Βασικές θέσεις της διδασκαλίας του Αρείου

18 Ιουνίου 2020

Η θεολογία του Αρείου έχει ένα σημείο αφετηρίας, το οποίο είχαν θέσει και προηγούμενοι αιρετικοί ως ερώτημα. Πως είναι δυνατόν ο Θεός να είναι Ένας και συγχρόνως Τριαδικός; Οι Μοναρχιανοί πρώτα και ο Άρειος στη συνέχεια δεν μπορούσαν να κατανοήσουν την ενότητα και συγχρόνως την τριαδικότητα του Θεού. Στην αντίληψη τους η ενότητα αίρει την πραγματική τριαδικότητα. Έτσι, είδαν ότι στον Θεό υφίσταται μια εσωτερική διαδοχή, ένα γίγνεσθαι Προσώπων. Ο Πατήρ είναι ο Ένας Θεός, ο άκτιστος και άναρχος, ενώ ο Υιός και το Πνεύμα έχουν περάσει από μια διαδικασία αναπτύξεως. Πρώτοι οι Μοναρχιανοί και ύστερα ο Άρειος έθεσαν ως θεμέλιο του συστήματος τους τη μοναδικότητα του Θεού, η οποία θεώρησαν ότι δεν μπορεί να συμβιβάζεται με την τριαδικότητα. Και στις δυο εκδοχές η μοναδικότητα του Θεού κατηγορηματικά αποκλείει την τριαδικότητα. Ο Άρειος, προκειμένου να υποστηρίξει τη μοναδικότητα του Θεού, συχνά κατέφευγε σε βιβλικά εδάφια, τα οποία βέβαια ερμήνευε με βάση τις πλατωνικές και νεοπλατωνικές προκαταλήψεις. Η θεολογία του Αρείου σαφώς και είναι επηρεασμένη από την αλεξανδρινή σκέψη, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τον Ωριγένη και εκφράζεται ειδικότερα με την περί υποταγής του Λόγου θεωρία του[1].

Για τον Άρειο παραμένει ως δεδομένο ότι ο Υιός «παρά τοῦ Θεοῦ το εἶναι ἔχει καί το ζῆν καί τάς δόξας καί πάντα αὐτοῦ παρασχόντα, κατά τοῦτο ἀρχή αὐτοῦ ἐστιν ὁ Θεός»[2]. Πλήρη εξάρτηση του Υιού από τον από τον Πατέρα εισηγείται ο Άρειος αλλά και προτερότητα του Πατρός έναντι του Υιού αντιλαμβάνεται. Ταυτόχρονα κατανοεί σαφή κατωτερότητα του Υιού σε σχέση με τον Πατέρα σε θέση υπεροχής και τον Υιό σε κατάσταση υποταγής, αφού «ἄρχει…. αὐτοῦ ὡς Θεός αὐτοῦ καί πρό αὐτοῦ τό ἐξ αὐτοῦ»[3]. Έτσι αντιλαμβάνεται τον Υιό σε σχέση με τον Πατέρα ο Άρειος, προσπαθώντας ταυτόχρονα να οχυρωθεί πίσω από σχετικές αναφορές άλλων, τους οποίους και κατονομάζει, θέλοντας με τον τρόπο αυτό να αφορίσει τον εαυτό του και τις διδασκαλίες του από αυτούς. Το τριαδολογικό αιρετικό σύνδρομο του Αρείου, έχοντας ως καθοδηγητικό γνώρισμα του τη λογικοκρατία με συνακόλουθο κακό σύμβουλό του τη χρονικότητα, διαρκώς συνέχει και κατατρύχει τον Άρειο. Φοβάται μήπως, κατανοώντας τον Υιό ως ομοούσιο και συναΐδιο του Πατρός, εισαγάγει το συνάναρχο στη θεότητα και με τον τρόπο αυτό καθιερώσει την αντίληψη περί δύο αρχών. Έτσι η απόλυτη μοναρχία και η υπερβατότητα του Ενός Θεού, της Μονάδας, αποτελεί το ακλόνητο λογικό σημείο αναφοράς της θεολογίας και του φόβου του[4].

