Αναπαραγωγική κλωνοποίηση: ηθικοί και θεολογικοί προβληματισμοί

8 Ιουλίου 2020

Προσέγγιση Ηθικών και Θεολογικών Προβληματισμών:

Οι νέες ιατρικές τεχνικές που αναπτύσσονται αποσκοπούν στην βελτίωση της ζωής του ανθρώπου, δημιουργώντας ελπίδες, αλλά και εγκυμονώντας κινδύνους (Κανελλοπούλου, Μ., Παναγοπούλου-Κουτνατζή, Φ., 2014). Τα κράτη µέλη του Συµβουλίου της Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, λαμβάνοντας υπόψη τις επιστημονικές εξελίξεις της διαίρεσης του εμβρύου και της μεταφοράς του πυρήνα υπέγραψαν ένα Πρόσθετο Πρωτόκολλο (ΚΥΑ, 1998), όπου ενώ η κλωνοποίηση ανθρώπινων όντων είναι τεχνικώς εφικτή και παρατηρώντας ότι η διαίρεση του εμβρύου μπορεί να συμβεί με φυσικό τρόπο (όμοια δίδυμα), εκτίμησαν ότι «η χρησιμοποίηση ανθρώπινων όντων δια της εκούσιας δημιουργίας γενετικών ομοίων ανθρώπινων όντων δεν συμβαδίζει με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ως εκ τούτου συνιστά κατάχρηση της βιολογίας και της ιατρικής». Συνεκτιμώντας παράλληλα το γεγονός ότι η εκούσια αυτή βιοϊατρική πρακτική ενδέχεται να επιφέρει σωρεία προβλημάτων ιατρικής, ψυχολογικής και κοινωνικής φύσεως, στα εμπλεκόμενα άτομα.

Ηθικο-επιστημολογική θεώρηση

Παρόλα αυτά οι επιστήμονες αναδεικνύουν τα οφέλη της τεκνοποίησης στείρων ζευγαριών, όταν οι άλλες μέθοδοι υποβοηθούμενης αναπαραγωγής αποτυγχάνουν, όπως στην περίπτωση της αζωοσπερμίας ή ακόμα και στην περίπτωση σοβαρών κληρονομικών ασθενειών (Harris, J., 1997). Η επανάληψη του ανθρώπινου γονιδιώματος συνιστά προσβολή για το ανθρώπινο υποκείμενο; Αν αυτό γίνεται κατ’ εξακολούθηση μήπως συνιστά προσβολή για το ανθρώπινο γένος; (Κανελλοπούλου Μ., Παναγοπούλου-Κουτνατζή Φ., 2014). Η αναπαραγωγική κλωνοποίηση, καθιστά τo ζευγάρι κοινωνικούς γονείς (ικανοποιώντας το αναπαραγωγικό του αίσθημα), αλλά όχι και ευγονικούς, καθόσον το πρόβλημα της στειρότητας συνεχίζει να υπάρχει. Από την άλλη πλευρά το ζευγάρι που συνεχίζει να είναι στείρο μπορεί να καταφύγει σε πράξη υιοθεσίας, η οποία εν τέλει εμπεριέχει αλτρουϊσμό και παροχή πρόνοιας προς τα ορφανά τέκνα. Επίσης, ας μην λησμονούμε την υπό συζήτηση εξέλιξη στην ανθρώπινη γενετική τροποποίηση (human genetic modification) που έχει προκαλέσει νέα συζήτηση γύρω από την τροποποίηση της ανθρώπινης γενετικής γραμμής, ιδίως μεταξύ των μερών που επιθυμούν να ωθήσουν την τεχνολογία προς τα εμπρός και εκείνων που φοβούνται ότι θα μπορούσαν να ανοίξουν την πόρτα σε μια νέα μορφή ευγονικής που βασίζεται σε εμπράγματη συναλλαγή (Hasson, K., 2019). H μεταφορά πυρήνα σωματικού κυττάρου του ενός γονέα ή η μεταφορά πυρήνα σωματικού κυττάρου του υγιούς γονέα, όταν συνιστά αποφυγή μεταβίβασης της γενετικής νόσου στους απογόνους, άρα και επιτυχία αναπαραγωγική και θεραπευτική ταυτοχρόνως (Κατσιμίγκας,  Γ. & Καμπά Ε., 2010) είναι ηθική; Μήπως τελικά οδηγούμαστε στην υποστήριξη του αναπαραγωγικού δικαιώματος ωσάν καταναλωτικού αγαθού; Επιπροσθέτως, η αποτυχία μιας μεταφοράς σωματικών κυττάρων σε ποντίκι είναι το ίδιο με την ατελή εφαρμογή της μεθόδου σε άνθρωπο; Εν τέλει ότι είναι τεχνικά εφικτό είναι και ηθικά αποδεκτό; Ας μην παραβλέπουμε ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος των παράλογων προσδοκιών εκ της αναπαραγωγικής τεχνικής SCNT, όπου το εν λόγω άτεκνο ζευγάρι θα αναζητά αυτήν την τεχνική  πιστεύοντας ότι τα γενετικά χαρακτηριστικά του δότη είναι ιδιαίτερης αξίας ή ακόμα όταν γονείς που φέρουν κλωνοποιημένο τέκνο να έχουν υπερβολικές προσδοκίες για την προσωπικότητα του παιδιού ή να πιστεύουν ότι το παιδί πρέπει να είναι πανομοιότυπο με τον δότη (The Ethics Committee American Society for Reproductive Medicine, 2016). Με την γενετική ο άνθρωπός κατάφερε να μην κάνει παιδιά όταν δεν το θέλει (άμβλωση, αντισύλληψη, στείρωση), να κάνει παιδιά όταν το θέλει (εξωσωματική γονιμοποίηση) και να κάνει παιδιά όπως τα θέλει (προγεννητική διάγνωση, επιλογή χαρακτηριστικών, άμβλωση κατόπιν ευγονικής ενδείξεως) (Αρχιμανδρίτη Μακαρίου Γρινιεζάκη, 2014: 45).

