Ιστορικές και υμνολογικές προσεγγίσεις της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου

26 Μαΐου 2020

«Τῇ ΚΒ’ τοῦ μηνός Μαΐου, μνήμην ἐπιτελοῦμεν τῶν ἑκατόν πεντήκοντα Ἁγἰων καί θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν, τῶν συνελθόντων ἐν τῆ δευτέρα Οἱκουμενικῆ Ἁγία Συνόδω, συγκροτηθείση ἐν Κωνσταντινουπόλει, ἐν ἔτει 381, ἐπί Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου». Αναμφίβολα, κομβική θέση στην λειτουργική ζωή της Εκκλησίας καταλαμβάνει η τιμή των επτά Οικουμενικών Συνόδων, με την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο να τιμάται στις 22 Μαΐου εκάστου έτους· ωστόσο, η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως εορτάζει την μνήμη των 150 Θεοφόρων Πατέρων κατά την πρώτη Κυριακή του μηνός Ιουνίου εκάστου έτους[1]. Αναφορικά με τον σκοπό σύγκλησης της Συνόδου παρουσιάζονται δύο αντίρροπες, φαινομενικά, θεωρήσεις· η πρώτη θεώρηση (και ευρέως διαδεδομένη στην εκκλησιαστική συνείδηση) υποστηρίζει ότι σκοπός της Συνόδου ήταν η δογματική κατοχύρωση της θείας φύσης του Αγίου Πνεύματος, ενώ η δεύτερη θεώρηση εξετάζει την Σύνοδο αυτή αρχικά ως εκλέγουσα τον νέο Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως και σε ύστερο χρόνο ως ρυθμίζουσα τα πρεσβεία τιμής των πέντε επισημότατων εκκλησιαστικών θρόνων. Ως εκ τούτου, τα δεδομένα αυτά, οδηγούν στον ακόλουθο προβληματισμό· οι ως άνω διατυπωμένες προσεγγίσεις είναι αντικρουόμενες ή αλληλοσυμπληρούμενες;

Η απάντηση στον διατυπωθέντα προβληματισμό πηγάζει αρχικά από την αναδρομή στις υφιστάμενες ιστορικές συνθήκες και εν συνεχεία από την σταχυολόγηση της υμνολογικής προσέγγισης της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου από τον Υμνογράφο της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, μοναχό Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη (1905-1991). Είναι γεγονός ότι μετά την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας (325)[2] η οποία καταδίκασε τον Αρειανισμό[3], αναδύθηκε το θεολογικό πρόβλημα της αμφισβήτησης της θείας φύσης του Αγίου Πνεύματος, με κύριους εκφραστές τους Ευνόμιο, Μακεδόνιο, Ευστάθιο Σεβαστείας κ.α. Η Εκκλησία, απέναντι σε αυτές τις αιρετικές διδασκαλίες, προέταξε αφ’ ενός την διασαφήνιση των εννοιών «ουσία» και «υπόσταση» και αφ’ ετέρου την θεολογία των Καππαδοκών Πατέρων περί της θεότητας και της ομοτιμίας του Αγίου Πνεύματος[4].

