Η προσωπικότητα του Αρείου (Βίος και Δράση)

5 Ιουνίου 2020

Ο Άρειος γεννήθηκε στη Λιβύη μεταξύ του 250 και 260 μ.Χ., αν και αρκετοί ερευνητές θεωρούν πιθανή και τη δεκαετία του 270[1]. Σπούδασε πιθανόν στη σχολή της Αλεξανδρείας. Δεν αποκλείεται να θέλησε να συμπληρώσει τη μόρφωσή του και στο άλλο σπουδαίο και μεγάλο κέντρο της εποχής εκείνης, την Αντιόχεια. Ήταν κάτοχος αξιόλογης παιδείας με ιδιαίτερη συμπάθεια προς την αριστοτελική φιλοσοφία. Εμφανίζεται στην εκκλησία της Αλεξανδρείας ως πρεσβύτερος της μεγάλης ενορίας της Βαυκάλεως μαζί όμως με το πρόβλημα της αιρετικής του διδασκαλίας σε ηλικία περίπου 60 ετών.

Η πρώτη σημαντική μνεία του ονόματός του συνδέεται με την εμπλοκή του στη διαμάχη μεταξύ του αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας Πέτρου (300 – 311) και του επισκόπου Λυκοπόλεως Μελιτίου, εισηγητού του Μελιτιανού Σχίσματος[2], το έτος 306. Η διαφωνία μεταξύ τους αφορούσε στο ζήτημα της μετάνοιας των πεπτωκότων. Ο Άρειος, αυστηρότατος, ζώντας ο ίδιος ασκητικό βίο, τάχθηκε υπέρ του επίσης αυστηροτάτου Μελιτίου, με αποτέλεσμα να αποκοπεί και από το σώμα της εκκλησίας της Αλεξανδρείας.

 Ζητώντας συγγνώμη και εγκαταλείποντας το σχισματικό Μελίτιο, θα επιστρέψει στους κόλπους της Εκκλησίας, κατά τη διάρκεια της πατριαρχίας του Αχιλλά (312 – 313). Μετά την ολιγόμηνη πατριαρχία του τελευταίου, πατριάρχης εκλέγεται ο Αλέξανδρος (313 – 328). Από φθόνο για την αναρρίχηση του Αλεξάνδρου στο θρόνο αντί του εαυτού του, ο Άρειος θα προκαλέσει το γνωστό τριαδολογικό ζήτημα περί των σχέσεων Πατρός και Υιού, αντιτιθέμενος στην αποστολική διδασκαλία του Αλεξάνδρου[3].

Αφορμή της ανοικτής σύγκρουσης των δύο, του Αλεξάνδρου και του Αρείου, στάθηκε η διχογνωμία στην ερμηνεία συγκεκριμένου χωρίου της Αγίας Γραφής, του Παρ. 8, 22: «Κύριος ἔκτισέ με ἀρχήν ὁδῶν αύτοῦ εἰς ἔργα αὐτοῦ», που αναφερόταν ευθέως στο πρόσωπο του Υιού και Λόγου του Θεού[4]. Ενώ το χωρίο δόθηκε στους επισκόπους της Αιγύπτου από τον Αλεξανδρείας Αλέξανδρο για την ερμηνευτική του επεξεργασία, ο Άρειος, δραττόμενος της ευκαιρίας και βασιζόμενος στο όποιο κύρος του ως ερμηνευτού των Γραφῶν, προσπάθησε να δικαιολογήσει τις αντιλήψεις του, που συνοψίζονταν στον υποβιβασμό του προσώπου του Υιού στην κτίση[5].

 Οι πολέμιοι του Αρείου ταυτίζονται στο σημείο αυτό και με τον πρεσβύτερο Κόλλουθο και τους οπαδούς του. Η διαμάχη, λοιπόν, αυτή των πρεσβυτέρων, που αποτελεί και την αρχική μορφή της αρειανικής έριδας, κατέληξε στη σύγκρουση Κόλλουθου και Αρείου. Ο Κόλλουθος κατήγγειλε τον Άρειο ως αιρετικό στον αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας, ο οποίος όμως έδειξε ιδιαίτερη ανοχή στις δραστηριότητες του αιρεσιάρχη και των οπαδών του, με αποτέλεσμα ο Κόλλουθος να αποσχισθεί από την Εκκλησία και να δημιουργήσει το λεγόμενο Κολλουθιανό Σχίσμα[6]. Ουσιαστικά, αυτή η διαφωνία μεταξύ των επισκόπων έφτασε στα άκρα, αν και ο Αλεξανδρείας Αλέξανδρος ήλπιζε αρχικά στην ειρηνική της επίλυση. Ωστόσο, η εμμονή του Αρείου στις αιρετικές διατυπώσεις του οδήγησαν και τον πατριάρχη Αλέξανδρο να τον διαγράψει από τους ιερατικούς καταλόγους[7].

