Ο απόστολος των εθνών Παύλος

3 Ιουλίου 2020

Ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου των Πράξεων αφιερώνεται ως γνωστόν στην μεγάλη προσωπικότητα του αποστόλου των Εθνών Παύλου. Ο ευαγγελιστής Λουκάς μας περιγράφει την μεταστροφή του και τη δράση του στην Δαμασκό και στην Ιερουσαλήμ, (κεφ. 9), την συμβολή του στην διαμόρφωση των αποφάσεων της Αποστολικής Συνόδου, (κεφ.15), και τέλος τις περιοδείες και την ιεραποστολική δράση του, (κεφ.13-28), εισάγωντάς μας παράλληλα στην θεολογία και στις επιστολές του.

1.Πρώτη ιεραποστολική περιοδεία και αποστολική Σύνοδος των Ιεροσολύμων.

Ο Λουκάς μας διηγείται στα κεφάλαια 13 και 14 των Πράξεων την πρώτη ιεραποστολική περιοδεία του Παύλου με τον Βαρνάβα στην Κύπρο, Αντιόχεια της Πισιδίας, Ικόνιο, Λύστρα και Δέρβη, όπου ιδρύονται και οργανώνονται οι πρώτες Εκκλησίες στη Μικρά Ασία, εν μέσω πολλών διωγμών, ξυλοδαρμών και λιθοβολισμών από τους απειθούντες Ιουδαίους. Ωστόσο οι καρποί ήταν πλούσιοι, διότι μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας συμπεριλαμβάνονται τώρα όχι μόνο εξ’ Ιουδαίων, αλλά και εξ Εθνών χριστιανοί, αφού, όπως σημειώνει ο Λουκάς, ο Θεός «ήνοιξε τοις Έθνεσι θύραν πίστεως» (Πραξ.14,27).

Στη συνέχεια επακολουθεί η αποστολική Σύνοδος των Ιεροσολύμων, η οποία συγκαλείται προκειμένου να εξετάσει το ζήτημα, το οποίο εν τω μεταξύ δημιουργήθηκε, πως δηλαδή θα έπρεπε να γίνουν δεκτοί στους κόλπους της Εκκλησίας οι Εθνικοί και οι Φοβούμενοι η Σεβόμενοι τον Θεό, δηλαδή Εθνικοί, που πίστευαν στο Θεό των Εβραίων χωρίς να περιτμηθούν και κυρίως αν θα έπρεπε αυτοί προηγουμένως να περιτέμνονται. Στη σύνοδο συμμετείχαν οι απόστολοι και οι πρεσβύτεροι μαζί με το Βαρνάβα και τον Παύλο. Μετά από πολλή συζήτηση αποφασίστηκε για τους εξ Εθνών χριστιανούς να μην επιβληθεί σ’ αυτούς το βαρύ φορτίο των τυπικών διατάξεων του νόμου εκτός από τα αναγκαία, την αποχή δηλαδή από τα ειδωλόθυτα, το αίμα, το πνικτό και την πορνεία. Η Σύνοδος αυτή είχε μεγάλη σημασία στη μετέπειτα ζωή της Εκκλησίας, διότι δια μέσου αυτής: α) εκφράστηκε για πρώτη φορά στο σύνολό της η Εκκλησία και τούτο αποτέλεσε το ύψιστο κριτήριο για την καθιέρωση του συνοδικού θεσμού στη διοίκησή της, β) συνειδητοποιήθηκε η οικουμενικότητα του χριστιανικού κηρύγματος σε συνδυασμό με την εντολή του Κυρίου «πορευθέντες  μαθητεύσατε πάντα τα Έθνη», γ) αποδεσμεύτηκε η Εκκλησία από ορισμένες τυπικές διατάξεις του μωσαϊκού νόμου, όπως η περιτομή και δ) διατρανώθηκε η ενότητα της Εκκλησίας, η οποία, όταν προκύπτει ένα θέμα, συνέρχεται, διαλέγεται και με το φωτισμό του αγίου Πνεύματος αποφαίνεται αλάθητα. Εδώ πρέπει να υπογραμμιστεί, ότι ο απόστολος Πέτρος δεν διεκδίκησε στη Σύνοδο αυτή κάποιο πρωτείο, διότι δεν ήταν αυτός ο πρόεδρος της Συνόδου, ούτε επίσης κάποιο αλάθητο αφού και αυτός εξέφρασε απλώς την γνώμη του σαν ένας από τους συνέδρους. Τούτο φαίνεται άλλωστε και από την απόφαση της Συνόδου, η οποία εμφανίζεται ως απόφαση όλης της Εκκλησίας και όχι ενός προσώπου: «έδωκε τοις αποστόλοις  και τοις πρεσβυτέροις συν όλη τη Εκκλησία» λέγει χαρακτηριστικά ο Λουκάς, (Πραξ. 15,22). Τούτο και μόνο, πέραν τών  άλλων τεκμηρίων, αποδεικνύει πόσο αστήρικτες είναι οι αιρετικές διδασκαλίες των παπικών περί πρωτείου και αλάθητου των Παπών ως διαδόχων του αποστόλου Πέτρου.

