Πώς ο Γέροντας Ιερώνυμος βάφτισε τον τούρκο δικαστή!

2 Μαΐου 2020

Γέροντας Ιερώνυμος της Αίγινας (1883-1966).

Συνιστούσε πάντα τη μελέτη των πατερικών βιβλίων, γιατί μ’ αυτήν μεταφέρεται και στην εποχή μας τό πατερικό φρόνημα. Κι αυτό ήταν το ζητούμενο για τον π. Βασίλειο [ο μετέπειτα Γέροντας Ιερώνυμος της Αίγινας]. Ν’ αποκτήσουμε όλοι «νουν πατέρων».
Ο ίδιος ήταν, κατά τον χαρακτηρισμό πολλών, ένας σύγχρονος πατέρας, ένας άλλος αββάς Ισαάκ.
Σιγά σιγά, χωρίς ο ίδιος ποτέ να το επιδιώκει, η φήμη του απλώθηκε. Όλοι διηγούνταν γι’ αυτό το νέο διάκο πού, όντας στην Πόλη [Κωνσταντινούπολη], ζούσε ασκητικά και η προσευχή κι ο λόγος του είχαν μεγάλη απήχηση και βοηθούσαν πολύ κόσμο.

Κάποτε τον επισκέφτηκε στο ταπεινό κελλί του ένας Τούρκος.
Όπως είπε, τον έστειλε ο αφέντης του, που ήταν κατής (δικαστής), για να τον προσκαλέσει στο σπίτι του.
Ο π. Βασίλειος ανησύχησε κάπως. Δεν ήταν συνηθισμένος σε προσκλήσεις για επισκέψεις αβροφροσύνης κι ο νους του πήγε σε κάποιο ενδεχόμενο «κακό», σε μια νέα ίσως δοκιμασία.

Προσευχήθηκε στο Θεό όμως κι ακολούθησε τον τούρκο υπηρέτη.

Όταν έφτασαν στο αρχοντικό του τούρκου κατή, τον υποδέχθηκε ο ίδιος και μάλιστα με πολλή εγκαρδιότητα.
Κάθησαν στον οντά κι ο κατής άρχισε τη συζήτηση:
– Εφέντη παπά, εγώ είμαι Τούρκος, μωαμεθανός. Όμως απ’ το μισθό που παίρνω, κρατάω τ’ απαραίτητα για τον οικογένειά μου και τα υπόλοιπα τα ξοδεύω σε ελεημοσύνες. Βοηθάω χάρες, ορφανά και φτωχούς, προικίζω άπορα κορίτσια που παντρεύονται, βοηθάω αρρώστους.
Κρατάω με ακρίβεια τις νηστείες, προσεύχομαι και γενικά προσπαθώ να είμαι συνεπής στην πίστη μου. Επίσης όταν δικάζω, προσπαθώ να είμαι δίκαιος, δε χαρίζομαι σε κανέναν, όσο μεγάλη θέση κι αν έχει. Τι λες, όλα αυτά που κάνω δεν είναι αρκετά για να κερδίσω τον παράδεισο, που λέτε σεις οι χριστιανοί;

Ο π. Βασίλειος εντυπωσιάστηκε από όσα του είπε ο τούρκος κατής κι ο νους του πήγε αμέσως στον εκατόνταρχο Κορνήλιο (Πράξ. ι’). Διέκρινε μεταξύ τους δυο βίους παράλληλους.
Κατάλαβε πως πρόκειται για δίκαιο και καλοπροαίρετο άνθρωπο και ίσως η δική του αποστολή να ήταν ίδια μ’ εκείνην του αποστόλου Πέτρου προς τον εκατόνταρχο.
Αποφάσισε λοιπόν να δώσει τη μαρτυρία της πίστης του.
– Δεν με λες, εφέντη, έχεις παιδιά;
– Ναι, έχω.
– Δούλους, έχεις;
– Έχω και δούλους.
– Ποιος εκτελεί καλύτερα τις εντολές σου, τα παιδιά σου ή οι δούλοι σου;
– Σίγουρα οι δούλοι μου, γιατί τα παιδιά, με το θάρρος που έχουν, πολλές φορές παρακούν και κάνουν ό,τι θέλουν, ενώ οι δούλοι μου κάνουν πάντα ό,τι τους λέω εγώ.
– Δε με λες, εφέντη, αν αποθάνεις εσύ ποιος θα σε κληρονομήσει: οι δούλοι σου, που εκτελούν τις εντολές σου πιστά, ή τα παιδιά σου που σε παρακούν;
– Μα, τα παιδιά βέβαια. Μόνο αυτά έχουν κληρονομικά δικαιώματα, όχι οι δούλοι.
– Ε, λοιπόν, όσα κάνεις εφέντη, είναι καλά, αλλά το μόνο που μπορούν να σου κάνουν, είναι να σε κατατάξουν στην κατηγορία των καλών δούλων. Αν όμως θέλεις να κληρονομήσεις τον παράδεισο, τη βασιλεία των ουρανών, πρέπει να γίνεις υιός. Κι αυτό γίνεται μόνο με το βάπτισμα.

Ο τούρκος κατής εντυπωσιάστηκε από το παράδειγμα που του ανέφερε ο π. Βασίλειος. Μίλησαν αρκετά ακόμα και στο τέλος του ζήτησε να τον κατηχήσει και να τον βαφτίσει.
Και μετά από λίγο καιρό ο τούρκος κατής βαφτίστηκε κι έγινε χριστιανός.

 

Από το βιβλίο του Πέτρου Μπότση, “Γέροντας Ιερώνυμος ο Ησυχαστής της Αίγινας”, Αθήνα, 1999.