο Υιός, ως ομοούσιος τω Πατρί  ονομάζεται με αυτόν τον τρόπο, επειδή προέρχεται από τον Πατέρα. Είναι δε Μονογενής, επειδή είναι μόνος Αυτός από τον Πατέρα και γεννήθηκε με μοναδικό τρόπο. Σε συνάρτηση με αυτό το δεδομένο, η σχέση Του με τον Πατέρα, είναι όπως ο λόγος προς τον νου, μάλιστα είναι ο Λόγος και επειδή ενυπάρχει σε όλα τα όντα[6].Σχετικώς δε με τα Πάθη, δύναται να ονομαστεί Απολύτρωση, διότι απελευθερώνει τον άνθρωπο από τις αλυσίδες της αμαρτίας, αποδεχόμενος για τη σωτηρία μας το μαρτύριο και την ταπείνωση του Σταυρικού θανάτου. Ακόμη, ονομάζεται και Ανάσταση, καθώς μας οδηγεί στην όντως ζωή, νικώντας το θάνατο  σώματος και Πνεύματος[7].

Επιπροσθέτως, αναφορικά με τη σχέση του με τους ανθρώπους, ονομάζεται άνθρωπος και Υιός ανθρώπου, διότι η Ενανθρώπηση, σύμφωνα με το σχέδιο της Θείας Οικονομίας συνέβη για να ανακαινισθεί ο άνθρωπος, να αγιαστεί και να θεωθεί, ενώ ο δεύτερος όρος συνδέεται με το γεγονός ότι προέρχεται από τον Αδάμ και την Παρθένο Μαρία. Κατά τον όρο του Ιωάννη του Δαμασκηνού,λέγεται Χριστός, επειδή έχρισε την ανθρωπότητά Του με τη Θεότητα, παρόντος του Θεού Λόγου σε μια σύνθετη υπόσταση[8].

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ

 

Παραπομπές:

[1] Βλ. συναφώς Χ. Σταμούλης, Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Κατά Ανθρωπομορφιτών, εκδ. Το Παλίμψηστον, Θεσσαλονίκη, 1993

[2] Α. Βαλλιανάτος, «Η συνοδικότητα της Ορθοδοξίας, ως πλαίσιο σύγχρονων θεολογικών διαλόγων», στο Β. Αδραχτάς, Α. Βαλλιανάτος, Σ. Δεσπότης, Η Ορθοδοξία στον 20ο αιώνα «Ο Διάλογος της Ορθοδοξίας με Δύση και Ανατολή», τ. Γ΄, Πάτρα ΕΑΠ, 2008, σ. 59

[3] Η. Τεμπέλης, «Η παρουσία των όρων Πατήρ, Λόγος, Δύναμις, Τριάς, Μονάς, Ενάς στη Νεοπλατωνική Φιλοσοφία και στην Ορθόδοξη Θεολογία», στο Α. Μαράς, Η. Τεμπέλης, Χ. Τερέζης, Σ. Τριαντάρη, στο Η Ορθοδοξία ως κληρονομιά, τ. Γ΄, Θεολογία και Φιλοσοφία στην εποχή των Πατέρων, Πάτρα: ΕΑΠ, 2008, σ.215.

[4]Ν. Λουδοβίκος, «Περί Θεού», στο Κ. Αγόρας, Σ. Γιαγκάζογλου, π. Ν. Λουδοβίκος, Σ. Φωτίου, Πίστη και Βίωμα της Ορθοδοξίας, τ. Α΄, Δόγμα, Πνευματικότητα και Ήθος της Ορθοδοξίας, Πάτρα, ΕΑΠ, 2002, σ.52

[5]Όπ.π., σ.53.

[6]Όπ.π., σ.55.

[7]Όπ.π., σ.55-56

[8]Όπ.π., σ. 56.