2. Δευτέρα ιεραποστολική περιοδεία.

Από την Αντιόχεια ξεκίνησε και πάλι ο Παύλος για την δεύτερη περιοδεία του, έχοντας μαζί του συνοδό του τον Σίλα. Κατ’ αρχήν επισκέπτεται πάλι τις Εκκλησίες, που ίδρυσε στην πρώτη του περιοδεία με σκοπό να στηρίξει τους πιστούς και να τους καταρτίσει στην κατά Χριστόν ζωή. Από τα Λύστρα παραλαμβάνει ως συνοδό του τον Τιμόθεο, ο οποίος θα εξελιχθεί αργότερα σε έναν από τους σπουδαιότερους συνεργάτες του. Κατόπιν διέρχεται τη Φρυγία και τη Γαλατία, όπου κηρύττει και ιδρύει την Εκκλησία των Γαλατών, την Μύσια, την Βιθυνία και καταλήγει στην Τρωάδα. Στην συνέχεια, μετά από όραμα, αποφασίζει να ταξιδέψει με τους συνοδούς του στη Μακεδονία με πρώτο σταθμό τους Φιλίππους, όπου ιδρύει την πρώτη Εκκλησία επί εύρωπαϊκού εδάφους. Υπομένει όμως πολλές ταλαιπωρίες και κινδύνους, διότι ραβδίζεται και φυλακίζεται ως ταραχοποιός και τελικά απελευθερώνεται με θαυμαστή επέμβαση του Θεού. Κατόπιν επισκέπτεται την Θεσσαλονίκη και τη Βέροια, όπου κηρύττει και ιδρύει τις Εκκλησίες των δύο αυτών πόλεων, εν μέσω σκληρών διωγμών και κινδύνων από τους απειθούντες Ιουδαίους. Ωστόσο το έργο του είχε επιτυχία και έφερε πολλούς καρπούς. Κατόπιν μεταβαίνει στην Αθήνα με τους Βεροιώτες συνοδούς του, χωρίς τον Σίλα και τον Τιμόθεο, που έμειναν προσωρινά στην Βέροια. Εκεί κηρύττει στον Άρειο Πάγο χωρίς μεγάλη επιτυχία, χλευάζεται και αποπέμπεται από τους Αθηναίους, οι οποίοι εθεώρησαν τα λόγια του σπερμολογίες, παραμύθια. Από την Αθήνα έρχεται στην Κόρινθο, όπου παραμένει επί ενάμιση χρόνο κοντά στους σκηνοποιούς Ακίλα και Πρίσκιλλα. Εδώ το κήρυγμά του υπήρξε ιδιαίτερα καρποφόρο, παρά τις αντιδράσεις των Ιουδαίων, αφού, όπως σημειώνει ο Λουκάς «πολλοί των Κορινθίων ακούοντες επίστευον και εβαπτίζοντο», (Πραξ.18,8). Έτσι η Εκκλησία της Κορίνθου θα αποτελέσει μία από τις σημαντικότερες Εκκλησίες, που ίδρυσε ο Παύλος, προς την οποία θα αποστείλει αργότερα δύο από τις επιστολές του. Κατά την διάρκεια της εκεί παραμονής του έγραψε και τις δύο επιστολές του προς Θεσσαλονικείς. Από την Κόρινθο φεύγει στη συνέχεια για την Έφεσο, όπου παραμένει σύντομο χρονικό διάστημα και κατόπιν ταξιδεύει για την Καισάρεια, τα Ιεροσόλυμα και τελικά καταλήγει στη βάση των εξορμήσεών του, την Αντιόχεια.