Ο μοναχός Γεράσιμος προσκαλεί τους πιστούς όπως «τούς ἐν τῆ πόλει τῆ Κωνσταντίνου, ἐν τῆ Δευτέρα συνελθόντας Συνόδω, πανευκλεεῖς Πατέρας ευφημήσωμεν· οὖτοι Μακεδόνιον, τόν δεινόν γάρ κάθεῖλον, καί σύν τούτω ἄπασαν ἅλλην δύσφημον πλάνην καί τούς πιστούς στηρίζουσιν ἀεί, Ὀρθοδοξίας τοῖς θείοις διδάγμασι»[5]. Ωστόσο, παρά την παρατιθέμενη υμνογραφική προσέγγιση, σκοπός της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου δεν ήταν αποκλειστικά η καταδίκη των αιρετικών κακοδοξιών περί του Αγίου Πνεύματος. Κύριος σκοπός της Συνόδου ήταν η διευθέτηση του προβλήματος πλήρωσης του Πατριαρχικού Θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως, καθώς είχε προηγηθεί η αντικανονική χειροτονία του Μαξίμου του Κυνικού ως Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως από τον Αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας Πέτρο[6]. Πράγματι, οι θεοφόροι Πατέρες, «ὁδηγηθέντες ὑπό τοῦ Πνεύματος, συνήλθετε προθύμως Κωνσταντίνου τῆ πόλει, καἰ τούτου τήν Θεότητα καί τήν ἰσχύν, ὁμοφώνως κηρύξαντες, πνευματομάχων καθείλετε, τήν ὀφρύν, καί ἀλλότρια διδάγματα»[7]. Η υμνογραφική πένα του μοναχού Γερασίμου αποδίδει στο Άγιο Πνεύμα την πρόθυμη προσέλευση των 150 θεοφόρων Πατέρων στην Κωνσταντινούπολη ώστε ομόφωνα να καταδικάσουν την υπερηφάνεια των Πνευματομάχων. Η οπτική του μοναχού Γερασίμου ως προς την αρχική αιτία σύγκλησης της Συνόδου αναδεικνύει την πρόθεση του υμνογράφου τρόπον τινά να αντιπαρέλθει, ίσως ως μη ωφέλιμο πνευματικά, το γεγονός ότι η συγκληθείσα Σύνοδος, κατά την πρώτη περίοδο των εργασιών της και υπό την προεδρία του Μελετίου Αντιοχείας, προέβη στην εκλογή του Γρηγορίου του Θεολόγου (329-390)[8] ως Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως. Η εκλογή του Γρηγορίου εδράσθηκε στο γεγονός ότι ήταν η καταλληλότερη επιλογή μεταξύ των αντιμαχόμενων ορθοδόξων και αρειανοφρόνων παρατάξεων[9].

Μετά τον θάνατο του Μελετίου Αντιοχείας, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος ανέλαβε την προεδρία της δεύτερης φάσης των εργασιών της Συνόδου. Η κίνηση αυτή προκάλεσε την ένσταση των επισκόπων του Ανατολικού Ιλλυρικού και της Αιγύπτου, οι οποίοι αμφισβήτησαν ως αντικανονική την μετάθεση του Γρηγορίου στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Ο Γρηγόριος τότε παραιτήθηκε από τα αξιώματά του ώστε να μην προκληθούν νέα σχίσματα στο σώμα της Εκκλησίας. Νέος Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και πρόεδρος της Συνόδου αναδείχθηκε ομόφωνα ο «συγκλητικός» Νεκτάριος[10], ο οποίος απολάμβανε της υποστήριξης του αυτοκράτορα Θεοδοσίου[11]. Ο υμνογράφος, εμμένοντας στην υμνολογική περιβολή του δογματικού χαρακτήρα της Συνόδου, επαινεί τους συμμετέχοντες Πατέρες επισημαίνοντας ότι «Τῆ τοῦ Πνεύματος χάριτι, ἐλλαμπόμενοι Ἅγιοι, ἑκατόν πεντήκοντα πολυάριθμον, τῶν δυσωνύμων αἱρέσεων, πληθὐν κατησχύνατε. Μακεδόνιον δεινόν, καί Εὑνόμιον Ἄρειον, καί Σαββέλιον, Φωτεινόν τε καί Μάρκελλον καί Παῦλον καί Χριστοῦ τήν Ἐκκλησίαν τούτους τούς λύκους ἐρρύσασθε»[12].