Κατ’ επέκταση σε ένα Πρόσωπο, στεγάζονται δύο τέλειες φύσεις, η θεία και η ανθρώπινη «ασυγχύτως, αδιαιρέτως, ατρέπτως και αχωρίστως», σύμφωνα με τον Όρο της Δ΄ Συνόδου της Χαλκηδόνας[9].Ο τρόπος που ενώνονται οι δύο φύσεις στο Χριστό, όπως περιγράφεται με αυτά τα επιρρήματα αναιρεί τις αιρέσεις του Νεστοριανισμού και του Μονοφυσιτισμού. Για το Νεστόριο, ο Χριστός ήταν ένας άνθρωπος που απέκτησε τη θεότητα, όταν ενώθηκε εξωτερικά και ηθικά με το Θείο Λόγο. Άρα, γι’ αυτόν ο Χριστός δεν είναι ενιαίο όν και δεν θεώθηκε οντολογικά σε Αυτόν η ανθρωπότητά Του[10].

Επίσης, με τα παραπάνω επιρρήματα αναιρείται ο ακραίος Μονοφυσιτισμός του Ευτυχούς, ο οποίος θεωρεί ότι μετά την ένωση των δύο φύσεων στο Χριστό, η θεία φύση απορρόφησε την ανθρώπινη, τόσο όσο και ο μετριοπαθής Μονοφυσιτισμός του Σεβήρου, του Διοσκόρου και των Αντιχαλκηδονίων, ότι δηλαδή μετά την ένωση δεν πρόκειται για δύο τέλειες και αυτοτελείς φύσεις, αλλά για μια νέα σύνθετη φύση, (μείξη) που συνίσταται στα ιδιώματα και των δύο φύσεων[11].

Επιπλέον, δέον είναι να επισημάνουμε τη σχέση της Θείας Ενανθρωπήσεως και της Σωτηρίας του ανθρώπου, όπως την αναπτύσσει η Ε. Αρτέμη: Ο θείος Λόγος σαρκώθηκε και ο ενσαρκωθείς Λόγος, ο Χριστός οδηγήθηκε στο Πάθος αποδεχόμενος τον Σταυρικό θάνατο, για να λυτρώσει τον άνθρωπο, από τα δεσμά της αμαρτίας και του θανάτου. Με αυτόν τον τρόπο ο άνθρωπος ενώνεται κατά χάριν με το Θεό, διά των Μυστηρίων, ειδικά του Βαπτίσματος και της Θείας Ευχαριστίας, ως μέλος του Σώματος της Εκκλησίας, όπου Κεφαλή της είναι ο Χριστός[12].

Στη συνέχεια, ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, αποσαφηνίζει το εξής: ο Λόγος του Θεού προσέλαβε την ανθρώπινη φύση, δηλαδή το σώμα, την ψυχή, τη λογική, δίχως την αμαρτία. Η ανθρώπινη σάρκα λοιπόν δεν υπήρχε ποτέ από  μόνη της, αλλά δημιουργήθηκε στην μήτρα της Θεοτόκου και ενώθηκε ο Λόγος με αυτήν εξ άκρας συλλήψεως. Συνεπώς, υπάρχει πραγματική «καθ’ υπόστασιν» ένωση της θεότητας με την ανθρωπότητα[13].Ο Λόγος το δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδας , ο Υιός και Λόγος του Θεού  σαρκώνεται και έχει δύο τέλειες φύσεις, τη θεία και την ανθρώπινη ενωμένες καθ’ υπόστασιν. Η θεία φύση Του υπήρχε προαιώνια, όμως, εν χρόνω, προσέλαβε την ανθρώπινη[14]. Ο Χριστός με τη θέλησή Του προσέλαβε τα διαβλητά πάθη της κόπωσης, της πείνας, της δίψας, της θλίψης, δίχως την αμαρτία, όπως προαναφέρθηκε. Με το θάνατο και την Ανάστασή Του, ως μοναδικό τρόπο σωτηρίας των ανθρώπων, αναιρεί τη δύναμη του θανάτου επί αυτών και αποκαθιστά τη σχέση με το Θεό Πατέρα.