3. Τρίτη ιεραποστολική περιοδεία

Από την Αντιόχεια ξεκινάει και πάλι ο Παύλος για την τρίτη περιοδεία του γύρω στο 52 μ.Χ. αφού παρέμεινε μικρό χρονικό διάστημα στην πόλη αυτή. Διέρχεται τη Γαλατία και τη Φρυγία και επισκέπτεται και πάλι τις Εκκλησίες, που ίδρυσε στις επαρχίες αυτές στις δύο προηγούμενες περιοδείες του με σκοπό να ενισχύσει και στηρίξει τις ψυχές των πιστών. Τελικά φθάνει στην Έφεσο, όπου επί τριετία περίπου αναπτύσσει θαυμαστή ιεραποστολική δράση. Στην αρχή κηρύττει και διαλέγεται στη Συναγωγή των Εβραίων, επειδή όμως αυτοί εσκληρύνοντο και βλασφημούσαν τη χριστιανική πίστη, ο Παύλος απομα-κρύνεται από αυτούς και συνεχίζει τη διδασκαλία του στη σχολή κάποιου Τυράννου. Η δράση του είχε τέτοια επιτυχία ώστε, όπως σημειώνει ο Λουκάς,  «πάντας τους κατοικούντας την Ασίαν ακούσαι τον λόγον του Κυρίου Ιησού Ιουδαίους τε και Έλληνας» (Πραξ.19,10). Έτσι μπορούμε να πούμε, ότι η Έφεσος εξελίχθηκε προοδευτικά σε ένα δεύτερο μεγάλο ιεραποστολικό κέντρο του Παύλου μετά την Αντιόχεια. Στο διάστημα της παραμονής του στην Έφεσο συνέβησαν και άλλα γεγονότα, που δεν αναφέρονται στις Πράξεις, αλλά τα οποία συμπεραίνουμε από τις παύλειες επιστολές. Από την προς Γαλάτας, την οποία έγραψε  από την Έφεσο, πληροφορούμαστε για τις σχέσεις του με τις Εκκλησίες της Γαλατίας, για την δράση των ψευδαποστόλων και των ιουδαϊζόντων Χριστιανών, οι οποίοι προσπαθούσαν να κλονίσουν το αποστολικό του κύρος και να υπονομεύσουν το έργο του. Από την προς Κολασσαείς πληροφορούμαστε για την Εκκλησία των Κολοσσών και των Λαοδικέων, τίς  οποίες ίδρυσε μέσω συνεργατών του, πιθανότατα του Επαφρά, στο διάστημα της παραμονής του στην Έφεσο. Στην ίδια επιστολή γίνεται λόγος και για άλλη επιστολή του Παύλου προς Λαοδικείς, (Κολ. 4,16), η οποία όμως δε σώζεται. Επίσης στην Α΄ Κορ.15,32 γίνεται λόγος για θηριομαχία του Παύλου με θηρία, ενώ στην Β΄ Κορ.1,8,10 για μεγάλο βάρος δοκιμασιών, όπου αντιμετώπισε βέβαιο θάνατο και ίσως τον έσωσε η αυτοθυσία του Ακίλα και της Πρίσκιλλας, για την οποία ομιλεί στην προς Ρωμαίους, (16,3,4). Πιθανόν αυτά να σημαίνουν, ότι κατά την παραμονή του στην Έφεσο πέρασε ένα διάστημα στη φυλακή. Αν αυτό είναι γεγονός, τότε πολύ πιθανόν οι επιστολές της αιχμαλωσίας: Φιλιππισίους, Κολασσαείς, Φιλήμονα, να γράφτηκαν από την Έφεσο και όχι από τη Ρώμη. Από την Έφεσο έγραψε ο Παύλος επιστολή προς Κορινθίους, η οποία προηγήθηκε από τη γνωστή Α΄ πρός Κορινθίους, στην οποία ο Παύλος κάνει λόγο για τη χαλαρότητα των ηθών των Κορινθίων και την οποία μνημονεύει στην Α΄ Κορ.5,9, η οποία όμως δεν σώζεται. Από την Έφεσο επίσης έγραψε τη γνωστή σε μας Α΄ πρός Κορινθίους επιστολή. Αν λάβουμε υπόψη μας την πληροφορία που μας δίδει στη Β΄ πρός Κορινθίους «ιδού τρίτον ετοίμως έχω ελθείν προς υμάς» (12,14), για μία τρίτη επίσκεψή του στην Κόρινθο, τότε πρέπει να συμπεράνουμε, ότι προηγήθηκε ενδιάμεσο ταξίδι του Παύλου από την Έφεσο στην Κόρινθο, όπου όμως υπέστη ατιμωτική προσβολή από κάποιο χριστιανό της Κορίνθου και επέστρεψε αμέσως στην  Έφεσο.