Ο Άρειος, αφού εν συνεχεία εξορίστηκε με απόφαση του πρεσβυτερίου της Αλεξάνδρειας, μετέβη στην Παλαιστίνη, τη Συρία και τη Μ. Ασία, όπου πολλοί επίσκοποι των περιοχών αυτών υιοθέτησαν τις απόψεις του. Οι τελευταίοι αξίωσαν την επιστροφή του Αρείου αποστέλλοντας προς τον Αλέξανδρο έγγραφη ομολογία πίστεώς του, που όμως απορρίφθηκε, για να συγκληθεί τελικά σύνοδος στην Αλεξάνδρεια, το 320, και να επικυρωθεί επίσημα η καταδίκη του. Λίγο αργότερα η σύγκρουση μεταξύ Κωνσταντίνου και Λικινίου θα βοηθήσει τον Άρειο να επανέλθει στην Αλεξάνδρεια και να εργαστεί με μεγαλύτερο ζήλο αναπτύσσοντας πρωτότυπες προπαγανδιστικές μεθόδους, ώστε να διαδώσει τις ιδέες του. Η κηρυκτική δραστηριότητα του Αρείου υπήρξε η αφετηρία της εκρήξεως της θεολογικής έριδας μεταξύ των ετών 318 και 320. Οι κακοδοξίες του διαδίδονταν με μεγάλη ταχύτητα, γεγονός που ανησύχησε τις εκκλησιαστικές αρχές αλλά και τον αυτοκράτορα, μιας και διασαλευόταν η κοινωνική ειρήνη της αυτοκρατορίας[8].

Το ζήτημα της διδασκαλίας του Αρείου είχε λάβει μεγάλη έκταση με αποτέλεσμα να προβληματίσει και τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Για το λόγο αυτό κόμισε γράμματα προς τους ηγέτες των αντιμαχόμενων πλευρών, μέσω του επισκόπου Κορδούης Οσίου, αλλά η αποστολή τους απέτυχε. Με αφορμή το γεγονός αυτό ο αυτοκράτορας συγκάλεσε γενική σύνοδο στην Νίκαια, αλλά νωρίτερα οι Ορθόδοξοι της Ανατολής συνασπίστηκαν και καταδίκασαν τις θέσεις του Αρείου σε σύνοδο που συνήλθε στην Αντιόχεια τον Ιανουάριο του 325[9]. Η γενική σύνοδος που συνήλθε στη Νίκαια το καλοκαίρι του 325, η οποία στη συνέχεια αναγνωρίστηκε ως η Α’ Οικουμενική Σύνοδος, καταδίκασε τις απόψεις του Αρείου και αναθεμάτισε τον ίδιο. Με την πλευρά του Αρείου συντάχθηκαν τελικά μόνο δύο επίσκοποι, ο Θεωνάς Μαρμαρικής και ο Σεκούνδος Πτολεμαΐδος, ενώ ακόμη τον υποστήριξαν ασθενέστερα[10].

Αρχικά ο Άρειος τέθηκε σε περιορισμό στη Νικομήδεια, ενώ στη συνέχεια εξορίστηκε στην Ιλλυρία. Και πάλι τα μέτρα αυτά όμως δεν απέβησαν καρποφόρα διότι οι υποστηρικτές του Αρείου εκδηλώθηκαν εκ νέου. Το 327 ανακλήθηκε από την εξορία κατόπιν προτροπής του Ευσεβίου Νικομηδείας υποβάλλοντας στον αυτοκράτορα ομολογία πίστεως με την οποία έγινε δεκτός σε κοινωνία από ενδημούσα σύνοδο που έγινε στη Νικομήδεια, χωρίς ωστόσο να γίνει αποδεκτή η συγγνώμη του από την εκκλησία της Αλεξάνδρειας. Ο Μέγας Κωνσταντίνος προσπάθησε μέσω επιστολής να επιβάλλει στο Αλέξκνδρο Αλεξανδρείας να αποδεχτεί τον Άρειο, αλλά η απάντηση ήταν αρνητική με τον Αλέξανδρο μέσω διατάγματος να κατονομάζει τους οπαδούς του Αρείου «πορφυριανούς», δηλαδή ομόφρονες του νεοπλατωνικού φιλοσόφου Πορρφυρίου, κατηγόρου του Χριστού[11]. Το 336 ο Άρειος θα μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη, όπου θα ομολογήσει ορθοδοξία μπροστά στον αυτοκράτορα, επρόκειτο να γίνει επίσημα σε εκκλησιαστική κοινωνία, αλλά την παραμονή της εισδοχής του πέθανε.