Δίχως αμφιβολία,ο Άγιος ΚύριλλοςΑλεξανδρείας, ο οποίος πρωτοστάτησε στην Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο, διακηρύττει ότι ο Σαρκωμένος Λόγος ενανθρωπίζεται και προσλαμβάνει ολόκληρη την ανθρώπινη φύση, δίχως καμία να αλλοιώνεται[15].Είναι τέλειος άνθρωπος και τέλειος Θεός. Η θεότητα του Υιού συνιστά και τη θεότητα των άλλων δύο Υποστάσεων της Αγίας Τριάδας. Η ομοουσιότητα και το αϊδιον της ύπαρξής Του και η προαιώνια γέννησή Του από τον αγέννητο Πατέρα που υπάρχει μαζί Του αποτελούν τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά του Προσώπου του Χριστού. Βασικό σημείο που πρέπει να τονιστεί είναι ότι τα προαναφερθέντα επιρρήματα της Δ΄ Συνόδου της Χαλκηδόνας χαρακτηρίζουν τον τρόπο που ενώνονται οι δύο φύσεις στον Θεάνθρωπο Χριστό, ενώ ξεκάθαρα τονίζουν ότι η ένωση τους δεν προκαλεί αλλοίωση, τροπή ή μείξη σε καμία από τις δύο[16].

Το επόμενο επιχείρημα που θα μας απασχολήσει είναι το ζήτημα της Θεοτόκου. Σε συγκεκριμένο ιστορικό, χρονικό σημείο ο Χριστός έλαβε το ανθρώπινο περίβλημα στη μήτρα της Θεοτόκου και ΑειπαρθένουΜαρίας[17].Ο Νεστόριος δεν αποδέχεται τον όρο Θεοτόκο και αναφέρεται στην Παναγία, ως Χριστοτόκο. Καταλήγει, λοιπόν,σε ένασυμπέρασμα με δύο περιπτώσεις: η πρώτη αναφέρει ότι η Παρθένος είναι μητέρα, άρα γεννάται άνθρωπος και όχι Θεός, και η δεύτερη ότι η Παρθένος δεν είναι μητέρα, άρα δεν γέννησε το Χριστό ομοουσίως με την ίδια. Το γεγονός είναι ότι αρνείται τη Θεομητρότητα της Παναγίας[18]. Ο Κύριλλος από την άλλη πλευρά επιχειρηματολογεί ότι η Παρθένος ονομάζεται Θεοτόκος, διότι γέννησε το Θεό Λόγο ενωμένο καθ’ υπόστασιν με το ανθρώπινο περίβλημα και γενικότερα καταρρίπτει τις θέσεις του Νεστορίου[19].

Για να έχουμε τη δυνατότητα να κατανοήσουμε το Πάθος του Χριστού, θα σημειώσουμε τους λόγους του Αγίου Κυρίλλου για το γεγονός ότι ο Κύριος έπαθε κατά σάρκα, αλλά ως Θεός παρέμεινε απαθής. Η Θεότητα, κατά τη θέση του, δεν δύναται να υφίσταται πάθη, σε αντίθεση με την ανθρωπότητα του Χριστού. Έπρεπε να συμβούν όλα τα γεγονότα, όπως συνέβησαν, διότι η θυσία Του ήταν επιβεβλημένη, όντας αναμάρτητος, για τη λύτρωση του ανθρώπινου γένους[20]. Το άχραντο Πάθος του Κυρίου έπρεπε να συμβεί άπαξ, προβάλλοντας τη δικαιοσύνη Του και την υπακοή Του στη βούληση του Πατρός, ώστε να εκπληρωθεί το σχέδιο της Θείας Οικονομίας και να ενωθεί ξανά το άκτιστο με το κτιστό[21].