Κατά τον Άρειο, «οὐκ ἔστιν ἀγέννητος, οὐδέ μέρος ἀγεννήτου κατ’οὐδένα τρόπον, ἀλλ’οὔτε ἐξ ὑποκειμένου τινός»[5]. Έτσι η βούληση του Πατρός, πίστευε ο Άρειος, αποτελεί προσδιοριστική αιτία της γεννήσεως του Υιού[6]. Αυτή όμως η αρειανική τοποθέτηση αλλοτρίωνε τον Υιό της κατά φύση θεότητάς του και τον κατέτασσε στη θέση των κτιστών. Ωστόσο ο Άρειος, έχοντας επίγνωση των παρακολουθημάτων αυτής της κατανόησης του για τον Υιό και Λόγο και κρίνοντας ότι εκθέτει, τόσο τη διδασκαλία του, όσο και τον εαυτό του σε τραγική κρίση και σε πληθώρα δυσεπίλυτων άλλων θεμάτων ή απαντήσεων ερωτημάτων, έσπευδε να δώσει λύσεις στα προβλήματα, τα οποία με τον τρόπο αυτό δημιουργούσε. Συγκεκριμένα, τυχόν κατάταξη του Υιού στο χρόνο και στο χώρο του κτιστού, συνυπονοούσε και το δυνατόν της τρεπτότητας του Λόγου αλλά και της παράλληλης εγγενούς αδυναμίας του να γίνει ο δημιουργός και σωτήρας της κτίσης. Έτσι την εκ του Πατρός προέλευση του Υιού ο Άρειος αποκαλούσε «γέννησιν», προερχόμενη ασφαλώς εκ του θελήματος του Πατρός και δικαιολογούσε ότι αυτός ο Θεός κατέστησε εκ προοιμίου τον Υιό του «ἄτρεπτον και ἀναλλοίωτον», για να υπερέχει έτσι των κτισμάτων[7].

Για να ικανοποιήσει τις απορίες του ο Άρειος κατέφευγε σε επικίνδυνους ακροβατισμούς, χαρακτηρίζοντας τον Υιό «πλήρη Θεόν μονογενῆ, ἀναλλοίωτον, καί πρίν γεννηθῆ, ἤτοι κτισθῆ, ἤτοι ὁρισθῆ, ἤ θεμελιωθῆ, καί ἦν»[8].Όλα αυτά μπορούσαν να είναι ανεκτά για τον Άρειο, αλλά ο ίδιος αρνείται και συνέχεται από φόβο να κατονομάσει τον Υιό «ἀγέννητον» και κατοχυρώνεται πίσω από αυτό, θέλοντας να δικαιολογεί ασφαλώς την περί «ἀγεννήτου» Θεού αντίληψη του για τον Πατέρα, κάτι το οποίο και οι ορθόδοξοι θεωρούσαν ορθό, ως αποκλειστικό και ανεκφοίτου υποστατικό ιδίωμα του πρώτου προσώπου[9].

Μπορεί όμως το «αγέννητον» να αποτελεί και είναι πράγματι προσωπικό γνώρισμα του Πατρός, όμως ο Υιός για την Εκκλησία είναι άναρχος και συναΐδιος του Πατρός. Έτσι το «αγέννητον», ως ιδίωμα του προσώπου του Πατρός, δεν ταυτίζεται με την ουσία του, ώστε να υπερέχει με το σχήμα τούτο του Υιού, όπως πίστευε ο Άρειος, αφού και το «γεννητόν»[10], ως υποστατικό γνώρισμα του Υιού, δεν σχετίζεται διόλου με την ουσία του, ώστε καθιστά υποδεέστερο τον Υιό του Πατρός. Το αρειανικό αυτό σύνδρομο ασφαλώς και θα παραμείνει για να το κληρονομήσουν στη συνέχεια και να το αναπτύξουν πλατύτερα οι δύο μαθητές και διάδοχοι του Αρείου, Αέτιος και Ευνόμιος, οι γνωστοί ως Ανόμοιοι.

Για να εξάρει όμως ο Άρειος το πρόσωπο του Υιού, έσπευδε να συγκαλύψει την καινοφωνία του, διατυπώνοντας ότι ο Υιός, ναι μεν έχει άρχην και ἐξ οὐκ ὄντων ἐστίν, αλλά γεννᾶται «πρό χρόνων καί  πρό αἰώνων» και «πρό χρόνων αἰωνίων». Η συλλογιστική αυτή του Αρείου είναι επιτήδεια. Θεωρεί τον Υιό ξένο της κατά φύση θεότητας, γι’ αυτό και δεν ανήκει στη σφαίρα του ακτίστου, αλλά προσπαθεί τεχνηέντως να μη τον εντάξει κατ’ απόλυτο τρόπο στο χώρο του κτιστού. Γνωρίζει όμως ταυτόχρονα ο Άρειος ότι δύο μεγέθη μόνο υφίστανται ως πραγματικότητα: το κτιστό και το άκτιστο. Για τον Άρειο οπωσδήποτε ο Λόγος δεν ανήκει στο μέγεθος του ακτίστου, αλλά ούτε και εντάσσεται άμεσα στο μέγεθος της κτίσης. Άρα που ανήκει; Είναι ο Υιός «κτίσμα τοῦ Θεοῦ τέλειον, ἀλλ’ οὐχ ὡς ἕν τῶν κτισμάτων καί γέννημα, ἀλλ’ οὐχ ὡς ἕν τῶν γεννημάτων»[11].