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ

Παραπομπές:

[1] Παν. Κ. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τ. Γ’, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 381.

[2] Αίτιο του Mελιτιανού Σχίσματος ήταν η διαφωνία ως προς τον τρόπο αποδοχής των πεπτωκότων στους κόλπους της Εκκλησίας που προέκυψε μεταξύ των Πέτρου Αλεξανδρείας και Λυκοπόλεως Μελιτίου στη διάρκεια του εγκλεισμού τους στη φυλακή κατά το διωγμό του 305. Ο πρώτος είχε ταχθεί υπέρ της επιείκειας που η Εκκλησία καθιέρωσε προοδευτικά, ενώ ο δεύτερος τάχθηκε υπέρ της αρχαίας αυστηρότητας. Μια αξιοσημείωτη άποψη για το θέμα αυτό παραθέτει και ο Θεοδώρητος Κύρου ο οποίος, αποδίδει το Μελιτιανό Σχίσμα στη φιλαρχία του Λυκοπόλεως, με τη φράση: «Οὐ τῆς καινῆς αἱρέσεως προστατεύειν, ἀλλὰ ταῦτα μὲν τῇ Ἐκκλησίᾳ φρονῶν, τὸ δὲ τῆς φιλαρχίας εἰσδεξάμενος πάθος». Άλλωστε ο επίσκοπος Μελίτιος κατείχε την πρώτη θέση κατά την εθιμική τάξη πρωτοκαθεδρίας των τοπικών Εκκλησιών της Αιγύπτου και όπως μας αναφέρει και ο Επιφάνιος, οι πληροφορίες του οποίου προέρχονται από μελιτιανούς κυρίως κύκλους, «ἐδόκει δὲ καὶ Μελίτιος τῶν κατὰ τὴν Αἴγυπτον προήκων καὶ δευτερεύων τῷ Πέτρῳ κατὰ τὴν ἀρχιεπισκοπήν, ὡς δι’ ἀντιλήψεως αὐτοῦ χάριν, ὑπ’ αυτὸν δὲ ὦν καὶ ὑπ’ αὐτὸν τὰ ἐκκλησιαστικὰ ἀναφέρων». Σε συνδυασμό και με τις πληροφορίες του Μ. Αθανασίου η σύγκρουση των δυο αντρών είχε ως βαθύτερο αίτιο αντικανονικές χειροτονίες επισκόπων από το Μελίτιο σε χηρεύουσες επισκοπές. Περισσότερα βλ. Βλ. Ιω. Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία., σ.σ. 302 – 306 και Κων. Καρακόλη, Η Εκκλησιολογία του Μεγάλου Αθανασίου, Διδακτορική Διατριβή, Θεσσαλονίκη 1968, σ. 118.

[3] Για τη θεολογική διαμάχη Αλεξάνδρου Αλεξανδρείας και Αρείου βλ. Νικ. Ι. Νικολαΐδη, Θέματα Πατερικής Θεολογίας, Θεσσαλονίκη 2009, σ.σ. 120 – 121.

[4] Α. Θεοχάρη, «Η θέσις του Παροιμ. 8, 22 εις τας χριστολογικάς ερίδας του Δ’ αι.», Κληρονομία 2, Θεσσαλονίκη 1970, σ.σ. 334 – 346.

[5] Βλ. Ιω. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. Α’, σ.σ. 385 – 390.

[6] Αναλυτικά για το ζήτημα βλ. Ιω. Βλ. Φειδά, «Το Κολλουθιανόν σχίσμα και αι αρχαί του αρειανισμού», ΕΕΘΣΠΑ, τ. ΙΘ’ (1972), σ.σ. 135 – 260.

[7] Παν. Κ. Χρήστου, Πατρολογία, τ. Γ, σ.σ. 383 – 384.

[8] Σωκράτους, Εκκλησιαστική Ιστορία, P.G. 57, 41C «καί ἀνάπτεται ἀπό μικροῦ σπινθῆρος μέγα πῦρ».

[9] Βλ. Ιω. Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ.Α’, σ.σ. 313 – 327.

[10] Αναλυτικά για το έργο της Α’ Οικουμενικής Συνόδου βλ. Βασ. Ν. Γιαννόπουλου, Ιστορία και Θεολογία των Οικουμενικών Συνόδων, εκδ. Έννοια, Αθήνα 2011, σ.σ. 40 – 102.

[11] Παν. Κ. Χρήστου, Πατρολογία, τ. Γ’, σ.σ. 384 – 385.