 Επόμενο ζήτημα το οποίο διευθέτησε η Σύνοδος ήταν η καταδίκη των Πνευματομάχων. Η Σύνοδος, εδραζόμενη στην θεολογική διδασκαλία των Καππαδοκών Πατέρων, αρχικά καταδίκασε τις αιρετικές διδαχές και εν συνεχεία προέβη στην συμπλήρωση του Συμβόλου της Νικαίας (325), ώστε να καλυφθεί ολόκληρο το περιεχόμενο της Ορθόδοξης πίστεως έναντι των αιρετικών διδασκαλιών των Πνευματομάχων[13]. Η Σύνοδος του 381, πέραν του δογματικού της έργου, αποφάσισε να αποδώσει στην Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως την δεύτερη θέση στα πρεσβεία τιμής, αμέσως μετά την Εκκλησία της Ρώμης. Η απόφαση αυτή διαμόρφωσε την σειρά των πρεσβειών τιμής των επισημότατων θρόνων ως εξής: Ρώμη, Κωνσταντινούπολη, Αλεξάνδρεια και Αντιόχεια. Η Εκκλησία των Ιεροσολύμων, επί των ημερών του δυναμικού προκαθημένου της Ιουβεναλίου (422-458), πέτυχε την ένταξή της στα πρεσβεία τιμής ως πέμπτος επισημότατος θρόνος[14]. Η Σύνοδος του 381 αποκλήθηκε ως Οικουμενική για πρώτη φορά το έτος 382 και αναγνωρίσθηκε ως Β΄ Οικουμενική Σύνοδος, για την Ανατολή, κατά την εξέλιξη των εργασιών της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου (451)[15].

Έχοντας ολοκληρώσει την αναδρομή στα ιστορικά γεγονότα αλλά και την σταχυολόγηση ορισμένων σημείων από την υμνολογική προσέγγιση του μοναχού Γερασίμου, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η απάντηση στον αρχικό προβληματισμό είναι η εξής· η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος, αν και προοριζόταν να  διευθετήσει την πλήρωση του εκκλησιαστικού θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως, εντούτοις, επέκτεινε το εύρος των εργασιών της στην καταδίκη των Πνευματομάχων αλλά και στην ρύθμιση των πρεσβειών τιμής των επισημότατων Θρόνων. Η σταθερή προσήλωση του μοναχού Γερασίμου στην ύμνηση του δογματικού περιεχομένου της Συνόδου, σε συνδυασμό με τις ανωτέρω παρατιθέμενες ιστορικές συνθήκες, μας ωθεί στο συμπέρασμα ότι η Σύνοδος του 381 εργάσθηκε «πολυμερῶς καί πολυτρόπως» ώστε να αποτραπούν όχι μόνο τα δογματικά αλλά και τα διοικητικής φύσεως επαπειλούμενα σχίσματα στο Σώμα της Εκκλησίας. Θεμέλιο της αποστολής της Συνόδου ήταν η θεραπεία δύο εκφάνσεων της ανθρώπινης αδυναμίας· η πρώτη έκφανση ήταν ο διαχρονικά επαναλαμβανόμενος εκκλησιαστικός «επεκτατισμός» και η δεύτερη έκφανση ήταν εσφαλμένη αντίληψη των Πνευματομάχων ότι το μυστήριο της Αγίας Τριάδος δύναται να γίνει καταληπτό μέσω της ανθρώπινης λογικής. Η πρώτη έκφανση αδυναμίας πρόσκαιρα θεραπεύθηκε με την διασαφήνιση των πρεσβειών τιμής μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών, ενώ η δεύτερη έκφανση θεραπεύθηκε αφ΄ ενός με την συμπλήρωση του Συμβόλου της Νικαίας και αφ’ ετέρου με τις ασύγκριτου κάλλους θεολογικές πραγματείες περί του Αγίου Πνεύματος των Καππαδοκών Πατέρων.