Έτσι η διαφορά του Υιού έναντι της κτίσης έγκειται στο γεγονός ότι υπερέχει, λόγω της ιδιάζουσας κατασκευής του, των άλλων κτισμάτων, αφού «ἀχρόνως ἐγεννήθη μόνος ὑπό τοῦ Πατρός», και αποτελεί προϊόν όχι αναγκασμού του Πατρός αλλά της ελευθερίας του. Έτσι «ὁ Πατήρ δούς αὐτῷ πάντων τήν κληρονομίαν, ἐστέρησεν ἑαυτόν τό ἀγεννήτως ἔχειν ἐν ἑαυτῷ». Αυτό είναι το κομβικό σημείο της ετερουσιότητας του Πατρός και Υιού κατά τον Άρειο[12]. Γι’ αυτό και είναι «ἀλλοῖος» της φύσης του Πατρός ο Υιός, αλλά και «ἀλλοῖος» των κτισμάτων. Κατά συνέπεια ο Υιός δύναται ως κληρονόμος των προσόντων του Πατρός, πλην του «ἀγεννήτου», να «διαφέρει» των κτιστών, ώστε να μπορεί να πραγματοποιεί και το έργο του ως δημιουργού των αιώνων. Έτσι και ο τρόπος και ο χρόνος κατασκευής του Υιού προσδιόριζε και τη φύση του αλλά και το έργο του, όπως ασφαλώς και τη σχέση του έναντι του κτιστού και του ακτίστου[13].

Όλα τα παραπάνω που προσπαθήσαμε να συνοψίσουμε, λόγω του περιορισμένου χώρου, αποτελούν βασικά κατανοήσεις του Αρείου και θέσεις του σε πυλωτικά θέματα, σχετικά με το τριαδικό δόγμα. Ασφαλώς το κεφάλαιο Άρειος είναι όντως τεράστιο. Στο παρόν επιχειρήσαμε κάποιες καίριες προσεγγίσεις με συνεπτυγμένο τρόπο, ικανές όμως να παρουσιάσουν το αιρετικό τριαδολογικό σύνδρομο του Αρείου, με το οποίο ψυχοπαθολογικά ταύτισε τον εαυτό του.

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ

[1] Κων. Β. Σκουτέρη, Ιστορία των Δογμάτων, τ. Β’, σ. 114.  Άμεση φαίνεται να ήταν όμως και η επίδραση της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας στο έργο του Αρείου και των διαδόχων του. Αναλυτικά για την φιλοσοφική επίδραση στον αρειανισμό βλ. Ανδρ. Θεοδόρου, Η επίδρασις της Ελληνικής σκέψεως επί των θεολογικών σχολών της Αλεξανδρείας και Αντιοχείας, εκδ. Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήναι 1983, σ.σ. 279 – 298.

[2] Επιφανίου, Πανάριον, 69,8, P.G. 42, 216A

[3] Επιφανίου, ο.π.

[4] Νικ. Ι. Νικολαΐδη, Θέματα Πατερικής Θεολογίας, σ. 122.

[5] Επιφανίου, Πανάριον, 69, 6, P.G. 42, 212B.

[6] Γεωρ. Δ. Μαρτζέλου, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός, εκδ. Π.Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1993, σ.75.

[7] Νικ. Ι. Νικολαΐδη, Θέματα Πατερικής Θεολογίας, σ.σ. 122 – 123.

[8] Επιφανίου, Πανάριον, 69, 7, PG 42, 213B.

[9] Βλ. Ιω. Καλογήρου, «Το Τριαδικόν δόγμα κατά τον δ’ αιώνα», ΕΕΘΣΠΘ, τ. 13 (1966), σ.σ. 115 – 165.

[10] Βλ. Νικ. Ι. Νικολαΐδη, Η τριαδολογία του Αγίου Επιφανίου, Θεσσαλονίκη 1999, σ.σ. 37 – 120.

[11] Επιφανίου, Πανάριον, 69, 7, PG 42, 213B.

[12] Νικ. Ι. Νικολαΐδη, Θέματα Πατερικής Θεολογίας, σ.125.

[13] Ο. π.