Ο απόστολος Πέτρος

7 Ιουλίου 2020

Οι ευαγγελικές διηγήσεις μας δίνουν πολλά βιογραφικά στοιχεία σχετικά με την καταγωγή του Πέτρου, το επάγγελμά του, την κλίση του από τον Κύριο στο κύκλο των 12 μαθητών, την πρωτεύουσα θέση, που κατέλαβε μεταξύ αυτών, τον ορμητικό και ενθουσιώδη χαρακτήρα του, τις πρωτοβουλίες, που  έπαιρνε και τον πρωταγωνιστικό ρόλο, τον οποίο έπαιξε σε πολλές περιπτώσεις κατά τη διάρκεια της δημοσίας δράσης του Κυρίου. Χωρίς να μπαίνουμε σε λεπτομέρειες, εδώ μόνο επιγραμματικά προσθέτουμε την εμπειρία του γεγονότος της Μεταμορφώσεως επάνω στο όρος Θαβώρ, την παρουσία του στη δίκη του Κυρίου, την τριπλή άρνησή του, την εμπειρία του γεγονότος της αναστάσεως, της Αναλήψεώς του και της Πεντηκοστής. Για την ιεραποστολική δραστηριότητά του από την Πεντηκοστή μέχρι την αποστολική σύνοδο το 49 μ.Χ. αναφερθήκαμε ήδη συνοπτικά προηγουμένως. Οι ειδήσεις για την περαιτέρω δράση του είναι ασαφείς και προέρχονται κυρίως από την παράδοση και από μεταγενεστέρους εκκλησιαστικούς συγγραφείς.

Ο Παύλος στην προς Γαλάτας επιστολή του (2,11-13) μας πληροφορεί, ότι ο Πέτρος επισκέφτηκε την Αντιόχεια μετά την Αποστολική Σύνοδο, όπου και τον ήλεγξε για τη μη ξεκάθαρη στάση του απέναντι στους εξ’ Ιουδαίων χριστιανούς. Ο εκκλησιαστικός ιστορικός Ευσέβιος αναφέρει, ότι ο Πέτρος εκήρυξε το Ευαγγέλιο στους Ιουδαίους της διασποράς, στον Πόντο, στη Γαλατία, στη Βιθυνία, στην Καππαδοκία και στην Ασία, βασιζόμενος κυρίως στη μαρτυρία της πρώτης Καθολικής του Επιστολής. Στην ίδια επιστολή του κάνει επίσης λόγο για  «την εν Βαβυλώνι συνεκλεκτή»  και πιθανόν εδώ υπονοεί τη Ρώμη. Οι Παπικοί δέχονται ότι ο Πέτρος βρέθηκε στη Ρώμη ύστερα από τη θαυμαστή αποφυλάκισή του, για την οποία ομιλεί ο Λουκάς στις Πράξεις, (12,1-17), το 42 ή 44 μ.Χ. και ότι έμεινε στην πόλη αυτή ως πρώτος επίσκοπος για 25 χρόνια, ένα μήνα και οκτώ ημέρες, μέχρι τον μαρτυρικό θάνατό του το 64 μ.Χ. κατά τον διωγμό του Νέρωνα. Ωστόσο η παράδοση αυτή δεν ευσταθεί, διότι στηρίζεται σε μεταγενέστερα ψευδεπίγραφα χειρόγραφα, τις λεγόμενες «Ψευδοϊσιδώρειες Διατάξεις». Πέραν τούτου ο πρώτος επίσκοπος της Ρώμης ήταν ο Λίνος, όπως μαρτυρείται από αρχαίο κατάλογο που συνέταξε ο επίσκοπος Ρώμης Σωτήρ (166-174μ.Χ.). Η ίδια Εκκλησία προσπαθεί, αιώνες τώρα, να στηρίξει επάνω στον Πέτρο το πρωτείο του επισκόπου Ρώμης, το οποίο κατανοεί ως πρωτείο κυριαρχικής εξουσίας πάνω σ’ όλη την Εκκλησία και όχι ως πρωτείο τιμής. Προς το σκοπό αυτό επικαλείται δύο κυρίως βιβλικά χωρία: Το χωρίο Ματθ. 16,18 στο οποίο ο Κύριος απευθυνόμενος προς τον Πέτρο λέγει: «καγώ δε σοι λέγω, ότι συ ει Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν, και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής». Η φράση του Κυρίου «και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησία» δεν αναφέρεται στο πρόσωπο του Πέτρου, αλλά στην ομολογία του, που έγινε ύστερα από αποκάλυψη του Θεού Πατέρα. Η θεμέλιος πέτρα, πάνω στην οποία οικοδομείται η Εκκλησία, δεν είναι ο Πέτρος, αλλά ο Χριστός και στη συνέχεια οι απόστολοι, σύμφωνα με το λόγο του Παύλου «θεμέλιον γαρ άλλον ουδείς δύναται θείναι παρά τον κείμενον, ος έστιν Ιησούς Χριστός» (Α΄ Κορ. 3,11) και σύμφωνα με τον άλλο λόγο του: «εποικοδομηθέντες  επί τω θεμελίω  των αποστόλων και προφητών όντος  ακρογωνιαίου αυτού Ιησού Χριστού» (Εφ.2,20.) Συνεπώς η πέτρα του χωρίου αυτού δεν ταυτίζεται με τον Πέτρο αποκλειστικά, όπως επίσης η εξουσία του δεσμείν και λύειν, για την οποία γίνεται λόγος στον επόμενο στίχο «και δώσω σοι τα κλείς  της βασιλείας των ουρανών, και ο εάν δήσης  επί της γής  έσται δεδεμένον εν τους ουρανοίς», δεν ήταν δικαίωμα μόνο του Πέτρου. Την ίδια εξουσία του δεσμείν και λύειν έδωσε ο Χριστός και στους άλλους αποστόλους, σύμφωνα με το λόγον του μετά τήν  ανάσταση «αν τινών αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς, αν τινών κρατείτε, κεκράτηνται» (Ιωαν.20,23.2). Το δεύτερο χωρίο είναι το κατά Ιωάννην 21,15,17, όπου ο Ιησούς ομιλεί με τον Πέτρο στην Τιβεριάδα μετά την ανάσταση. Εκεί ο Ιησούς τρεις φορές ερωτά τον Πέτρο αν τον αγαπά και τρεις φορές τον προτρέπει να ποιμάνει τα λογικά του πρόβατα. Η τριπλή επανάληψη της φράσεως του Κυρίου «ποίμαινε τα πρόβατά μου» με τις παραλλαγές της δεν σημαίνει, ότι ο Χριστός διορίζει τον Πέτρο παγκόσμιο ποιμένα της Εκκλησίας, αλλά ότι τον αποκαθιστά στο αποστολικό αξίωμα ύστερα από την τριπλή άρνηση του Χριστού, που  έγινε λίγο πριν από το σταυρικό του θάνατο. Εξ άλλου η αγάπη την οποία ζητάει από τον Πέτρο σαν προϋπόθεση για να ποιμάνει τα πρόβατά του, δεν ήταν αποκλειστικό γνώρισμα μόνο του Πέτρου, αλλά όλων των μαθητών, κάτ’ εξοχήν δε του Ιωάννου σύμφωνα με τη μαρτυρία, που δίνει ο ίδιος για τον εαυτό του, ως μαθητού «ον ηγάπα ο Ιησούς».