Εν κατακλείδι, όλοι εμείς οι νεώτεροι πανηγυριστές της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, θα πρέπει να μιμηθούμε το σθένος των Πατέρων ως προς την υπεράσπιση της θείας φύσης του Αγίου Πνεύματος ώστε, σε πλήρη ενότητα και όχι σε διαίρεση εντός του Σώματος της Εκκλησίας, να προσεγγίσουμε και να αντιμετωπίσουμε επαρκώς τις αναφυόμενες εκκλησιολογικές, ευχαριστιακές και δογματικές προκλήσεις των ημερών μας. Γένοιτο! «Τῆς δευτέρας Συνόδου ὑποφῆται και σύνεδροι, ἑκατόν πεντήκοντα θείοι Ἰεράρχαι μακάριοι, οἱ στόματι κηρύξαντες σοφῶ, τοῦ Πνεύματος τοῦ θείου την ισχύν, πάσης βλάβης και αιρέσεως χαλεπῆς, λυτρώσασθε τους ψάλλοντας, δόξα τῶ θαυμαστώσαντι ὑμᾶς, δόξα τῶ μεγαλύναντι, δόξα τῶ βεβαιοῦντι δι’ ὑμῶν, πιστῶν την διάνοιαν»[16].

Παραπομπές:

[1] Γερασίμου Μικραγιαννανίτου, Ακολουθία των Αγίων και Θεοφόρων Πατέρων της Δευτέρας Αγίας Οικουμενικής Συνόδου, ἐν Ἀθήναις 1981, σ. 2.

[2] Περί της συγκλήσεως και του έργου της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου βλ. Γιαννόπουλος, Ιστορία και Θεολογία των Οικουμενικών Συνόδων, σ. 44-61.

[3] Περί της διδασκαλίας του Αρειανισμού βλ. Μ. Αθανασίου, Λόγοι (Α΄-Δ΄) Κατά Αρειανών, PG 26, 12-528. Πρβλ. Ε­πι­φα­νί­ου Σα­λα­μί­νας, Κα­τὰ Αἱ­ρέ­σε­ων – Ἀρειανοί, PG 42, 201-340.

[4] Φειδάς, Εκκλ. Ιστορία, τ. Α΄, σ. 507-508.

[5] Γερασίμου Μικραγιαννανίτου, Ακολουθία των Αγίων και Θεοφόρων Πατέρων της Δευτέρας Αγίας Οικουμενικής Συνόδου, ἐν Ἀθήναις 1981, σ. 23.

[6] Κουκουσάς, Εγχειρίδιο Εκκλησιαστικής Ιστορίας, σ. 540.

[7] Γερασίμου Μικραγιαννανίτου, Ακολουθία των Αγίων και Θεοφόρων Πατέρων της Δευτέρας Αγίας Οικουμενικής Συνόδου, ἐν Ἀθήναις 1981, σ. 27.

[8] Περί του Γρηγορίου του Θεολόγου βλ. The Oxford Dictionary of Byzantium, σ. 880-882.

[9] Φειδάς, Εκκλ. Ιστορία, τ. Α΄, σ. 522-524.

[10] Κουκουσάς, Εγχειρίδιο Εκκλησιαστικής Ιστορίας, σ. 541-542.

[11] Φειδάς, Εκκλ. Ιστορία, τ. Α΄, σ. 526.

[12] Γερασίμου Μικραγιαννανίτου, Ακολουθία των Αγίων και Θεοφόρων Πατέρων της Δευτέρας Αγίας Οικουμενικής Συνόδου, ἐν Ἀθήναις 1981, σ. 11.

[13] Κουκουσάς, Εγχειρίδιο Εκκλησιαστικής Ιστορίας, σ. 542.

[14] Μόσχος, Συνοπτική Ιστορία της Χριστιανικής Εκκλησίας, τ. Α΄, σ. 111.

[15] Κουκουσάς, Εγχειρίδιο Εκκλησιαστικής Ιστορίας, σ. 543-544.

[16] Γερασίμου Μικραγιαννανίτου, Ακολουθία των Αγίων και Θεοφόρων Πατέρων της Δευτέρας Αγίας Οικουμενικής Συνόδου, ἐν Ἀθήναις 1981, σ. 17.