Από την Έφεσο ο Παύλος επισκέπτεται την Τρωάδα και τις Εκκλησίες της Μακεδονίας, τους Φιλίππους, τη Θεσσαλονίκη, (όπου έγραψε και τη Β΄ πρός Κορινθίους επιστολή) και την Βέροια. Κατόπιν έφθασε στην Κόρινθο, όπου παρέμεινε τρεις μήνες. Από εκεί, γύρω στα τέλη του 56 μ.Χ., έγραψε την προς Ρωμαίους επιστολή. Από την επιστολή αυτή, (15,19), πληροφορούμαστε για τη δράση του Παύλου στο Ιλλυρικό, η οποία πρέπει να προηγήθηκε της συγγραφής της προς Ρωμαίους επιστολής και επομένως πρέπει να έγινε προτού ο Παύλος φθάσει στην Κόρινθο το 56 μ.Χ. πιθανόν μετά την επίσκεψή του στη Θεσσαλονίκη και στη Βέροια. Από την Κόρινθο εν τω μεταξύ, επειδή μεσολάβησε επιβουλή των Ιουδαίων με σκοπό να τον φονεύσουν, θεώρησε σκόπιμο να επιστρέψει δια ξηράς πάλι από την Μακεδονία. Οι επόμενοι σταθμοί του Παύλου ήταν η Τρωάδα, η Μίλητος, (όπου εξεφώνησε τον μνημειώδη εκείνο λόγο προς τους πρεσβύτερους της Εκκλησίας), τα Πάταρα της Λυκίας, η Τύρος, η Πτολεμαΐδα, η Καισάρεια και τέλος τα Ιεροσόλυμα, όπου και περατώνεται η τρίτη περιοδεία του Παύλου.