Συνεχίζοντας αξίζει να σχολιαστεί ότι ο μονογονικός τρόπος αναπαραγωγής θυμίζει επιστροφή στην πρώιμη μορφή αναπαραγωγής, αυτήν της αμοιβάδας (Κατσιμίγκας, Γ. & Καμπά Ε., 2010). Μήπως η βιο-τεχνολογική αυτή «ευκολία» αδρανοποιήσει την αναζήτηση της τεκνογονίας δια του έρωτα και της απορρέουσας εξ αυτής ευδαιμονίας και συνάφειας με την κοινωνία και το σύμπαν, όπως αναλύθηκε από τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα; (Bertin, A.M., 2008). Μήπως έτσι παρακάμπτεται η φυσική σεξουαλική ενεργή συμπεριφορά του άνδρα στην τεκνοποίηση και μήπως ταυτόχρονα υπονομεύεται ο αυτοθαυμασμός του; Είναι γνωστό ότι οι άνδρες αντιλαμβάνονται την υπογονιμότητα ως έλλειψη ανδρισμού (Κανελλοπούλου Μ., Παναγοπούλου-Κουτνατζή Φ., 2014). Η απάντηση σε αυτό μπορεί να επηρεάζει ακόμα και την κατανομή εργασιακών ρόλων ή και οικογενειακών ρόλων στο μέλλον, που ως ένα βαθμό χαρακτηρίζονται έως τώρα από φυλετικό διμορφισμό (Hoffman, R.M. & Borders, L.D., 2001; Κατσιμίγκας, Γ. & Καμπά Ε., 2010). Μεγάλος προβληματισμός έγκειται επίσης στο εσωτερικό σχηματισμό μιας οικογένειας όπου ο ένας γονέας θα είναι γενετικός δίδυμος με το παιδί του, αλλά και κοινωνικός γονέας (γιατί δεν «είναι» το παιδί του, είναι ο κλώνος του). Ανάλογοι προβληματισμοί έχουν προκύψει για την ετερόλογη τεχνητή γονιμοποίηση και τη μη σύνδεση των κοινωνικών και των βιολογικών γονέων (Κανελλοπούλου Μ., Παναγοπούλου-Κουτνατζή Φ., 2014). Σίγουρα η ιατρική ανάγκη να θεραπεύσουμε το στείρο ζευγάρι (θεραπευτική κλωνοποίηση) και οδηγήσουμε στην έξοδο από την «βιολογική δυστυχία» είναι θετικό, αλλά ταυτόχρονα εγείρονται πολλά ηθικά ζητήματα, αφού πολύ επιπόλαια ζητάμε να περάσουμε την διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις δοκιμές στα ζώα και στις δοκιμές στον άνθρωπο. Ας φανταστούμε για παράδειγμα πόσο δύσκολο θα είναι στον οικογενειακό προγραμματισμό να ενταχθούν οι θεωρίες των προεμβρύων ή η διαλογή ανάμεσα σε προσωπικότητες. Μήπως έτσι οδηγούμαστε σε ένα γενετικό πρότυπο «anthropomorphic gene standardization» με το οποίο όλοι οι άνθρωποι θα μετρηθούν και θα αξιολογηθούν;

Εν κατακλείδι ας αναφερθεί ότι η ωφελιμότητα είναι το διάμεσο διάστημα ανάμεσα στην πρόβλεψη και στο αποτέλεσμα της ιατρικής πράξης, αλλά και μια ιατρική πράξη, κρίνεται και εκ των προτέρων με κριτήριο την ηθική αξία της, και εκ των υστέρων με κριτήριο την αποτελεσματικότητά και τη χρησιμότητα της (Σαρρής, Μ., 2001).

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