Ο Χριστός λοιπόν δεν υποφέρει ως Θεός, αλλά ως άνθρωπος και για το δεσποτικό  Πάθος Του ευθύνονται οι αμαρτίες του ανθρώπου. Νικά λοιπόν τη φθορά και το θάνατο με την Ανάστασή Του και λύει την τιμωρία των Πρωτοπλάστων για την ανυπακοή τους, η οποία κληρονομούνταν από την μία ανθρώπινη γενιά στην επόμενη[22].

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ

 

Παραπομπές:

[9]MCC.V, 1265

[10] Ν. Λουδοβίκος, «Περί Θεού», στο Κ. Αγόρας, Σ. Γιαγκάζογλου, π. Ν. Λουδοβίκος, Σ. Φωτίου, Πίστη και Βίωμα της Ορθοδοξίας, τ. Α΄, Δόγμα, Πνευματικότητα και Ήθος της Ορθοδοξίας, Πάτρα, ΕΑΠ, 2002, σ.56

[11]Όπ.π., σ.56-57

[12] Ε. Αρτέμη, Το μυστήριο της Ενανθρωπήσεως στους δύο διαλόγους, «Περί της Ενανθρωπήσεως του Μονογενούς» και «Ότι εις ο Χριστός» του Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας», Διατριβή, Master, Τμήμα Θεολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών, 1999, εκδ. 24 grammata.com,  Αθήνα, 2013.  σ.7. Βλ. συναφώς, της ιδίας, Η περί του Τριαδικού Θεού διδασκαλία Ισίδωρου του Πηλουσιώτη και η σχέση της με τη διδασκαλία του Κυρίλλου Αλεξανδρείας, διδακτορική διατριβή, Τμήμα Θεολογίας, ΕΚΠΑ, Αθήνα, 2012

[13] Ε. Αρτέμη, Το μυστήριο της Ενανθρωπήσεως στους δύο διαλόγους, «Περί της Ενανθρωπήσεως του Μονογενούς» και «Ότι εις ο Χριστός» του Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας», Διατριβή, Master, Τμήμα Θεολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών, 1999, εκδ. 24 grammata.com,  Αθήνα, 2013.  σ.35.

[14]Όπ.π., σ. 39. Βλέπε επίσης και Χ. Σταμούλης, Περί της Ενανθρωπήσεως του Μονογενούς, εκδ. Το Παλίμψηστον, Θεσσαλονίκη, 1998.

[15] Ε. Αρτέμη, Το μυστήριο της Ενανθρωπήσεως στους δύο διαλόγους, «Περί της Ενανθρωπήσεως του Μονογενούς» και «Ότι εις ο Χριστός» του Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας», Διατριβή, Master, Τμήμα Θεολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών, 1999, εκδ. 24 grammata.com,  Αθήνα, 2013.  σ.51.

[16]Όπ.π., 123. Βλ. επίσης και Γ. Μαρτζέλος, Η Χριστολογία του Βασιλείου Σελευκείας και η οικουμενική σημασία της, Θεσσαλονίκη, 1990

[17]Ε. Αρτέμη, Το μυστήριο της Ενανθρωπήσεως στους δύο διαλόγους, «Περί της Ενανθρωπήσεως του Μονογενούς» και «Ότι εις ο Χριστός» του Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας», Διατριβή, Master, Τμήμα Θεολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών, 1999, εκδ. 24 grammata.com,  Αθήνα, 2013.  σ. 59

[18] Χ. Σταμούλης, Θεοτόκος και Ορθόδοξο Δόγμα, Σπουδή στη διδασκαλία του Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας,εκδ. Το Παλίμψηστον, Θεσσαλονίκη, 1996.,σ. 140-141

[19]Ό.π., σ. 181

[20] Ε. Αρτέμη, όπ.π., σ. 128.

[21]όπ.π., σ. 129.

[22]όπ.π., σ. 132-133.