4. Τα επακολουθήσαντα γεγονότα της ζωής του Παύλου

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του Παύλου στα  Ιεροσόλυμα και καθ’ ον χρόνον βρίσκεται στο ιερό του Ναού, για να υποβληθεί στους διατεταγμένους αγνισμούς κατ’ απαίτηση των πρεσβύτερων της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, προκαλείται αναταραχή των Ιουδαίων, οι οποίοι, μόλις αντιλαμβάνονται την παρουσία του, επιζητούν να τον συλλάβουν και να τον φονεύσουν. Σώζεται όμως από βέβαιο θάνατο με την επέμβαση του Ρωμαίου χιλίαρχου. Επακολουθεί απολογία του ενώπιον μελών του ιουδαϊκού συνεδρίου, συνωμοσία των Ιουδαίων και δολοφονική απόπειρα εναντίον του, χωρίς όμως επιτυχία. Κατόπιν αποστέλλεται στο Ρωμαίο διοικητή της Καισαρείας Φίληκα. Εκεί παραμένει φυλακισμένος επί δύο χρόνια, ενώ υφίσταται νέες ανακρίσεις και δίκες ενώπιον των Ρωμαίων ηγεμόνων Φίληκος, Φήστου και Αγρίππα και των μελών του ιουδαϊκού συνεδρίου. Μετά από έφεση του Παύλου να δικαστεί ως Ρωμαίος πολίτης προ του Καίσαρος, αποφασίζεται να μεταφερθεί δέσμιος δια θαλάσσης μέχρι τη Ρώμη. Ύστερα από ένα περιπετειώδες ταξίδι, που κατέληξε σε ναυάγιο, έφθασε τελικά στη Ρώμη, όπου παρέμεινε επί δύο χρόνια φυλασσόμενος από ρωμαϊκή φρουρά. Εκεί έγραψε την προς Εφεσίους επιστολή  και σύμφωνα με την παράδοση και τις άλλες επιστολές της αιχμαλωσίας, δηλαδή την προς Φιλιππησίους, προς Κολασσαείς και την προς Φιλήμονα. Στην Ρώμη ο Παύλος αφού δικάστηκε και αθωώθηκε, φαίνεται ότι επιχείρησε και τέταρτη περιοδεία, αν λάβουμε υπόψη μας τα όσα ανακοίνωσε στην προς Ρωμαίους επιστολή του (Ρωμ.15,24), όπου γίνεται λόγος για μελλοντική επίσκεψή του στην Ισπανία, όπως επίσης και τη μαρτυρία του Κλήμεντος Ρώμης, ο οποίος λέγει, ότι ο Παύλος ταξίδεψε μέχρις εσχάτων της Δύσεως, δηλαδή μέχρι την Ισπανία. Ο Παύλος, στο δρόμο για την Ισπανία πέρασε από την Μασσαλία, όπου του δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφτεί τους εκεί ευρισκόμενους Χριστιανούς, που αποτέλεσαν τους πρώτους πυρήνες τής  χριστιανικής Εκκλησίας της Γαλλίας. Στην Ισπανία οι τοπικές παραδόσεις μιλούν πολύ έντονα για την παρουσία του Παύλου στη χώρα και την εγκατάσταση του μαθητή του Ρούφου, ως πρώτου επισκόπου. Την άνοιξη του 65 μ.Χ. ο Παύλος επιστρέφει στην Ανατολή, επισκέπτεται την Κρήτη, όπου αφήνει τον Τίτο να οργανώσει την τοπική Εκκλησία, κατόπιν δε ανεβαίνει στην Κόρινθο, όπου αφήνει τον Έραστο. Στη συνέχεια έρχεται με τούς  συνοδούς του στη Νικόπολη της Ηπείρου όπου παραμένει το χειμώνα του 65 μ.Χ. Όταν το 66 μ.Χ. άρχισε η ιουδαϊκή επανάσταση στην Παλαιστίνη, ο Παύλος βρέθηκε στην Έφεσο, όπου άφησε τον Τιμόθεο και μετά αναχώρησε για άγνωστη σε μας κατεύθυνση. Πιθανότατα τον συνέλαβαν κοντά στην Έφεσο και τον οδήγησαν στη Ρώμη αιχμάλωτο μαζί με άλλους Ιουδαίους. Από εκεί έστειλε στον Τιμόθεο την Β΄ ἐπιστολή του, την τελευταία από όλες τις σωζόμενες επιστολές του. Αυτή τη φορά η καταδίκη του σε θάνατο εκδόθηκε πολύ γρήγορα. Μαρτύρησε κατά το διωγμό του Νέρωνα με αποκεφαλισμό το 67 μ.Χ. Έτσι περατώνεται η ουρανόδρομη  πορεία του αποστόλου των Εθνών, του κορυφαίου μεταξύ των αποστόλων, του αποστόλου, ο οποίος «περισσότερον πάντων εκοπίασε » για την δόξα του Χριστού.

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