Πέρα από αυτά πρέπει να τονιστεί,  ότι ο Πέτρος δεν είναι ο ιδρυτής της Εκκλησίας τής  Ρώμης. Στη Ρώμη ο Χριστιανισμός δεν κηρύχτηκε από τους αποστόλους, διότι πολύ προτού να μεταβούν οι απόστολοι Παύλος και Πέτρος στη Ρώμη ο Χριστιανισμός είχε διαδοθεί από άγνωστους Χριστιανούς, που άκουσαν, είτε το κήρυγμα του Πέτρου στα Ιεροσόλυμα την ημέρα της Πεντηκοστής, είτε τον Παύλο αργότερα στις διάφορες πόλεις, όπου αυτός εκήρυξε. Η συνεχής μετάβαση πολλών ανθρώπων από τις ανατολικές επαρχίες στη Ρώμη για προσωπικές υποθέσεις και για εμπορικούς λόγους, και αντίστροφα, πολλών Ρωμαίων προς τις ανατολικές επαρχίες συντέλεσαν ώστε να δημιουργηθεί πολύ νωρίς η πρώτη αρχέγονη εκκλησιαστική κοινότητα της Ρώμης. Έτσι εξηγείται και το γεγονός, ότι ο Παύλος στο 16ο κεφάλαιο της επιστολής του προς τους Ρωμαίους στέλνει πλήθος ασπασμών σε πιστούς μιας πόλης, στην οποία δεν εκήρυξε  ακόμη και οι οποίοι ήταν γνωστοί του και συνδέονταν μαζί του. Πέραν αυτών, μέχρι την ώρα που ο Παύλος έγραφε την προς Ρωμαίους επιστολή το 56 μ.Χ. κανένας απόστολος δεν είχε περάσει ακόμη από τη Ρώμη. Και τούτο διότι, εάν άλλος απόστολος είχε πάει στη Ρώμη και είχε κηρύξει το Ευαγγέλιο πριν από αυτόν, δεν θα εξέφραζε την επιθυμία να έρθει στη Ρώμη για να ευαγγελιστεί σ’ αυτούς τον Χριστό, όπως τούτο φαίνεται από όσα λέγει στον πρόλογο, (1,15), της προς Ρωμαίους επιστολής, αφού όπως αναφέρει στην ίδια επιστολή του σε άλλη συνάφεια, (15,20), δεν συνήθιζε να κηρύττει εκεί, όπου είχε ακουστεί το όνομα του Χριστού «ίνα μη επ’ αλλότριον θεμέλιον οικοδομεί», δηλαδή για να μην οικοδομεί πάνω στον κόπο άλλων αποστόλων.

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